Άρθρα
Ζαν Ρενέ Λακόστ, ο τενίστας που έγινε βιομήχανος, ήταν ο διασημότερος χειριστής της ρακέτας στην προπολεμική εποχή
Ζαν Ρενέ Λακόστ
Ο τενίστας που έγινε βιομήχανος δεν χρειάζεται συστάσεις, καθώς το μπλουζάκι πόλο με το λογότυπο-σήμα κατατεθέν του βρίσκεται σε κάθε σχεδόν ντουλάπα του πλανήτη.
Ο γάλλος τενίστας, σχεδιαστής της γνωστής φίρμας και βιομήχανος τελικά Ρενέ Λακόστ ήταν ο διασημότερος χειριστής της ρακέτας στην προπολεμική εποχή, ένας θρύλος της παγκόσμιας αντισφαίρισης, πριν φέρει την επανάσταση στην αθλητική ένδυση!
Μέλος των φοβερών και τρομερών «Τεσσάρων Σωματοφυλάκων» του γαλλικού αθλητισμού (Ζακ Μπρουνιόν, Ανρί Κοσέ, Ζαν Μποροτρά και Ρενέ Λακόστ), που κατέκτησαν 20 τίτλους Γκραν Σλαμ στο μονό και 23 στο διπλό, αναγκάζοντας τους συμπατριώτες τους να χτίσουν το κέντρο αντισφαίρισης που φιλοξενεί το Ρολάν Γκαρός προς τιμήν τους, ο Λακόστ διέπρεψε στα κορτ κατακτώντας 7 ατομικά Γκραν Σλαμ!
Αναμφίβολα το Νο 1 του καιρού του, στη δεκαετία του 1920 δηλαδή, ο Λακόστ έβρισκε πάντα ενοχλητική και περιοριστική την αθλητική περιβολή του τενίστα, το λευκό μακρυμάνικο μπλουζάκι, το παντελόνι και τη γραβάτα δηλαδή, ομολογουμένως πολλά ρούχα να φοράς όταν πασχίζεις να σώσεις μια δυνατή μπαλιά.
Κι έτσι ο Λακόστ έψαξε μια πιο χαλαρή στολή για τα κορτ, γράφοντας εν αγνοία του Ιστορία! Το 1979, σε συνέντευξή του στο περιοδικό People, θυμόταν: «Μια μέρα παρατήρησα τον φίλο μου, Marquis of Cholmondeley, να φορά ένα μπλουζάκι πόλο στο κορτ. Να μια πρακτική ιδέα, είπα στον εαυτό μου». Το μπλουζάκι ήταν πράγματι τόσο βολικό που ο Ρενέ παρήγγειλε στον βρετανό ράφτη του μια παρτίδα πόλο, τόσο βαμβακερά όσο και μάλλινα. «Σύντομα όλοι τα φορούσαν στο γήπεδο», χαμογελούσε με ικανοποίηση ο Ρενέ.
Την ίδια μάλιστα εποχή ήταν που απέκτησε το περιβόητο ψευδώνυμό του από τους φιλάθλους και τον αθλητικό Τύπο: «Ο Κροκόδειλος»! Οι λόγοι για το παρατσούκλι δεν είναι σαφείς και χάνονται εξάλλου στα βάθη του χρόνου. Ήταν η αθλητική του δεινότητα; Ήταν η αντοχή του στα κορτ; Ήταν η σουβλερή του μύτη; Ή μήπως το διαβόητο στοίχημά του;
Ο αμερικανικός Τύπος τον ονόμασε «Κροκοδειλάκια» το 1927, όταν έβαλε στοίχημα με τον αρχηγό της γαλλικής αποστολής του τουρνουά Davis Cup με έπαθλο έναν χαρτοφύλακα από δέρμα αλιγάτορα. Όταν επέστρεψε στη Γαλλία, το «Κροκοδειλάκιας» έμελλε να μείνει! Ο Λακόστ όχι μόνο δεν απογοητεύτηκε από το παρατσούκλι αλλά το αγκάλιασε ολόψυχα, με το θηριώδες κροκοδειλάκι να φιγουράρει σύντομα στην αθλητική του στολή!
Κι έτσι έγινε η προσωπική του φίρμα ρούχων, το απόλυτο σήμα κατατεθέν του, πριν ακόμα σκεφτεί να κάνει το λογότυπο επιχείρηση! Όταν λοιπόν αποσύρθηκε από τον οργανωμένο αθλητισμό στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ίδρυσε τη φίρμα
La Chemise Lacoste με τον φίλο του Andre Gillier, πρόεδρο της μεγαλύτερης γαλλικής μάρκας πλεκτών της εποχής, για να ρίξουν στην αγορά τα μπλουζάκια πόλο με το κροκοδειλάκι.
Το αθλητικό μπλουζάκι της Lacoste έγινε σύντομα το status symbol του ανταγωνιστικού τενίστα και τα υπόλοιπα είναι φυσικά Ιστορία…
Πρώτα χρόνια
Ο Ζαν Ρενέ Λακόστ γεννιέται στις 2 Ιουλίου 1904 στο Παρίσι της Γαλλίας μέσα σε μεγαλοαστική οικογένεια του επιχειρηματικού κόσμου. Ο γόνος της πλούσιας παριζιάνικης φαμίλιας δεν είχε βέβαια στα μικράτα του καμία σχέση με τον αθλητισμό, πόσο μάλλον με το τένις, καθώς ήταν ένα καθόλου αθλητικός πιτσιρικάς. Προοριζόταν εξάλλου να αναλάβει την οικογενειακή αυτοκρατορία, έπεσε λοιπόν με τα μούτρα στο διάβασμα.
Όλα έμελλε όμως να αλλάξουν όταν στην εφηβεία του, σε ηλικία 15 ετών, συνόδευσε τον πατέρα του σε επαγγελματικό ταξίδι στην Αγγλία και βρέθηκε για πρώτη φορά σε κορτ! Πιάνοντας μάλιστα τη ρακέτα, δεν σημείωσε ικανοποιητικές επιδόσεις, κάνοντας όλους να αναφωνήσουν ότι ο μικρός δεν είχε ταλέντο στο τένις.
Κι όμως, για τον ίδιο ο έρωτας με την αντισφαίριση ήταν κεραυνοβόλος, και ήταν ακριβώς η θέληση, η πειθαρχία και η στρατηγική του που τον μετέτρεψαν σε φαινόμενο του τένις! Όταν λοιπόν αποφασίζει να παραιτηθεί από την καριέρα που του επιφύλασσε η φαμίλια του για να κυνηγήσει το όνειρο του αθλητισμού, ο συγκαταβατικός πατέρας του είχε για κείνον έναν και μόνο έναν όρο: να γίνει πρωταθλητής εντός πενταετίας!
Ως γνήσιος επιχειρηματίας, ο πατέρας Λακόστ έβαλε στον γιο του χρονοδιάγραμμα: του επιτρέπει μεν να ασχοληθεί με τον αθλητισμό, αν όμως δεν έφτανε μέσα σε πέντε χρόνια στην κορυφή του κόσμου, τότε όφειλε να επιστρέψει στην οικογενειακή αυτοκινητοβιομηχανία. Ήταν η πρώτη πρόκληση του Ρενέ, το πρώτο βήμα δηλαδή για την απόλυτη κυριαρχία του στα κορτ…
Ασύλληπτη καριέρα στο τένις
Παρά το γεγονός ότι δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ τρομερός αθλητής, ο Λακόστ με πάθος, αφοσίωση και υπομονή θα γνώριζε μια πρωτόγνωρη καριέρα στο τένις! Αργά αλλά σταθερά και πάνω από όλα με συνεχή, σκληρή δουλειά, ο μικρός Γάλλος βελτίωνε τις πολλαπλές αδυναμίες του και αύξανε διαρκώς την ποιότητά του στο παιχνίδι.
Ήταν τέτοιο το πάθος του Λακόστ να διακριθεί που εκτός από τις ώρες που αφιέρωνε στην προπόνηση, ξόδευε άλλες τόσες παρακολουθώντας κορυφαίους τενίστες και καταγράφοντας σε μπλοκάκι τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους.
Το 1923 ήρθε η πρώτη αναγνώριση των προσπαθειών του, καθώς επιλέχθηκε με τρία ακόμα «ιερά τέρατα» του γαλλικού τένις να γίνει μέλος της εθνικής ομάδας που τα πήρε όλα! Το 1925 κατέκτησε το πρώτο του γαλλικό τουρνουά, αλλά και το μονό στο Γουίμπλετον, τα πρώτα από τα 7 ατομικά Γκραν Σλαμ που κατέκτησε στην καριέρα του!
Το 1927 κατάκτησε και το Davis Cup, επικρατώντας για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού των Αμερικανών! Οι Λακόστ, Μπρουνιόν, Κοσέ και Μποροτρά αποτέλεσαν για μια δεκαετία περίπου τους «Τέσσερις Σωματοφύλακες» του γαλλικού τένις, οι οποίοι μονοπώλησαν τους τίτλους στο παγκόσμιο στερέωμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από 1924-1929 όλα τα τουρνουά του Γουίμπλετον κατέληξαν σε έναν από τους τέσσερις Γάλλους!
Όντας πια στο Νο 1 της παγκόσμιας κατάταξης (1926 και 1927), ο Λακόστ πήρε όσα θα μπορούσε να ευχηθεί ποτέ να κατακτήσει τενίστας, μετρώντας μια αστρονομική καριέρα από τις λίγες: 7 Γκραν Σλαμ, 10 «μεγάλα» τουρνουά, αλλά και 51 συμμετοχές στη γαλλική ομάδα του Davis Cup!
Το στιλ του όμως δεν έκοβε εισιτήρια, καθώς ούτε γρήγορα πόδια διέθετε ούτε και θεαματικό τένις έπαιζε, κατασκηνώνοντας συνήθως στη βασική γραμμή. Ο πάντα φιλάσθενος νεαρός όμως με τα όχι και τόσο αθλητικά προσόντα, που κατάφερε βέβαια να εκπληρώσει την υπόσχεση στον πατέρα του εντός χρονικού ορίου, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει πρόωρα την αθλητική καριέρα, κρεμώντας τα παπούτσια του το 1929, εξαιτίας της χρόνιας βρογχίτιδας που τον ταλαιπωρούσε…
Η γέννηση της Lacoste και άλλες εφευρέσεις
Μπορεί η μεγαλύτερη «εφεύρεση» του Λακόστ να ήταν το πρακτικό αθλητικό μπλουζάκι για τα κορτ του τένις, ο ίδιος κατοχύρωσε ωστόσο περισσότερες από 30 πατέντες στη ζωή του, καθώς το μηχανικό του δαιμόνιο ήταν λίγα μονό εκατοστά κάτω από τη λατρεία του για το τένις.
Ο ίδιος σκαρφίστηκε τον πρώτη αυτόματη μηχανή που εκτοξεύει μπαλάκια, την εποχή που διαμαρτυρόταν όταν δεν μπορούσε να βρει ικανό αντίπαλο να προπονηθεί! Η χειροποίητη μηχανή του, η «lance-balle», έβαλε τέλος στη συνήθειά του να εξαντλεί τους αντιπάλους του στην προπόνηση, ενώ σύντομα θα γινόταν παγκόσμια σταθερά για την εξάσκηση στο άθλημα! Ταυτοχρόνως, στον Λακόστ είναι που χρωστά ο κόσμος της αντισφαίρισης τη μεταλλική ρακέτα, εγκαινιάζοντας έτσι μια νέα εποχή για το παγκόσμιο τένις!
Με τη μεταλλική ρακέτα του Λακόστ για λογαριασμό της Wilson είναι που κατέκτησε η σπουδαία Μπίλι Τζιν Κινγκ το Γουίμπλετον το 1968, ενώ με το επόμενο μοντέλο του Λακόστ, την Τ-2000, έγραψε ιστορία ο Τζίμι Κόνορς. Και κάτι ακόμα: ο εφευρετικός του νους χτύπησε και εκτός επικράτειας του τένις, καθώς στον ίδιο χρωστά το γκολφ το πρώτο μπαστούνι από πολυουρεθάνη, το οποίο σηματοδότησε επίσης τη μετάβαση του σπορ στα ελαφρότερα μπαστούνια από συνθετικά υλικά. Μεταξύ 1960-1980, ο Λακόστ κατοχύρωσε άλλες 20 πατέντες…
Ήταν ωστόσο στον χώρο της ένδυσης που θα άφηνε τη βαρύτερη κληρονομιά του. Είπαμε και πρωτύτερα ότι πάντα έβρισκε ενοχλητική την αθλητική φορεσιά του τενίστα και παραπονιόταν διαρκώς για το μη βολικό της μακρυμάνικης μπλούζας. Ήταν λοιπόν στον τελικό του αμερικανικού τουρνουά του 1926 όταν ο Λακόστ φόρεσε για πρώτη φορά το πόλο που είχε δει να φορά ένας φίλος του, ράβοντας πάνω στο μπλουζάκι τον «κροκόδειλο», το παρατσούκλι του που θα γινόταν σήμα κατατεθέν του.
Με την προτροπή ενός φίλου του, για να του φέρει λέει γούρι, ο Λακόστ εμφανίστηκε έτσι στα αμερικανικά κορτ, με την τύχη να είναι πράγματι ανέλπιστη: όχι μόνο νίκησε στον τελικό, αλλά το πόλο με το κροκοδειλάκι έμελλε να γίνει παγκόσμιο σύμβολο αθλητικής επιτυχίας.
Έπειτα λοιπόν από ταξίδι στο Λονδίνο, ο Λακόστ αποφάσισε να αντικαταστήσει τα μακρυμάνικα μπλουζάκια με μια νέα σειρά πιο άνετων, που απορροφούσαν ταυτοχρόνως τον ιδρώτα και αγκάλιαζαν το σώμα. Τα νέα μπλουζάκια για το τένις, το γκολφ και την ιστιοπλοΐα ήταν πιο μικρά και με κοντύτερα μανίκια, με τη φίρμα που ίδρυσε ο περίφημος γάλλος τενίστας όταν αποσύρθηκε από τον επαγγελματικό αθλητισμό το 1930 να γίνει έτσι μια από τις πλέον επιτυχημένες παγκοσμίως, κάνοντας το κροκοδειλάκι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα trademark της αγοράς μέχρι και τις μέρες μας.
Κι ενώ οι πωλήσεις της μικρής γαλλικής φίρμας ανέβαιναν αργά και σταθερά όλα αυτά τα χρόνια, ακολουθώντας θα έλεγε κανείς τις αθλητικές επιδόσεις του πρωταθλητή δημιουργού της, θα ήταν στη δεκαετία του 1980 που θα εκτοξευόταν σε ύψη δυσθεώρητα: το 1982 οι πωλήσεις άγγιξαν τα 450 εκατ. δολάρια!
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Ρενέ Λακόστ ταλαιπωρήθηκε από πολλαπλά προβλήματα υγείας και αποσύρθηκε από την εταιρία του, η οποία έμελλε να επεκταθεί και στην παραγωγή άλλων προϊόντων, όπως αρώματα, γυαλιά ηλίου, εσώρουχα, υποδήματα, ρολόγια, λευκά είδη κ.ά.
Παντρεμένος από το 1930 με τη Σιμόν ντε λα Σομ, την πρώτη γαλλίδα νικήτρια του βρετανικού Open στο γκολφ και παγκόσμια πρωταθλήτρια, απέκτησε δύο παιδιά. Ο Ρενέ και η Σιμόν αποσύρθηκαν τα τελευταία χρόνια στο εξοχικό τους, σε μια λουτρόπολη στα Πυρηναία, παίζοντας γκολφ και δοκιμάζοντας τα μπαστούνια που δημιουργούσε ο Ρενέ για λογαριασμό διάσημων γκόλφερ.
Ο Ζαν Ρενέ Λακόστ πέθανε στις 14 Οκτωβρίου 1996, σε ηλικία 92 ετών, προδομένος από την καρδιά του, έπειτα από άλλη μια χειρουργική επέμβαση. Πριν φύγει από τον κόσμο, έχρισε διάδοχο της δικής του αυτοκρατορίας τον γιο του…
Πληροφορίες: newsbeast.gr
Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ, ήταν βοημικής καταγωγής συνθέτης όπερας
Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ
Ο Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ ήταν βοημικής καταγωγής συνθέτης όπερας. (Christoph Willibald Gluck, 2 Ιουλίου 1714 – 15 Νοεμβρίου 1787)
Σε ηλικία 13 ετών εγκατέλειψε την πατρική εστία για να γίνει πλανόδιος μουσικός. Κατά βάση αυτοδίδακτος, εργάστηκε στην Πράγα και στη Βιέννη προτού καταλήξει στην Ιταλία. Εκεί γνωρίστηκε με τον συνθέτη Τζιοβάνι Μπατίστα Σαμαρτίνι, υπό την προστασία του οποίου ξεκίνησε το 1741 τη σταδιοδρομία του ως συνθέτης του λυρικού θεάτρου γνωρίζοντας πολλές και σημαντικές επιτυχίες.
Η προτίμηση της εποχής προς το ιταλικό μελόδραμα, το οποίο ήταν αρκετά διαδεδομένο στην Πράγα, έφερε τον Γ. στο Μιλάνο, όπου παρουσίασε τις πρώτες του όπερες: Αρταξέρξης (1741), Κλεονίκη (1745), Υπερμνήστρα και Πώρος (1744), Ιππόλυτος (1745).
Το 1746 διορίστηκε διευθυντής ενός λυρικού θιάσου που διηύθυνε ο Πιέτρο Μινγκότι, ένας Βενετός ιμπρεσάριος με φωτισμένο πνεύμα. Το 1750 παντρεύτηκε την πλούσια κόρη ενός Βιεννέζου τραπεζίτη και έτσι μπόρεσε να αφοσιωθεί στη σύνθεση χωρίς οικονομικές έννοιες.
Το 1756, ως διευθυντής χορωδίας στη Βασιλική Όπερα της Βιέννης, γνώρισε τη μεγαλύτερη αναγνώριση και τιμή. Ωστόσο, η επιτυχία ώθησε τον Γ. να προβεί σε μια βαθύτερη αναθεώρηση της συνθετικής σταδιοδρομίας του και αποτέλεσε το έναυσμα για την ανανέωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας.
Το 1762, με τη θριαμβευτική παράσταση του έργου Ορφέας και Ευρυδίκη στη Βιέννη, σε λιμπρέτο του Καλτσαμπίτζι, ο Γ. εγκαινίασε τη δράση του ως αναμορφωτή και ανακαινιστή του μελοδράματος, εκθέτοντας τις γενικές του αρχές στον πρόλογο του μελοδράματος Άλκηστις (1767).
Βασισμένη σε μια σχέση αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη μουσική και στην ποίηση, η μεταρρύθμιση του Γ. αποσκοπούσε από τη μία μεριά να ξεπεράσει τη μηχανικότητα του μεταστασιανού λιμπρέτου και από την άλλη να περιορίσει, αλλά ταυτόχρονα να ενισχύσει τη συμμετοχή της μουσικής, που αναλάμβανε πλέον να εκφράσει εκ των ένδον το βαθύτερο νόημα του μελοδράματος, φωτίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις.
Η στάση του Γ., συμπίπτοντας χρονικά με την εμφάνιση του προ-ρομαντικού κινήματος, είχε τεράστια απήχηση στις γερμανικές χώρες. Έγινε μάλιστα η βάση της θεατρικής εμπειρίας του Μότσαρτ, του Μπετόβεν (στον Φιντέλιο) και του ρομαντικού μελοδράματος, που προοριζόταν να υποκαταστήσει –όχι δίχως πολεμική, πάντως, στην οποία ο Γ. στάθηκε πρωταγωνιστής και θύμα– τον μελοδραματικό κόσμο του 18ου αι. Παρά την υποστήριξη της Μαρίας-Αντουανέτας, ο Γ. πλήρωσε το μεταρρυθμιστικό του θάρρος.
Οι παρισινές παραστάσεις των σπουδαιότερων μελοδραμάτων του –Ιφιγένεια εν Αυλίδι (1744), Αρμίδα (1777) και Ιφιγένεια εν Ταύροις (1779)– εμποδίστηκαν από πραγματικές συμπλοκές, ανάμεσα στους υποστηρικτές του παλαιού ύφους και τους δημιουργούς του καινούργιου.
Επιστρέφοντας στη Βιέννη, όπου προσβλήθηκε πολλές φορές από παράλυση και συνάντησε οικονομικές δυσκολίες, ο Γ. περίμενε γαλήνιος τον θάνατο, μια προαίσθηση του οποίου υπάρχει, μάλιστα, στο De profundis για χορωδία και ορχήστρα, που γράφτηκε γύρω στο 1782.
Η καθιέρωση στο προσκήνιο του Μότσαρτ και του Μπετόβεν είχε ως αποτέλεσμα την απομόνωση του Γ., ο οποίος λησμονήθηκε και από τη μεταγενέστερη κριτική και ανακαλύφθηκε εκ νέου μόλις στις αρχές του 20ού αι., οπότε πραγματοποιήθηκε η συστηματική έκδοση των έργων του, στα οποία περιλαμβάνονται μελοδράματα, συμφωνικές εισαγωγές, μπαλέτα, καθώς και διάφορες σονάτες και μελοποιημένα ποιήματα.
Σίντνεϊ Πόλακ, ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης, ηθοποιός και παραγωγός ταινιών βραβευμένος με Όσκαρ Σκηνοθεσίας
Σίντνεϊ Πόλακ
Ο Σίντνεϊ Πόλακ ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης, ηθοποιός και παραγωγός ταινιών βραβευμένος με Όσκαρ Σκηνοθεσίας για την ταινία του 1985 Πέρα από την Αφρική (Out of Africa). κ (Sydney Pollak), (1 Ιουλίου 1934 - 26 Μαΐου 2008)
Είναι επίσης γνωστός για τη σκηνοθεσία των ταινιών: Αγάπη για τον Έρωτα (This Property is Condemned, 1966), Σκοτώνουν τ' άλογα όταν γεράσουν (They Shoot Horses Don't They?, 1969), Ιερεμίας Τζόνσον (Jeremiah Johnson, 1972), Τα καλύτερά μας χρόνια (The Way We Were, 1973), Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα (Three Days of the Condor, 1973), Χωρίς Δόλο (Absence of Malice, 1981), Τούτσι (Tootsie, 1982) και Η Φίρμα (The Firm, 1993).
Ο Πόλακ συνεργάστηκε με πολλά μεγάλα ονόματα του κινηματογραφικού στερεώματος κι είχε την ικανότητα να αποσπά άρτιες ερμηνείες από τους ηθοποιούς. Ίδρυσε, μαζί με το Ρόμπερτ Ρέντφορντ, το Ινστιτούτο Sundance και επίσης, μαζί με το Μάρτιν Σκορσέζε το Film Foundation, ένα μη κερδοσκοπικό οργανισμό, αφιερωμένο στην αναπαλαίωση ταινιών και στην αποτροπή της καταστροφής των πρωτότυπων φιλμ.
Ξεκίνησε από το χώρο της τηλεόρασης κατά τις αρχές της δεκαετίας του '60 και μεταπήδησε στο χώρο του κινηματογράφου κάνοντας το ντεμπούτο του το 1965, με την ταινία Παρακαλώ, Συγχώρεσέ με (The Slender Thread), στην οποία σκηνοθέτησε την Αν Μπάνκροφτ και το Σίντνεϊ Πουατιέ, τελευταία του ταινία ήταν Η Διερμηνέας (The Interpreter, 2005) με τη Νικόλ Κίντμαν και το Σον Πεν.
Ηθοποιός
1962 - Ο Πόλεμος μας Έκανε Σκληρούς (War Hunt)
1979 - Ο Ηλεκτρικός Καβαλάρης (The Electric Horseman)
1982 - Τούτσι (Tootsie)
1992 - Ο Παίκτης (The Player)
1992 - Ο Θάνατος Σου Πάει Πολύ (Death Becomes Her)
1992 - Παντρεμένα Ζευγάρια (Husbands and Wives)
1998 - Ο Κατήγορος (A Civil Action)
1999 - Μάτια Ερμητικά Κλειστά (Eyes Wide Shut)
1999 - Παιχνίδια της Τύχης (Random Hearts)
2002 - Σε Αντίθετο Ρεύμα (Changing Lanes)
2005 - Η Διερμηνέας (The Interpreter)
2006 - Πρώτη Σειρά Πλατεία (Fauteuils d`Orchestre)
2007 - Μάικλ Κλέιτον (Michael Clayton)
2008 - Θα Κλέψω τη Νύφη (Made of Honor)
Γουόλτερ Ματάου, πολωνικής καταγωγής νεοϋορκέζος ηθοποιόςβραβευμένος με Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου
Γουόλτερ Ματάου
Ο Γουόλτερ Ματάου ήταν Αμερικανός ηθοποιός βραβευμένος με Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου για την ταινία του 1966 "Ένας υπέροχος απατεώνας" (The Fortune Cookie) σε σκηνοθεσία Μπίλι Γουάιλντερ. (Walter Matthau, 1 Οκτωβρίου 1920 - 1 Ιουλίου 2000)
Ο Ματάου έγινε διάσημος ως το έτερον ήμισυ του Τζακ Λέμον σε κλασικές κωμωδίες του Μπίλι Γουάιλντερ, από το «Ενας υπέροχος απατεώνας» (The Fortune Cookie, 1966), ως τα «Φιλαράκια» (Buddy, Buddy, 1981), όπου ο ένας ταλαιπωρούσε τον άλλο με στυλ και φλέγμα.
Η συνεργασία του με τον Λέμον όμως, δεν σταμάτησε ποτέ, καθώς πέρυσι, πρωταγωνίστησαν στην συνέχεια της διασημότερης κωμωδίας τους «Ενα αταίριαστο ζευγάρι» (The odd couple) του Τζιν Σακς.
Ο πολωνικής καταγωγής νεοϋορκέζος ηθοποιός (το Ματάου υπήρξε ψευδώνυμο του Ματουτσανσκαγιάσκι) έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο το 1955, παίζοντας στην ταινία «The Kentukian», που σκηνοθέτησε ο Μπαρτ Λάνκαστερ (κάνοντας επίσης το ντεμπούτο του στην σκηνοθεσία). Στην αρχή οι ρόλοι του Ματάου δεν ήταν κωμικοί αλλά κυρίως δραματικοί.
Ξεχώρισε για πρώτη φορά δίπλα στον Ελβις Πρίσλεϋ παίζοντας τον μοχθηρό ιδιοκτήτη κλαμπ στο «King Creole» (1958) του Μάικλ Κέρτιζ. Από τα μέσα της δεκαετίας του '60 και με την βοήθεια του Γουάιλντερ ο Ματάου καταξιώθηκε στον χώρο της κωμωδίας. Κατάφερε να αναδείξει ευαισθησία και χάρη μέσα από την όψη της πονηρίας και της κακίας.
Μπρούτος και αγροίκος στην εμφάνιση ειδικεύθηκε σε ρόλους απατεώνων και επιτήδειων. Για την ερμηνεία άλλωστε του παγαπόντη ασφαλιστή στον «Υπέροχο απατεώνα» βραβεύθηκε με το Οσκαρ β' ανδρικού ρόλου.
Θα ακολουθήσουν δύο ακόμη υποψηφιότητες, για το «Κοτς» (Kotch, 1972) του Λέμον και τους «Γκρινιάρηδες» (The sunshine boys, 1975) του Χέρμερτ Ρος.
Πέθανε τα ξημερώματα Σαββάτου από ανακοπή, σε ηλικία 79 ετών, ο διάσημος αμερικανός κωμικός ηθοποιός Γουόλτερ Ματάου, ο οποίος από το 1966 ταλαιπωρείτο από την καρδιά του.
Τσαρλς Γκουντγίαρ, ήταν Αμερικανός εφευρέτης, ο οποίος ανέπτυξε μία διαδικασία βουλκανισμού του καουτσούκ
Τσαρλς Γκουντγίαρ
Ο Τσαρλς Γκουντγίαρ ήταν Αμερικανός εφευρέτης, ο οποίος το 1839 ανέπτυξε μία διαδικασία βουλκανισμού του καουτσούκ. (Charles Goodyear, 29 Δεκεμβρίου 1800 – 1 Ιουλίου 1860)
Μέθοδο που τελειοποίησε το 1844 ενώ ζούσε και εργαζόταν στο Σπρίνγκφιλντ (Μασαχουσέτη) και για την οποία έλαβε στις 15 Ιουνίου του 1844 το υπ' αριθμ. 3633 δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από το Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας των Η.Π.Α.
Ο Γκουντγίαρ επινόησε τη διαδικασία του βουλκανισμού τυχαία μετά από πέντε χρόνια έρευνας. Αν και ο Γκουντγίαρ πιστώνεται συχνά με την εφεύρεσή του, σύγχρονα στοιχεία έχουν αποδείξει ότι οι κάτοικοι της Κεντρικής Αμερικής χρησιμοποιούσαν σταθεροποιημένο καουτσούκ για μπάλες και άλλα αντικείμενα από το 1600 π.Χ.
Βιογραφία
Ο Τσαρλς Γκουντγίαρ γεννήθηκε στο Νιου Χέιβεν του Κονέκτικατ στις 29 Δεκεμβρίου του 1800 και ήταν ο μεγαλύτερος από τα έξι συνολικά αδέλφια μιας αγροτικής οικογένειας και απόγονος του Στέφεν Γκουντγίαρ, ενός από τους ιδρυτές της αποικίας το 1863. Ο πατέρας του ήταν σιδεροτεχνίτης που έφτιαχνε γεωργικά και άλλα εργαλεία. Αλλά η δουλειά του δεν είχε προκόψει και η οικογένειά του ζούσε με μεγάλες στερήσεις.
Ο Τσαρλς πήρε μία στοιχειώδη μόρφωση και όταν ήταν 21 ετών μπήκε βοηθός στο σιδεράδικο του πατέρα του. Το μαγαζί εξακολουθούσε να έχει πολλά προβλήματα και ο νεαρός Γκουντγίαρ αποφάσισε να φύγει και να δοκιμάσει μόνος του την τύχη του. Δύο χρόνια μετά το γάμο του με την Κλαρίσα, μία γυναίκα που υποστήριζε τις ανησυχίες του, μετέφερε τις δραστηριότητές του στη Φιλαδέλφεια (Πενσυλβάνια) όπου γνώρισε εξαιρετική οικονομική άνθηση.
Εκεί τράβηξε το ενδιαφέρον του το ελαστικό κόμμι, το καουτσούκ όπως είναι περισσότερο γνωστό, ένα κολλώδες υλικό το οποίο δοκίμαζε η εταιρεία Roxbury Rubber Company στη Νέα Υόρκη. Ο Γκουντγίαρ παράτησε τη δουλειά του και προσπάθησε να βρει το κατάλληλο υλικό με το οποίο θ' αναμίγνυε το καουτσούκ για να το κάνει πιο εύχρηστο, γιατί στην παρούσα του κατάσταση ήταν σχεδόν άχρηστο. Στη ζέστη γινόταν μαλακό και κολλώδες, και στο κρύο γινόταν σκληρό και εύθραυστο. Έτσι άρχισε να πειραματίζεται σε αυτό εισπράττοντας πολλές απογοητεύσεις. Ο ίδιος μάλιστα είχε προχωρήσει την έρευνα σε καουτσούκ από την Ινδία. Τελικά οι προσπάθειές του απέδωσαν σε ένα νέο υλικό κατάλληλο για την κατασκευή ελαστικών παπουτσιών και άλλων ελαστικών προϊόντων.
Ωστόσο, για μια ακόμη φορά ο Γκουντγίαρ δεν φάνηκε τυχερός στην επιλογή του συνεργάτη του και ναυάγησε επιχειρηματικά. Τότε στράφηκε στην εταιρεία Roxbury Rubber Company στη Βοστώνη, πουλώντας τα δικαιώματα της ευρεσιτεχνίας του για την κατασκευή παπουτσιών κλπ., ώστε να εξοικονομήσει χρήματα και να συνεχίσει τα πειράματά του που αποσκοπούσαν στην ανακάλυψη της μεθόδου εκείνης που θα έκανε το καουτσούκ ανθεκτικό στις υψηλές θερμοκρασίες.
Στο τέλος η τύχη φάνηκε να χαμογελά στον Γκουντγίαρ. Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών δοκίμασε το μείγμα τεχνητού καουτσούκ που της έστειλε, και του έκανε μία παραγγελία για να κατασκευάσει μ' αυτό ταχυδρομικούς σάκους. Έφτασε πράγματι το πρώτο δέμα στην Ταχυδρομική Υπηρεσία, αλλά όταν το βάλανε σε υψηλή θερμοκρασία αποδείχτηκε πάλι άχρηστο γιατί κολλούσε.
Αν και χρεωμένος, ο ακαταπόνητος Τσαρλς Γκουντγίαρ γύρισε ξανά στα πειράματά του. Όταν έμαθε πως μία εταιρεία καουτσούκ της Μασαχουσέτης είχε δοκιμάσει χωρίς επιτυχία ν' αναμίξει το θείο με το καουτσούκ, αγόρασε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει την ίδια μέθοδο στα πειράματά του.
Μία μέρα του 1839 έβαλε ένα μείγμα θείου και καουτσούκ στον φούρνο και έφυγε για λίγο από το εργαστήριό του ξεχνώντας να το σβήσει. Όταν γύρισε το έσβησε αμέσως αλλά μόλις κρύωσε είδε πως το μείγμα αυτό μπορούσε ν' αντέξει πλέον στις μεταπτώσεις της θερμοκρασίας. Περισσότερα πειράματα απέδειξαν πως αν άφηνε το μείγμα να θερμανθεί μέχρι σημείου τήξεως τότε αυτό γινόταν ακόμα πιο πολύ ανθεκτικό.
Αυτή η θείωση του καουτσούκ ονομάζεται βουλκανισμός. Έτσι δημιουργήθηκε ένα καουτσούκ που οι μεγάλες αλλαγές της θερμοκρασίας δεν μπορούσαν να του φέρουν καμία αλλοίωση. Η ανακάλυψη αυτή κατοχυρώθηκε επίσημα το 1844 και έφερε επανάσταση στη βιομηχανία ελαστικών.
Ο Γκουντγίαρ προσπάθησε να πείσει μερικούς Αμερικανούς κεφαλαιούχους να χρηματοδοτήσουν το σχέδιό του για την κατασκευή βουλκανισμένου καουτσούκ. Αλλά αυτοί δεν φαίνονταν πρόθυμοι να τον υποστηρίξουν γιατί και άλλοι ασχολούνταν με την ίδια εφεύρεση και ισχυρίζονταν πως ήταν δική τους. Ο Γκουντγίαρ ξόδεψε όλα του τα χρήματα στα δικαστήρια, όμως μόνο ύστερα από πολλά χρόνια κέρδισε την αποκλειστικότητα της εφευρέσεως.
Παρόλα αυτά κανείς Αμερικανός δεν δεχόταν ακόμα να τον βοηθήσει. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει για την Ευρώπη. Προσπάθησε να ανοίξει ένα εργοστάσιο κατασκευής του καουτσούκ του στην Αγγλία, αλλά δεν μπόρεσε. Πήγε τότε στη Γαλλία αλλά και εκεί η επιχείρηση που κατάφερε να δημιουργήσει χρεωκόπησε λόγω αδιαφορίας των Γάλλων κεφαλαιούχων. Το 1855 συνελήφθη στο Παρίσι και οδηγήθηκε στη φυλακή για τα χρέη του.
Επέστρεψε στην Αμερική μερικά χρόνια αργότερα με κλονισμένη την υγεία του και το ηθικό του. Πέθανε πάμφτωχος στη Νέα Υόρκη την 1η Ιουλίου του 1860. Η εταιρεία του πωλήθηκε μαζί με τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας αντί 200.000 δολαρίων, χωρίς να γνωρίζει κανείς τα τεράστια κέρδη που θα απέφερε στο μέλλον. Το όνομα του Γκουντγίαρ δόθηκε στο μεγάλο αμερικανικό εργοστάσιο κατασκευής ελαστικού Goodyear Tire and Rubber Company, που ιδρύθηκε στο Οχάιο το 1898 και το 1926 έγινε η πρώτη παγκόσμια βιομηχανική εταιρεία για την κατεργασία ελαστικών.
Περισσότερα Άρθρα...
- Αργύρης Εφταλιώτης, είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Έλληνα λογοτέχνη, ποιητή και πεζογράφου Κλεάνθη Μιχαηλίδη
- Δημήτρης Κιτσίκης, Έλληνας ιστορικός, τουρκολόγος και διεθνολόγος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οττάβας στον Καναδά
- Τζόνι Βαϊσμίλερ, ήταν αμερικανός κολυμβητής, ένας από τους καλύτερους του κόσμου, που αργότερα ακολούθησε καριέρα ηθοποιού, με χαρακτηριστικότερο ρόλο τον Ταρζάν
- Μαντλέν ντε Σκυντερύ, ήταν γαλλιδα μυθιστοριογραφος και ήταν γνωστή με το ψευδώνυμο "Σαπφώ"