Άρθρα
Σπύρος Ευαγγελάτος, ήταν Έλληνας σκηνοθέτης του θεάτρου πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός
Σπύρος Ευαγγελάτος
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος ήταν Έλληνας σκηνοθέτης του θεάτρου πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. (20 Οκτωβρίου 1940 – 24 Ιανουαρίου 2017)
Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του συνθέτη και αρχιμουσικού της Λυρικής Σκηνής Αντίοχου Ευαγγελάτου και της αρπίστριας Ξένης Mπουρεξάκη. Η καλλιτεχνική παράδοση της οικογένειας τον οδήγησε προς το θέατρο.
Σπούδασε αρχικά στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από την οποία αποφοίτησε το 1961.
Την περίοδο 1966-1970 συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Αυστρία, την Γερμανία, την Γαλλία κ.ά.
Σπούδαζε μάλιστα με υποτροφία θέατρο και θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης.
Συμμετοχές
Απο το 1962 είχε ιδρύσει τη «Νεοελληνική Σκηνή» ενώ το διάστημα 1971-1977 συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο σκηνοθετώντας παραστάσεις στην Επίδαυρο και αλλού.
Την περίοδο 1977-1980 διετέλεσε γενικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, την περίοδο 1984-1987 διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Το 1975 ίδρυσε το "Αμφι-θέατρο" με το οποίο διοργάνωνε παραστάσεις σε όλο τον κόσμο.
Τον Φεβρουάριο του 2011 ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αναστείλει την λειτουργία του "Αμφι-θεάτρου" λόγω οικονομικών προβλημάτων, κατηγορώντας τον υπουργό Πολιτισμού Παύλο Γερουλάνο για αδιαφορία.
Διακρίσεις
Έχει τιμηθεί με το βραβείο «Κάρολος Κουν» (1988), το βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων (1994), το βραβείο Σκηνοθεσίας της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων (1996), με το παράσημο του «ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικος» απο τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας ενώ το 2005 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ακαδημαϊκή καριέρα
Το 1970 έγινε διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής της Αθήνας και το 1989 εξελέγη αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της ίδιας Σχολής.
Το 1991 ανέλαβε την έδρα του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, που μόλις είχε δημιουργηθεί. Επίσης το διάστημα 1997-1999 έγινε πρόεδρος του ίδιου τμήματος.
Στις 12 Ιανουαρίου 2012 ανακηρύχθηκε αντιπρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών και πρόεδρος το 2013.
Προσωπική ζωή
Ήταν νυμφευμένος με την ηθοποιό Λήδα Τασοπούλου (1953-2005), με την οποία απέκτησαν τον Αντίοχο (1986-2010) και την Κατερίνα (1979-).
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Σπύρος_Ευαγγελάτος
Σερ Τζέιμς Τσάντγουικ, ήταν Άγγλος φυσικός, ο οποίος τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής το 1935 για την ανακάλυψη του νετρονίου
Τζέιμς Τσάντγουικ
Ο Σερ Τζέιμς Τσάντγουικ ήταν Άγγλος φυσικός, ο οποίος τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής το 1935 για την ανακάλυψη του νετρονίου. (James Chadwick, 20 Οκτωβρίου 1891 – 24 Ιουλίου 1974)
Ο Τζέιμς Τσάντγουικ γεννήθηκε στο Μπόλινγκτον (Bollington) του Τσεσάιρ της Αγγλίας στις 20 Οκτωβρίου 1891, πρώτο παιδί της οικογένειας του Τζόζεφ Τσάντγουικ και της Ανν - Μέρι Νόουλς (Anne Mary Knowles). Παρακολούθησε μαθήματα αρχικά στο δημοτικό και Γυμνάσιο του Μπόλινγκτον και στη συνέχεια στο Λύκειο του Μάντσεστερ. Το 1908 εισήλθε στο Πανεπιστήμιο της πόλης (Victoria University). Αρχικά σκόπευε να σπουδάσει μαθηματικά, αλλά κατά λάθος γράφτηκε στο τμήμα φυσικής απ' όπου αποφοίτησε το 1911 με πτυχίο στη Φυσική.
Τα επόμενα δύο χρόνια εργάστηκε στο Εργαστήριο Φυσικής με τον καθηγητή του (αργότερα Λόρδο) Έρνεστ Ράδερφορντ όπου ασχολήθηκε με διάφορα προβλήματα ραδιενεργών ακτινοβολιών. Πήρε το μάστερ του το 1913 και το ίδιο έτος έλαβε υποτροφία για να μεταβεί στη Γερμανία και συγκεκριμένα στο Σαρλότενμπουργκ κοντά στο Βερολίνο, στο Physikalisch Technische Reichsanstalt όπου είχε καθηγητή τον Χανς Γκάιγκερ (Hans Geiger).
Οι σπουδές του διακόπηκαν με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου: Είχε υπηκοότητα αντίπαλης δύναμης και εγκλείστηκε στο στρατόπεδο Zivilgefangenenlager του Ρουλέμπεν (Ruhleben) περίπου 10 χλμ. από το κέντρο του Βερολίνου, όπως έγινε για όλους τους πολίτες των αντιπάλων δυνάμεων που βρέθηκαν στην Γερμανία για σπουδές, εργασία ή διακοπές. Εκεί του δόθηκε η δυνατότητα να δημιουργήσει ένα πρόχειρο εργαστήριο στους στάβλους του στρατοπέδου. Εγκλεισμένος στο ίδιο στρατόπεδο ήταν και ο επίσης φυσικός Τσαρλς Έλλις (Charles Drummond Ellis), με τον οποίο συνεργάστηκαν πάνω στον ιονισμό του φωσφόρου και στην φωτοχημική αντίδραση μονοξειδίου του άνθρακα και χλωρίου.
Το 1919 ο Τσάντγουικ επέστρεψε στην Αγγλία και άρχισε πάλι να συνεργάζεται με τον Ράδερφορντ, αυτή τη φορά στο "Cavendish Laboratory" του Κέμπριτζ. Εκεί το 1923 κατέλαβε τη θέση του αναπληρωτή διευθυντή ερευνών. Ο Ράδερφορντ εργαζόταν πάνω στη διάσπαση των πυρήνων αζώτου ύστερα από βομβαρδισμό τους με ακτινοβολία β και ο Τσάντγουικ ασχολήθηκε με τη διάσπαση άλλων πυρήνων και ιδιαίτερα του βηρυλλίου, καθώς επίσης και τις εκπομπές ακτινοβολίας γ κατά τη διάσπαση ραδιενεργών πυρήνων. Κατά τη διάρκεια των ερευνών του ταυτοποίησε το πρωτόνιο ως συστατικό του πυρήνα του ατόμου του υδρογόνου και συστατικό των πυρήνων όλων των άλλων ατόμων.
Το 1925 ο Τσάντγουικ νυμφεύτηκε την Αϊλόν Στιούαρτ-Μπράουν (Aileen Stewart-Brown) από το Λίβερπουλ. Απέκτησαν δύο δίδυμες κόρες και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Ντένμπιχ (Denbigh) της Βόρειας Ουαλίας. Στον ελεύθερο χρόνο του ο Τσάντγουικ αγαπούσε την ενασχόληση με την κηπουρική και το ψάρεμα.
Η ανακάλυψη του νετρονίου
Η ενασχόλησή του με τη διάσπαση των ατόμων βηρυλλίου τελικά τον οδήγησε, το 1932, στην ανακάλυψη του νετρονίου. Η παρατήρηση βομβαρδισμού βηρυλλίου με ακτινοβολία α είχε ξεκινήσει ήδη από το 1928, με πειράματα από τον Γερμανό Βάλτερ Μπότε, που πειραματιζόταν επίσης με βηρύλλιο. Αυτός είχε παρατηρήσει ότι ο βομβαρδισμός του βηρυλλίου έδινε πυρήνες άνθρακα συνοδευόμενους από μια εξαιρετικά διεισδυτική ακτινοβολία, την οποία χαρακτήρισε ως ακτινοβολία γ. Λίγο αργότερα οι Ιρέν Κιουρί (Irène Curie) και Φρεντερίκ Ζολιό (Frédéric Joliot) παρατήρησαν ότι η ακτινοβολία αυτή ήταν ικανή να αποσπάσει πρωτόνια όταν προσέπιπτε σε παραφίνη. Κατέληξαν στο τελικό συμπέρασμα ότι η άγνωστη ακτινοβολία ήταν ακτινοβολία γ. Ο Τσάντγουικ διαφωνούσε με το συμπέρασμα και ο Ράδερφορντ τον ενθάρρυνε σε αυτή τη διαφωνία του.
Τότε ο Τσάντγουικ, επειδή το νετρόνιο δεν έχει ηλεκτρικό φορτίο και οι τυπικές ηλεκτρομαγνητικές μέθοδοι ανίχνευσης ήταν άχρηστες, σκέφτηκε κάτι διαφορετικό: Αποφάσισε να βομβαρδίσει με αυτή την ακτινοβολία πυρήνες με γνωστή μάζα. Χρησιμοποιώντας τις αρχές διατήρησης της ορμής και της ενέργειας και μετρώντας ύστερα από τη σύγκρουση τις ταχύτητες των γνωστής μάζας πυρήνων, έφθασε τελικά στο συμπέρασμα ότι η ακτινοβολία αυτή αποτελείτο από σωματίδια ίδιας μάζας με το πρωτόνιο, αλλά χωρίς ηλεκτρικό φορτίο. Το νετρόνιο είχε ανακαλυφθεί.
Με την ανακάλυψη του νετρονίου ως θεμελιώδους σωματιδίου, εξηγήθηκαν τελικά πολλά από τα ως τότε παράδοξα στη Φυσική και στη Χημεία, ενώ άνοιξαν νέοι δρόμοι έρευνας. Πριν την ανακάλυψή του η επιστημονική κοινότητα γενικά είχε την αντίληψη ότι ο πυρήνας αποτελείτο από πρωτόνια και "πυρηνικά ηλεκτρόνια". Αυτή η αντίληψη, όμως, δεν εξηγούσε τη στροφορμή του πυρήνα. Με τη νέα αντίληψη, οι ιδιότητες του πυρήνα ήταν πολύ πιο εύκολα εξηγήσιμες. Επειδή το νετρόνιο δεν έχει ηλεκτρικό φορτίο, μπορεί εύκολα να αλληλεπιδράσει με πυρήνες. Η σκέδαση νετρονίων δίνει τη δυνατότητα του ακριβούς προσδιορισμού των κρυσταλλικών δομών. Τα νετρόνια μπορούν, επίσης, να δράσουν ως "καταλύτες" σε πυρηνικές αντιδράσεις, όπως συμβαίνει με τη διάσπαση των πυρήνων ουρανίου όταν βομβαρδίζονται με νετρόνια. Η ανακάλυψη αυτή οδήγησε τόσο στην δημιουργία της ατομικής βόμβας όσο και στην κατασκευή εργοστασίων και μεταφορικών μέσων (πλοία, υποβρύχια) που χρησιμοποιούν ατομική ενέργεια.
Βραβεύσεις
Για την ανακάλυψή του αυτή ο Τσάντγουικ τιμήθηκε με το μετάλλιο Χιουζ (Hughes Medal) της Βασιλικής Εταιρείας (Royal Society) to 1932 (ήταν ήδη μέλος της από το 1927) και, το 1935 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Φυσικής. Στο Κέμπριτζ παρέμεινε ως το 1935, οπότε και εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην έδρα Λάιον Τζόουνς της Φυσικής (Lyon Jones Chair of Physics) στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ.
Κατά την περίοδο 1943 - 1946 ο Τσάντγουικ μετέβη στις ΗΠΑ όπου εργάστηκε, ως επικεφαλής της Βρετανικής αποστολής, στο Σχέδιο Μανχάταν για την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας. Το 1945 ο Τσάντγουικ χρίστηκε Ιππότης και έλαβε τον τίτλο του «Σερ» (Sir). Επέστρεψε στην Αγγλία και το 1948 αποσύρθηκε από την ενεργή διδασκαλία στο Λίβερπουλ και εκλέχτηκε Διευθυντής στο Κολλέγιο Γκόνβιλ και Κάιους (Gonville and Caius College) του Κέμπριτζ.
Το 1950 του απονεμήθηκε το Μετάλλιο Κόπλεϊ (Copley Medal) και το 1951 το Μετάλλιο Φράνκλιν (Franklin Medal) του Ιδρύματος Φράνκλιν της Φιλαδέλφεια. Στη θέση του διευθυντή παρέμεινε ως το 1959. Από το 1957 ως το 1962 ήταν ημιαπασχολούμενο μέλος της Αρχής Ατομικής Ενέργειας του Ηνωμένου Βασιλείου. Ονομάστηκε επίτιμος διδάκτορας από τα πανεπιστήμια του Ρίντινγκ, του Δουβλίνου, του Ληντς, της Οξφόρδης, του Λίβερπουλ και του Εδιμβούργου.
Ονομάστηκε επίσης, μέλος αρκετών ξένων Ακαδημιών, όπως της Βασιλικής Ακαδημίας του Βελγίου (Académie Royale de Belgique), της Δανίας (Kongelige Danske Videnskabernes Selskab), της Ολλανδίας (Koninklijke Nederlandse Akademie van Wetenschappen), αντεπιστέλλον μέλος της Sächsische Akademie der Wissenschaften της Λειψίας, μέλος της Pontificia Academia Scientiarum του Ιδρύματος Φράνκλιν και επίτιμο μέλος των American Philosophical Society και American Physical Society.
Ο Τζέιμς Τσάντγουικ απεβίωσε στις 24 Ιουλίου 1974 στο Κέμπριτζ.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Τζέιμς_Τσάντγουικ
Άρθουρ Άσερ Μίλερ, ήταν ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς
Άρθουρ Μίλερ
Ο Άρθουρ Άσερ Μίλερ ήταν ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς. (Arthur Asher Miller, 17 Οκτωβρίου 1915 - 10 Φεβρουαρίου 2005)
Τα έργα του ασκούσαν κριτική στις Ηνωμένες Πολιτείες, την κυβέρνηση και τον τρόπο ζωής των κατοίκων της, ενώ εξέθεταν και τα ψεγάδια του λεγόμενου "Αμερικανικού ονείρου", κάτι για το οποίο είχε δεχτεί κριτική στις ΗΠΑ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, Μάρτιν Γκότφριντ, "σπάνια ένας καλλιτέχνης έχει δεχτεί τόσες πολλές επιθέσεις και συκοφαντίες στην πατρίδα του και ταυτόχρονα έχαιρε βαθιάς εκτίμησης σε όλον τον κόσμο".
Η καθιέρωση του ήρθε με το κλασσικό έργο «ο Θάνατος του Εμποράκου», σημείο αναφοράς του θεάτρου του 20ού αιώνα, ίσως το καλύτερό του έργο κατά τους ειδικούς, μια ιστορία για μια μικροαστική Αμερικανική οικογένεια που συνεθλίβη υπό το βάρος του Αμερικανικού καπιταλισμού. Κατά σύμπτωση, η 10η Φεβρουαρίου, ημερομηνία θανάτου του, ήταν η 56η επέτειος από την πρεμιέρα του έργου αυτού.
Είχε πέσει θύμα του μακαρθισμού, καθώς καταδικάστηκε επειδή αρνήθηκε να καταδώσει συναδέλφους του με κομμουνιστική δράση στην Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Παρ’ όλο που ενστερνίστηκε ιδέες της αριστεράς και σχετιζόταν με άτομα του Κομμουνιστικού Κόμματος, αρνήθηκε ότι ήταν ποτέ μέλος του. Επίσης, αν και δεν υπήρξε θρησκευόμενος, απέκτησε συνείδηση της εβραϊκής του ταυτότητας, αντιμετωπίζοντας τον αντισημιτισμό των προπολεμικών χρόνων και το Ολοκαύτωμα στη συνέχεια.
«Ήταν βράχος και έμοιαζε με βράχο, εννοώ ότι και η φυσική παρουσία του ήταν επιβλητική», είχε δηλώσει για τον Μίλερ ο θεατρικός συγγραφέας Χάρολντ Πίντερ στην είδηση του θανάτου του. «Ήταν ηγέτης… Απόλυτα ανεξάρτητος, με μια αταλάντευτη κριτική ευφυΐα».
Κυρίως μαζί με τον Τένεσι Ουίλιαμς και λιγότερο με τον Ευγένιο Ο'Νιλ, ο Μίλερ θεωρούνταν ένας από τους πιο γνωστούς και επιτυχημένους Αμερικανούς συγγραφείς μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ορισμένα από τα έργα του έγιναν κινηματογραφικές ταινίες, από σκηνοθέτες όπως ο Τζον Χιούστον, ο Σίντνεϊ Λουμέτ και ο Κάρελ Ράιζ.
Ο Άρθουρ Μίλερ γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1915 στη Νέα Υόρκη, ανατολικά της 12ης Οδού. Η οικογένειά του είχε εβραϊκές ρίζες και μεγάλωσε με θρησκευτική ανατροφή. Ο πατέρας του, Ισιντόρ Μίλερ, μετανάστης από την Πολωνία, είχε αποκτήσει μεγάλη περιουσία από μια βιοτεχνία και κατάστημα γυναικείων ρούχων, ενώ η μητέρα του, Ογκούστα Μπάρνετ, ήταν Αμερικανίδα που είχε εργαστεί ως δασκάλα στο δημόσιο, ενώ ο πατέρας της είχε ρίζες από την ίδια πόλη της Πολωνίας απ' όπου κατάγονταν και οι Μίλερ.
Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά της οικογένειας, με μεγαλύτερο τον Κέρμιτ και μικρότερη την Τζόαν, η οποία αργότερα ακολούθησε καριέρα στην υποκριτική. Πήγε στο δημόσιο σχολείο του Χάρλεμ και τέλειωσε το γυμνάσιο το 1932, όντας μέτριος μαθητής με καλές επιδόσεις στον αθλητισμό. Εν τω μεταξύ, σε αντίθεση με την προηγουμένως οικονομικά άνετη και σχεδόν πλούσια ζωή τους, είχαν μετακομίσει στο Μπρούκλιν και η οικογένειά του είχε καταστραφεί οικονομικά από το Κραχ του 1929 στις ΗΠΑ, συνεπώς αναγκάστηκε να εργαστεί για να βγάλει χρήματα σε διάφορες δουλειές: τραγουδιστής σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, οδηγός φορτηγού, υπάλληλος καταστήματος ανταλλακτικών αυτοκινήτων στη 10ή Λεωφόρο του Μανχάταν κ.ά. Η μόνη επαφή που είχε μέχρι τότε με τη λογοτεχνία ήταν κάποια από τα έργα του Άγγλου συγγραφέα Καρόλου Ντίκενς, ενώ ώθηση για να αρχίσει να γράφει του έδωσαν οι "Αδερφοί Καραμαζώφ" του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.
Η αποστολή του θεάτρου, τελικά, είναι να αλλάξει τους ανθρώπους, να τους κάνει να αποκτήσουν μεγαλύτερη συνείδηση για το τι μπορούν να κάνουν.
Άρθουρ Μίλερ
Το 1935 γράφεται στη Δημοσιογραφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, απ' όπου αποφοίτησε τρία χρόνια αργότερα, έχοντας περάσει από σπουδές αγγλικής φιλολογίας και θεατρικής γραφής, όπου είχε καθηγητή τον Κένεθ Ρόου. Κατά τα φοιτητικά του χρόνια, αρχίζει να ξεχωρίζει σαν συγγραφέας. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στη φοιτητική εφημερίδα "Michigan Daily", ενώ το 1936, κερδίζει το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό Χόπγουντ με το θεατρικό έργο "No villain", το οποίο το επεξεργάζεται και το παρουσιάζει για δεύτερη φορά το 1937, αυτή τη φορά με τον τίτλο "They too arise". Την ίδια χρονιά, ξανακερδίζει το βραβείο Χόπγουντ με το έργο "Τιμές την αυγή" ("Honors at dawn"), χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο "Corona", από τη μάρκα της γραφομηχανής του. Από το 1938 ως το 1943 ακολουθούν άλλα 5 θεατρικά έργα, τα οποία δεν έγιναν ιδιαιτέρως γνωστά ούτε ανεβάστηκαν από κάποιον επαγγελματικό θίασο.
Οι πρώτες διακρίσεις
Κατά την ίδια περίοδο, ο Μίλερ απαλλάχτηκε από τη στρατιωτική του θητεία κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω ενός τραύματος σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου κι έτσι εργάστηκε ως συνεργάτης των ραδιοφωνικών δικτύων CBS και NBC, γράφοντας κείμενα και θεατρικά μονόπρακτα, καθώς και ένα σύντομο χρονικό του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1944. Το 1945, εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο "Focus", το οποίο είχε ως αντικείμενο τον αντισημιτισμό. Στις 23 Νοεμβρίου 1944, ανέβηκε για πρώτη φορά θεατρικό έργο του στο Μπρόντγουεϊ, το "Ο άνθρωπος που ήταν πολύ τυχερός" ("The man who had all the luck"). Το έργο γνώρισε μέτρια επιτυχία, αλλά κερδίζει το βραβείο της Εθνικής Θεατρικής Συντεχνίας.
Στις 29 Ιανουαρίου 1947, ανεβαίνει το έργο "Ήταν όλοι τους παιδιά μου" ("All my sons"), ένα έργο που παρουσίαζε τον αντίκτυπο της ανάμειξης των ΗΠΑ στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε μια τυπική αμερικανική οικογένεια και επίκεντρό του ήταν οι κοινωνικές ευθύνες ενός βιομηχάνου που είχε κερδοσκοπήσει πουλώντας ελαττωματικά ανταλλακτικά αεροσκαφών στην αμερικανική πολεμική αεροπορία. Με το έργο αυτό έγινε ευρέως δημοφιλής και κέρδισε το Βραβείο Δράματος των Κριτικών της Νέας Υόρκης και το Βραβείο Ντόναλντσον. Το συγκεκριμένο έργο παρουσιάστηκε ξανά και απέκτησε μεγαλύτερη σημασία, όταν προβλήθηκε στην κρατική τηλεόραση το 1987, ένα χρόνο μετά την εκτόξευση και έκρηξη του διαστημικού λεωφορείου Challenger λόγω βλάβης στους αγωγούς στερεών καυσίμων.
Το 1949, είναι ο πρώτος που κερδίζει τρία βραβεία, το Βραβείο Πούλιτζερ, το Βραβείο Τόνι και το βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης, για το διάσημο "Ο θάνατος του εμποράκου" ("Death of a Salesman") σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν, το οποίο του έφερε παγκόσμια αναγνώριση, ενώ το 1950 παρουσιάζει τη διασκευή του θεατρικού του Ίψεν "Ο εχθρός του λαού" ("An Enemy of the People"), ο ήρωας του οποίου αρνείται να ακολουθήσει το ιδεολογικό κατεστημένο της εποχής του, αποτελώντας, έτσι, σε φιλοσοφικό επίπεδο, το βήμα για το επόμενο έργο του, το "The Crucible". Από την άλλη, ο "Θάνατος του Εμποράκου" ήταν ο απόηχος της προσωπικής εμπειρίας του Μίλερ από την οικονομική καταστροφή του πατέρα του. Το έργο στηρίζεται στον εμβληματικό χαρακτήρα του Γουίλι Λόμαν, ο οποίος δεν έχει την επιτυχία που περιμένει από αυτόν ο κοινωνικός του περίγυρος, καθώς απολύεται κι αρχίζει να στοιχειώνεται από αναμνήσεις του παρελθόντος. Τελικά, αποφασίζει να αυτοκτονήσει με το αυτοκίνητό του, έτσι ώστε η οικογένειά του να καρπωθεί τα χρήματα της ασφάλειας. Οι κριτικοί διαφωνούσαν αν η πράξη αυτή του κεντρικού ήρωα ήταν μια πράξη δειλίας ή μια αυτοθυσία στο βωμό του Αμερικάνικου Ονείρου, το οποίο αποδεικνύεται ένα ψέμα, διαφωνώντας ουσιαστικά στην πραγματική φύση της τραγωδίας κι αν ο "ανθρωπάκος" Λόμαν θα μπορούσε να συγκριθεί σε τραγικότητα με αρχέτυπα του αρχαίου δράματος. Ο Μίλερ απάντησε στις κριτικές αυτές ότι ήθελε να υπογραμμίσει πως η τραγικότητα ενός ήρωα έγκειται στο κατά πόσο είναι πρόθυμος να θυσιαστεί για να προστατέψει την προσωπική του αξιοπρέπεια, κάτι που έκανε ο Λόμαν.
Μακαρθισμός
Στις ΗΠΑ πλέον βασιλεύει ο μακαρθισμός και η δραστηριότητα της Επιτροπής Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Επηρεασμένος από τον αντικομουνισμό και το "κυνήγι μαγισσών" που ακολούθησε εναντίον εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου, ο Άρθουρ Μίλερ γράφει και παρουσιάζει το αλληγορικό έργο-κατηγορητήριο "The Crucible" ("Δοκιμασία"), το οποίο, αν και δε γνώρισε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία ούτε έγινε δεκτό με εγκωμιαστικές κριτικές, του έφερε ένα Βραβείο Τόνι το 1953 κι αργότερα έγινε ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα του, παρουσιαζόμενο, κατά το συγγραφέα, κάθε φορά που σε κάποια χώρα έμπαιναν σε κίνδυνο οι πολιτικές ελευθερίες ή διαφαινόταν η άνοδος ολοκληρωτικού καθεστώτος. Έτσι, κατάφερε να προσπεράσει την αρχική απροθυμία των θεατρικών παραγόντων της εποχής να ασχοληθούν με ένα τέτοιο έργο. Σύμφωνα με τον ίδιο το Μίλερ: «Εν μέρει ήταν πολιτικό θέμα και πολύς κόσμος το φοβόταν. Επίσης το κόστος του ανεβάσματος ήταν υψηλό γιατί είναι μεγάλη παραγωγή. Υπήρχαν και μερικοί που έλεγαν ότι η γλώσσα του έργου δεν θα γίνονταν κατανοητή από όλους. Δεν υπήρξε όμως τέτοιο πρόβλημα. Όλοι κατάλαβαν τη γλώσσα που χρησιμοποίησα».
Το 1954, του αφαιρείται το διαβατήριο κι έτσι δεν καταφέρνει να παραστεί στην πρεμιέρα της "Δοκιμασίας" στις Βρυξέλλες. Οδηγείται για κατάθεση, κατηγορούμενος ότι είχε διασυνδέσεις με αριστερούς. Αρνείται να καταδώσει ονόματα υπόπτων για κομουνιστική δράση, καταδικάζεται από το Κογκρέσο το 1957, αλλά αθωώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο το 1958. Παράλληλα, έχει χωρίσει με την πρώτη του σύζυγο, Μαίρη Σλάτερι, παλιά του συμφοιτήτρια, καθώς νιώθει ότι δεν ήταν συναισθηματικά κοντά ο ένας στον άλλο: "Είχα πάντα την αίσθηση ότι σύρθηκα σε αυτόν τον γάμο, παρά τον αποφάσισα", θα παραδεχτεί πολύ αργότερα ο ίδιος. Την είχε παντρευτεί το 1940 και είχε αποκτήσει δυο παιδιά, την Τζέιν και το Ρόμπερτ. Παράλληλα, οι συνθήκες στο Χόλιγουντ εκείνη την εποχή, λόγω της Μαύρης Λίστας και όσων είχαν καταδώσει ονόματα υπόπτων, οδήγησαν στην αποξένωση του Μίλερ από τον Ελία Καζάν, με τον οποίο ήταν συνεργάτες σε πολλά από τα έργα του και τους συνέδεε φιλία, καθώς ο Μίλερ είχε μιλήσει ανοιχτά εναντίον της κίνησης του Καζάν να κατονομάσει κατηγορούμενους συναδέρφους του.
Η αποστολή του θεάτρου, τελικά, είναι να αλλάξει τους ανθρώπους, να τους κάνει να αποκτήσουν μεγαλύτερη συνείδηση για το τι μπορούν να κάνουν.
Άρθουρ Μίλερ
Επιτυχία και κινηματογράφος
Το 1955 ανεβαίνουν τα δυο του μονόπρακτα "Από Δευτέρα σε Δευτέρα" ("A memory of two Mondays"), στο οποίο σκηνικό αποτελεί η αποθήκη στην οποία εργαζόταν τον καιρό της Ύφεσης, και "Ψηλά από τη Γέφυρα" ("A view from the bridge"), το οποίο ασχολείται με τους παράνομους Ιταλούς μετανάστες στη Νέα Υόρκη που στέλνουν χρήματα στην πατρίδα τους, τη Σικελία. Διασκευάζεται σε έργο δυο πράξεων και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία σε Λονδίνο και Παρίσι. Γίνεται επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, του απονέμεται τιμητική διάκριση από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και το 1956, ύστερα από τη γνωριμία τους το 1951, παντρεύεται την ηθοποιό Μέριλιν Μονρόε, η οποία μεταστράφηκε στον Ιουδαϊσμό. O συγγραφέας Νόρμαν Μέιλερ περιέγραψε γλαφυρότατα τη σχέση αυτή ως "τη στιγμή που το Μεγάλο Αμερικανικό Μυαλό συνάντησε το Μεγάλο Αμερικανικό Κορμί".
Χωρίζουν το 1961, λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων και τρόπου ζωής. Για τη Μέριλιν έχει δηλώσει ο ίδιος: "Ήταν μια γυναίκα στοιχειωμένη από τα φαντάσματα μιας δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας, την οποία δεν κατάφερε να βάλει ποτέ πίσω της και να δει τον κόσμο σαν αναγεννημένη ενήλικη.. Ηταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου".
Το 1962, παντρεύεται με την Ίνγκε Μόρατ, φωτογράφο αυστριακής καταγωγής, με την οποία συνεργάστηκε σε ταξιδιωτικά βιβλία για την Κίνα και τη Ρωσία. Μαζί της έκανε μια κόρη, τη Ρεμπέκα, ηθοποιό, σεναριογράφο και σκηνοθέτη, σύζυγο σήμερα του ηθοποιού Ντάνιελ Ντέι Λιούις, ο οποίος τη γνώρισε κατά τα γυρίσματα της μεταφοράς του έργου "The Crucible" στον κινηματογράφο το 1996.
Στα τέλη του ’50, ο Μίλερ σταμάτησε να γράφει για το θέατρο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων για τον κινηματογράφο. Το 1960, σε μια από τις τελευταίες προσπάθειές του να κρατήσει κοντά σε αυτόν και στην πραγματικότητα τη Μέριλιν Μονρόε, η οποία είχε αρχίσει να καταφεύγει στα ναρκωτικά, ο Μίλερ έγραψε το πρώτο του κινηματογραφικό σενάριο, των "Αταίριαστων" ("The Misfits"), όπου πρωταγωνιστούσαν η Μονρόε, ο Κλαρκ Γκέιμπλ κι ο Μοντγκόμερι Κλιφτ. Η ταινία αποτέλεσε εμπορική αποτυχία, αλλά κάποιοι κριτικοί πιστεύουν ότι είναι από τις καλύτερες ερμηνείες της Μέριλιν. Η ταινία δεν αποδείχτηκε καθόλου ευοίωνη για τους πρωταγωνιστές της: ο Γκέιμπλ πέθανε δεκαπέντε μέρες μετά το τέλος των γυρισμάτων, ο Κλιφτ είχε αρχίσει ήδη την κατάχρηση χαπιών και αλκοόλ που τον οδήγησαν στο θάνατο έξι χρόνια μετά και η Μέριλιν εμφανιζόταν τελευταία φορά στο κοινό.
Η θεατρική του δραστηριότητα επανήλθε το 1964 με τα έργα "Επεισόδιο στο Βισύ" ("Incident at Vichy") και "Μετά την πτώση" ("After the fall"), το πιο προσωπικό και ενδοσκοπικό έργο του, στο οποίο διακρίνονται αυτοβιογραφικά στοιχεία από το γάμο του με τη Μονρόε, κάτι για το οποίο επικρίθηκε, αλλά το έργο στάθηκε και η αφορμή να επανενωθεί με τον Ελία Καζάν. Συνεχίστηκε το ανέβασμα θεατρικών έργων κατά τις επόμενες δεκαετίες, τα οποία ωστόσο δεν καταφέρνουν να φτάσουν τις προηγούμενες επιτυχίες του. Το 1965, αποδέχτηκε την προεδρία στον οργανισμό PEN International, την ένωση ποιητών, συγγραφέων, δοκιμιογράφων και άλλων εκπροσώπων της λογοτεχνίας, και έγινε ολοένα και πιο δραστήριος στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των λογοτεχνών.
Τελευταίες δεκαετίες
Παράλληλα, ο Μίλερ ξεχώρισε και για την αρθρογραφία του σε αμερικανικές εφημερίδες και περιοδικά, όπου εξέφρασε την άποψή του για κρίσιμα πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά ζητήματα, όπως για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και την κρίση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, τη λογοκρισία και τη φυλάκιση καλλιτεχνών, ενώ πιο πρόσφατα για τον πόλεμο στο Ιράκ.
Σε ένα από τα ταξίδια του, το 1985, πήγε στην Κωνσταντινούπολη με τον Χάρολντ Πίντερ, υποστηρίζοντας τα δικαιώματα των πολιτικών κρατουμένων που είχαν πληγεί από το δικτατορικό καθεστώς. Ένας από τους ταξιδιωτικούς τους συνοδούς ήταν ο μετέπειτα τιμημένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας συγγραφέας Ορχάν Παμούκ.
Το 1984, ο Άρθουρ Μίλερ τιμήθηκε με το Kennedy Center Honors για την ανεκτίμητη προσφορά του στο αμερικανικό και το παγκόσμιο θέατρο. Το 1987, εκδίδει την αυτοβιογραφία του με τίτλο "Στη δίνη του χρόνου" ("Timebends"), ενώ το 2002 λαμβάνει το Βραβείο Πρίγκιπας των Αστουριών και το 2003 το Βραβείο Ιερουσαλήμ για τη συγγραφική του πορεία.
Ο Μίλερ ανακοίνωσε τα Χριστούγεννα του 2004 ότι στο τέλος Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου θα παντρευόταν τη συμβία του, την 34χρονη ζωγράφο Άγκνες Μπάρλεϊ. Δεν πρόλαβε, καθώς πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 2005 από καρδιακή ανεπάρκεια στο σπίτι του στο Ρόξμπερι του Κονέκτικατ, σύμφωνα με τη βοηθό του, τρία χρόνια μετά το θάνατο της προηγούμενης συζύγου του, Ίνγκε. Έπασχε από πνευμονία και καρκίνο.
Δυο χρόνια, μετά το θάνατό του, αποκαλύφθηκε ότι εκτός από τα τρία του παιδιά από την πρώτη και τρίτη του σύζυγο, είχε αποκτήσει κατά τη δεκαετία του '60 άλλο ένα γιο με την Ίνγκε Μόρατ, τον Ντάνιελ, ο οποίος έπασχε από Σύνδρομο Ντάουν. Ο Ντάνιελ είχε μεγαλώσει σε ιδρύματα και ανάδοχες οικογένειες, καθώς ο Μίλερ αρχικά τον είχε απορρίψει, ωστόσο τον δέχτηκε σταδιακά κατά τη δεκαετία του ’90 και τον συμπεριέλαβε στη διαθήκη που υπέγραψε έξι εβδομάδες πριν πεθάνει.
Θεωρώ το θέατρο μια σοβαρή υπόθεση, που κάνει ή θα έπρεπε να κάνει τον άνθρωπο ανθρώπινο, με άλλα λόγια λιγότερο μόνο.
Άρθουρ Μίλερ
Ύφος και θεματογραφία
Όταν ο Άρθουρ Μίλερ εμφανίζεται στη θεατρική σκηνή των ΗΠΑ, το θέατρο στις Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχείται από τα είδη του μελοδράματος και του μιούζικαλ: αν και κάποια άλλα είδη κάνουν την εμφάνισή τους, η σύνδεσή τους με το γερμανικό εξπρεσιονισμό τα καθιστά βραχύβια.
Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Άρθουρ Μίλερ, ο Ευγένιος Ο'Νιλ και ο Τένεσι Ουίλιαμς ανανεώνουν την εργογραφία και το ύφος του αμερικανικού θεάτρου. Ο Μίλερ αντλεί τη θεματογραφία του μέσα από τη ζωή και προβάλλει το ανθρώπινο δίλημμα για την εκλογή ανάμεσα στο καλό και το κακό. Τα έργα του περιέχουν αξίες για την ανθρώπινη ύπαρξη και την εξάρτηση του ατόμου από τον κοινωνικό του περίγυρο, ενώ δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην οικογένεια, την ηθική και την ατομική υπευθυνότητα. Ο παραγωγός του Μπρόντγουεϊ Ρόμπερτ Γουάιτχεντ, που είχε συνεργαστεί πολλάκις με το Μίλερ, αναφέρει ότι στο έργο του "υπάρχει μια σχεδόν συνειδητή ανάγκη να γίνει το φως που θα λάμψει μες στον κόσμο. Προσπάθησε να βρει απαντήσεις σε αυτό που έβλεπε γύρω του και χαρακτηριζόταν ως ένας κόσμος όπου δεν υπήρχε δικαιοσύνη".
Παράλληλα, πηγάζουν από βιώματα του ίδιου ή από σκηνές στην ίδια την πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, τη Νέα Υόρκη. Για παράδειγμα, η ιστορία του "Ήταν όλοι τους παιδιά μου" προέρχεται από την αφήγηση μιας γειτόνισσάς του στον πόλεμο, η ιστορία του πρώτου έργου που ανέβασε, του "Ο άνθρωπος που ήταν πολύ τυχερός", ήταν εμπνευσμένη από τον πλούσιο και επιτυχημένο ξάδερφο της πρώτης του συζύγου, Μαίρη Σλάτερι, ενώ την ιστορία του "Ψηλά από τη γέφυρα" την άκουσε από κάποιο λιμενεργάτη σε ένα πεζοδρόμιο. Ακόμα και το θεατρικό έργο «The Crucible», που κατέκρινε την παράνοια, τις διώξεις και τις καταπατήσεις πολιτικών ελευθεριών και εισήγαγε τον όρο "κυνήγι μαγισσών" στον 20ό αιώνα, έκανε το κοινό να ταυτίσει τους δικαστές του Σάλεμ του 1692 με την Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Ωστόσο, αν και το έργο αναγνωρίστηκε σε αξία από το κοινό αργότερα, ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει: "Κατάπληκτος έβλεπα να περνούν πλάι μου άνθρωποι που ήξερα χρόνια χωρίς να με χαιρετίσουν καν και με βασάνιζε η σκέψη ότι ο τρόμος αυτών των ανθρώπων είχε σχεδιαστεί και καλλιεργηθεί".
Στα έργα του, ο Άρθουρ Μίλερ ποικίλει σε ύφος, μεταβαίνοντας από το ρεαλισμό στον εξπρεσιονισμό ("Ο θάνατος του εμποράκου") και τον ιμπρεσιονισμό ("Μετά την πτώση"). Όσον αφορά τις πηγές έμπνευσης και επιρροής του, είχε δηλώσει ο ίδιος ότι αποτελούσε πρότυπό του η αρχαία ελληνική τραγωδία, ενώ φαίνεται ότι έχει επηρεαστεί πολύ και από το έργο του Ίψεν. Ανανέωσε το "κοινωνικό δράμα", καταγγέλλοντας τα οξεία ζητήματα της εποχής του και ασκώντας κριτική στην αμερικανική κοινωνία: στο ρατσισμό της, την κερδοσκοπία, τη μισαλλοδοξία και την αναισθησία μπροστά στην αποτυχία και ανημποριά.
Πρώτες παραστάσεις στην Ελλάδα
Η πρώτη παράσταση έργου του Άρθουρ Μίλερ στην Ελλάδα έγινε το 1947, με το ανέβασμα του έργου "Ήταν όλοι τους παιδιά μου" από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν, με τους Βασίλη Διαμαντόπουλο, Βάσω Μεταξά, Λυκούργο Καλλέργη και Έλλη Λαμπέτη.
Το 1955, παρουσιάζεται από το Εθνικό Θέατρο το έργο "Δοκιμασία - Οι μάγισσες του Σάλεμ" ("The Crucible"), σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού, με τους Τζένη Καρέζη, Γιώργο Παππά, Χριστόφορο Νέζερ κ.ά.
Το 1957, παρουσιάζονται σε ενιαία παράσταση από το Θέατρο Τέχνης τα μονόπρακτα "Από Δευτέρα σε Δευτέρα" και "Ψηλά από τη γέφυρα", ενώ την ίδια χρονιά από το θίασο Αλέκου Αλεξανδράκη ανεβαίνει το έργο "Ήταν όλοι τους παιδιά μου". Το 1962, παρουσιάζεται για πρώτη φορά πάλι από το Θέατρο Τέχνης το έργο "Ο θάνατος του εμποράκου", με τον Γιώργο Λαζάνη και τον Μίμη Κουγιουμτζή.
Ακολούθησαν αρκετές παραστάσεις των πιο γνωστών προαναφερθέντων έργων του, ενώ από το θέατρο Εξαρχείων ανέβηκαν τα έργα "Το τίμημα" (1992-1994) και το "Σπασμένο γυαλί" (1995-1996) ως το πιο πρόσφατο, "Ο τελευταίος Γιάνκι" (1999). Τον Νοέμβριο του 2001, παρουσιάστηκε από το Θέατρο της οδού Κυκλάδων το έργο "Σχέσεις του κυρίου Πίτερς" σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη.
Εργογραφία
Θεατρικά έργα
No Villain (1936)
They Too Arise (1937)
Honors at Dawn (1938)
The Grass Still Grows (1938)
The Great Disobedience (1938)
Listen My Children (1939)
The Golden Years (1940)
The Man Who Had All the Luck (1940)
The Half-Bridge (1943)
All My Sons (Ήταν όλοι τους παιδιά μου, 1947)
—μτφ. Λούης Δάνος (εκδ. "Γκόνη")
Death of a Salesman (Ο θάνατος του εμποράκου, 1949)
—μτφ. Ν.Οικονομοπούλος & Δ.Μπεραχάς (εκδ. "Γκόνη")
An Enemy of the People (1950)
The Crucible (Η δοκιμασία, 1953), γνωστό και ως «Οι μάγισσες του Σάλεμ»
—μτφ. Αλέξης Σολομός (εκδ. "Δωδώνη")
A View from the Bridge (Θέα από την γέφυρα, 1955)
—μτφ. Μάνθος Κρίσπης (εκδ. "Δωδώνη")
A Memory of Two Mondays (Ανάμνηση από δύο Δευτέρες, 1955)
—μτφ. Μάνθος Κρίσπης ως «Από Δευτέρα σε Δευτέρα» (εκδ. "Δωδώνη")
After the Fall (1964)
Incident at Vichy (Επεισόδιο στο Βισύ, 1964)
—μτφ. Λ.Γαρίδης (εκδ. "Διεθνής Επικαιρότης")
The Price (Το βραβείο, 1968)
—μτφ. Ειρ.Ιωαννίδου-Αδαμίδου (εκδ. "Δωδώνη")
The Creation of the World and Other Business (1972)
The Archbishop's Ceiling (1977)
The American Clock (1980)
Elegy for a Lady (1982)
Some Kind of Love Story (1982)
I Think About You a Great Deal (1986)
Playing for Time (1985)
I Can’t Remember Anything (1987)
Clara (1987)
The Last Yankee (1991)
The Ride Down Mt. Morgan (1991)
Broken Glass (1994)
Mr Peter’s Connections (1998)
Resurrection Blues (2002)
Finishing the Picture (2004)
Ραδιοφωνικά έργα
The Pussycat and the Plumber Who Was a Man (1941)
William Ireland’s Confession (1941)
Jed Chandler Harris (1941)
Captain Paul (1941)
The Battle of the Ovens (1942)
Thunder from the Mountains (1942)
I Was Married in Bataan (1942)
Toward a Farther Star (1942)
The Eagle’s Nest (1942)
The Four Freedoms (1942)
That They May Win (1943)
Listen for the Sound of Wings (1943)
Bernardine (1944)
I Love You (1944)
Grandpa and the Statue (1944)
The Philippines Never Surrendered (1944)
The Guardsman (1944)
The Story of Gus (1947)
The Reason Why (1970)
Κινηματογραφικά σενάρια
The Hook (1947)
The Misfits (1961)
Everybody Wins (1984)
The Crucible (1995)
Πεζογραφία
Focus (1945)
The Misfits (1957)
I Don’t Need You Anymore (1967)
Homely Girl (1992)
The Performance
Presence: Stories (2007)
Άλλα βιβλία
Situation Normal (1944)
In Russia (1969)
In the Country (1977)
Chinese Encounters (1979)
Salesman in Beijing (1984)
Timebends: A Life (1987)
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Άρθουρ_Μίλερ
Τζον Ντιούι, ήταν ένας από τους προοδευτικότερους Αμερικανούς φιλοσόφους
Τζον Ντιούι
Ο Τζων Ντιούι ήταν ένας από τους προοδευτικότερους Αμερικανούς φιλοσόφους. (John Dewey, 20 Οκτωβρίου 1859 - 1 Ιουνίου 1952)
Γεννήθηκε στο Βερμόντ το 1859 και σπούδασε πρώτα στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του και κατόπιν στο πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς. Δίδαξε σε πολλά πανεπιστήμια και πριν το θάνατό του, το 1952, είχε κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση για την πραγματιστική του προσέγγιση στη φιλοσοφία, την ψυχολογία και την φιλελεύθερη πολιτική. Ήταν γνωστός διανοούμενος ήταν υπέρμαχος της προοδευτικής εκπαίδευσης στις ΗΠΑ.
Το κεντρικό θέμα σε όλα τα έργα του Dewey ήταν η δυνατή του πίστη στην δημοκρατία."
Εκεί που ο Ντιούι άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση είναι ο τομέας των παιδαγωγικών επιστημών. Πιστεύοντας στην ενότητα και στο αδιαίρετο της θεωρίας και της πράξης, όχι μόνο έγραψε σχετικά συγγράμματα αλλά συμμετείχε δραστήρια σε "πειραματικά σχολεία" για παιδιά που συνδέονταν με το πανεπιστήμιο του Σικάγου. Η διδασκαλία, η συγγραφική δραστηριότητα και η πρακτική της ζωής του Ντιούι απέβλεπαν στη διαμόρφωση μιας νέας εκπαιδευτικής φιλοσοφίας, που θα προκαλούσε τόσο τους σκοπούς όσο και τα μέσα της παραδοσιακής εκπαίδευσης. Οι βασικές ιδέες του Ντιούι μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
Πιο στενή σχέση ανάμεσα στο σχολείο και τη ζωή.
Διδασκαλία με επίκεντρο το μαθητή και όχι τη διδακτέα ύλη.
Η εκπαίδευση δεν είναι προετοιμασία για τη ζωή, είναι η ίδια η ζωή.
Απόρριψη του φορμαλισμού που χαρακτηρίζει τη χωρισμένη σε τάξεις βασική εκπαίδευση και τα προγράμματά της.
Μια ανασκόπηση από το Review of General Psychology το 2002, έδειξε πως είναι ο 93ός πιο μνημονευόμενος ψυχολόγος του 20ου αιώνα.
Γεννήθηκε το 1859 σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, στο Μπέρλινγκτον (Burlington) της Πολιτείας του Βερμόντ των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο πατέρας του είχε παντοπωλείο σε αυτή την πόλη των δεκατεσσάρων χιλιάδων κατοίκων. Σε ηλικία μόλις 16 ετών μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Βερμόντ το Σεπτέμβριο του 1875.
Κατά τη διάρκεια αυτού του πρώτου πανεπιστημιακού κύκλου, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την πολιτική και την κοινωνικά φιλοσοφία και πήρε το πτυχίο του (baccalaureate es arts). Στη συνέχεια, όταν του προσφέρθηκε μια θέση εκπαιδευτικού σε ένα σχολείο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Πενσυλβάνια, την αποδέχτηκε και εγκατέλειψε τη γενέτειρά του για να πάει στο Oil City, όπου δίδασκε επί δύο χρόνια, από το 1879 έως το 1881, λατινικά, άλγεβρα, και φυσικές επιστήμες.
Το χειμώνα του 1881-1882 άφησε τη θέση του και επέστρεψε στο Βερμοντ, όπου δίδαξε για μικρή περίοδο. Μελέτησε τους κλασικούς της φιλοσοφίας υπό την καθοδήγηση του καθηγητή H. Torey του Πανεπιστημίου του Βερμοντ. Την άνοιξη του 1882 δημοσίευσε δύο άρθρα στο Journal of Speculative Philosophy. Αυτό σηματοδότησε το ξεκίνημα της πορείας του ως στοχαστή. Μια σύνοψη του πρώτου άρθρου του δημοσιεύτηκε τον επόμενο χρόνο στη Φιλοσοφική Επιθεώρηση. Το φθινόπωρο του 1882, γράφτηκε στο τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Τζωνς Χόπκινς, από όπου πήρε το δίπλωμα της φιλοσοφίας το 1884.
Το 1884 ο Ντιούι αναγορεύτηκε διδάκτορας της Φιλοσοφίας και λίγο αργότερα έγινε υφηγητής και κατόπιν καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στο Αν Άρμπορ. Το 1886 παντρεύτηκε την Alice Chipman, μια φοιτήτρια την οποία είχε γνωρίσει την προηγούμενη χρονιά. Το 1888 εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο του Michigan για να καταλάβει την έδρα της Ηθικής και Διανοητικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Michigan, όπου διηύθυνε το τμήμα Φιλοσοφίας επί πέντε χρόνια, μέχρι το 1894. O Ντιούι ήταν τότε μόλις τριάντα δύο χρονών. Θαύμαζε τα έργα του W. James και του G.H. Mead, που ήταν συνάδελφός του. Ήταν πεπεισμένος ότι ο ιδεαλισμός ήταν ξεπερασμένος πια. Έκλινε, κατά συνέπεια, προς την κοινωνική φιλοσοφία και έγραφε για την αναγκαιότητα των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Το 1894 ο Ντιούι διορίστηκε καθηγητής της Φιλοσοφίας και διευθυντής του Τμήματος Φιλοσοφίας, Ψυχολογίας και Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο του Chicago• o Ντιούι ανέλαβε να οργανώσει και να εδραιώσει αυτό το τμήμα, το οποίο είχε ζωή μόλις τεσσάρων χρόνων. Το Τμήμα της Παιδαγωγικής ιδρύθηκε το 1895 και ο Ντιούι άρχισε να παραδίδει εκεί μαθήματα. Διδάσκονταν εκεί, κυρίως, ο Πεσταλότσι και ο Χέρμπαρτ (Herbart). Μαζί με τη γυναίκα του ο Ντιούι δημιούργησε, τον Ιανουάριο του 1896, το University Elementary School (πιο γνωστό με τις ονομασίες Dewey School ή Laboratory School), που ήταν το πειραματικό σχολείο του τμήματος Παιδαγωγικής.
Ξεκίνησε με 12 μαθητές! Το σχολείο λειτούργησε επτά χρόνια, από το 1896 έως το 1903. Ήταν μια δημοκρατία σε μικρογραφία. Ο Ντιούι διηύθυνε το σχολείο με τη βοήθεια της γυναίκας του και συμπεριφερόταν προς τους εκπαιδευτικούς σαν συνάδελφός τους. Σε εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις συζητούσαν το curriculum[ασαφές] και οι εκπαιδευτικοί είχαν στη διάθεσή τους ελεύθερα διαστήματα για να συζητούν μεταξύ τους για τη δουλειά τους. Τα μαθήματα ξεκινούσαν συχνά με συζητήσεις ανάμεσα σε μαθητές και εκπαιδευτικούς γύρω από την εργασία που είχε γίνει ή επρόκειτο να γίνει, ενώ δινόταν, επίσης, έμφαση στην εκμάθηση της δημοκρατικής συμμετοχής.
Ο Ντιούι έγραφε για την εκπαίδευση μέσα σ’ ένα περιβάλλον ιδιαιτέρως θρησκευτικό και επαρχιακό. Στις αρχές του 20ου αι. η αντίδραση απέναντι στην εκκοσμίκευση της σκέψης ήταν σθεναρή, ενώ χρειαζόταν, επίσης, να γίνει αγώνας ενάντια στο συντηρητισμό στο χώρο της εκπαίδευσης.
Το βιβλίο του My Pedagogic Creed κυκλοφόρησε το 1897, ενώ το The School and Society το 1899. Ο Ντιούι διορίστηκε διευθυντής στο νέο School of Education το 1902. Το 1904 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Πανεπιστήμιο του Chicago λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπιζε με τη διοίκησή του και οι οποίες είχαν σχέση με το Σχολείο-εργαστήρι.
Τον ίδιο χρόνο διορίστηκε καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κολούμπια, όπου επρόκειτο να παραμείνει μέχρι το θάνατό του, το 1952. Ο Dewey παρέδιδε ένα ή δύο μαθήματα στο Teachers College μεταξύ 1905 και 1914. ήταν όμως περισσότερο παρών στον εκπαιδευτικό τομέα. Έγραψε μαζί με την κόρη του, Έβελιν, το Schools of Tomorrow, που δημοσιεύτηκε το 1915.
Ξεκίνησε το 1916 τη συγγραφή του βιβλίου του Democracy and Education, το οποίο εκφράζει καλύτερα από όλα τα υπόλοιπα τη φιλοσοφία του σχετικά με την παιδεία. Ωστόσο, το βιβλίο με τον τίτλο How We Think (1910, αναθεώρηση το 1933) ήταν αυτό που γοήτευσε τον κόσμο της εκπαίδευσης την εποχή εκείνη. Ο Ντιούι αναλύει σε αυτό μια μέθοδο εμπεριστατωμένης σκέψης, την αντίληψη του για τη μέθοδο σε πέντε στάδια, η οποία και υιοθετήθηκε από τα προοδευτικά σχολεία της εποχής. Στα κείμενά του ο Ντιούι ανέπτυσσε όχι μια θεωρητική φιλοσοφία της παιδείας, αλλά μια πραγματιστική, βασισμένη στην εκτίμηση των βιωμένων στο σχολικό σύστημα προβλημάτων.
Προσκεκλημένος να διδάξει στο Τμήμα Φιλοσοφίας στο Université Impériale της Ιαπωνίας (Τόκιο) το 1919, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να επεξεργαστεί τις ιδέες του και να γράψει το πολύ σημαντικό του έργο Reconstruction in Philosophy (1919). Πέρασε δύο χρόνια στην Κίνα και την Ιαπωνία, και κατόπιν επέστρεψε, το 1921, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Κατά τις δεκαετίες ’20 και ’30 ο Ντιούι έγραψε πάρα πολλά γύρω από τα προβλήματα της δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και η φήμη και η επίδρασή των απόψεών του συνεχώς μεγάλωνε. Το τμήμα της Φιλοσοφίας μετονομάστηκε σε Τμήμα Ντιούι.
To 1930, σε ηλικία 70 ετών, ζήτησε να βγει σε σύνταξη. Η αίτησή του έγινε δεκτή, ενώ παράλληλα του απονεμήθηκε ο τίτλος του ομότιμου καθηγητή με έδρα: είχε, βέβαια, τη δυνατότητα να έρχεται σε επαφή με τους φοιτητές και τους ερευνητές χωρίς να υποχρεούται να διδάσκει. Συνέχισε για εννιά χρόνια αυτή τη δραστηριότητα, που του άρεσε ιδιαίτερα. Το Experience and Education εκδόθηκε το Φεβρουάριο του 1939 από τον MacMillan: ο Ντιούι ήταν τότε 79 ετών!
Το έργο του συνέχισε να προκαλεί αντιδράσεις και οι οπαδοί του παραδοσιακού ρεύματος όπως οι Hutchins, Adler και Maritain ήταν μάλλον αλλεργικοί απέναντι στις κοινωνικά προοδευτικές προτάσεις των Dewey, Kilpatrick και Hook.
Στη συνέχεια, το 1939, ο Ντιούι ζήτησε να μετατραπεί η θέση του σε απλή έδρα καθηγητή της Φιλοσοφίας. Αξιοποίησε αυτή την περίοδο για να επανεξετάσει τα ήδη δημοσιευμένα βιβλία του και να γράψει πολυάριθμα άρθρα. Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά το 1946 σε ηλικία 86 χρονών. Όταν πέθανε, το 1952 στη Νέα Υόρκη, οι New York Times ανήγγειλαν το θάνατο του πατέρα της προοδευτικής εκπαίδευσης.
Ο Ντιούι και η εκπαίδευση
Όντας καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, ο Ντιούι άρχισε να ενδιαφέρεται για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κυρίως δε όταν διορίστηκε εξεταστής των προγραμμάτων σπουδών των δευτεροβάθμιων σχολείων. Διαπίστωσε ότι τα σχολικά προβλήματα έχουν τις ρίζες τους στην αγωγή που δίνεται στο δημοτικό σχολείο. Αναζήτησε τότε μια άλλη δυνατότητα αγωγής, που θα ήταν ταυτόχρονα πιο ελκυστική για το μαθητή και θα μπορούσε να προκαλεί περισσότερες κοινωνικές αλλαγές. Μετά από μερικά χρόνια, αυτός ο θεωρητικός προβληματισμός του κατέληξε στην ίδρυση του Σχολείου-εργαστηρίου στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.
Εκείνη την εποχή τα αμερικάνικα σχολεία είχαν κακή φήμη. Οι συνθήκες λοιπόν ήταν κατάλληλες για να προωθηθούν καινούριες ιδέες για την παιδεία. Ο Ντιούι συνέλαβε τότε ένα σχέδιο δράσης για να κάνει το σχολείο πιο ενδιαφέρον και πιο αξιόπιστο στο πλαίσιο της επιστημονικής έρευνας. Το 1896 δημιούργησε, με τη βοήθεια της γυναίκας του, ένα Σχολείο-εργαστήρι ξεκινώντας από ένα προοδευτικό θεωρητικό υπόβαθρο. πειραματίστηκε με τις ιδέες του επτά ολόκληρα χρόνια και αφιέρωσε τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες από τη ζωή του στην τελειοποίηση της φιλοσοφίας του για την εκπαίδευση. Ήταν πεπεισμένος ότι οι ερευνητές της εκπαίδευσης έχουν ανάγκη από ένα τέτοιο Σχολείο-εργαστήρι για να δοκιμάζουν και να παρουσιάζουν πρακτικά τα αποτελέσματα των θεωρητικών εργασιών τους. Αυτό έδινε, επίσης, στον Ντιούι τη δυνατότητα να αποδείξει πως η εκπαίδευση μπορούσε να αποτελέσει ένα πεδίο επιστημονικής έρευνας.
Ο Ντιούι πρότεινε μια εκπαιδευτική θεωρία, η οποία καθοριζόταν από τις φυσιολογικές και κοινωνικές της ρίζες. Επηρεασμένος από τον Darwin, τον Rousseau, τον Pestalozzi, τον Herbart και τον Frobel, ο Ντιούι υποστήριζε ότι η εκπαίδευση θα έπρεπε να τοποθετείται μέσα στη φυσική ανάπτυξη του ανθρώπινου είδους. Θα έπρεπε, κατά την άποψή του, να συμφιλιωθούν οι παραδοσιακοί δυϊσμοί, όπως το σώμα και το πνεύμα, το σώμα και η ψυχή, το πνεύμα και η πράξη, το ψυχολογικό και το κοινωνικό, το άτομο και η κοινωνία, ο μαθητής και το curriculum, οι σκοποί και τα μέσα, η θεωρία και η πράξη, ο ελεύθερος χρόνος και η εργασία, η χειρωνακτική και η πνευματική δραστηριότητα, ο άνθρωπος και η φύση. Προσδιορίζει τον βασικό στόχο της εκπαίδευσης, όπως το αναφέρει το σχέδιο οργάνωσης του Σχολείου-εργαστηρίου, με τον ακόλουθο τρόπο:
Το μεγαλύτερο πρόβλημα κάθε εκπαίδευσης είναι ο τρόπος συντονισμού του ψυχολογικού με τον κοινωνικό παράγοντα. Ο ψυχολογικός παράγοντας απαιτεί από το άτομο την ελεύθερη χρήση όλων των προσωπικών ικανοτήτων και την ανάλυση του εαυτού του, με τρόπο ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι νόμοι της προσωπικής του δομής. Ο κοινωνικός παράγοντας απαιτεί από το άτομο να εξοικειωθεί με το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει, σε όλες τις σημαντικές σχέσεις του, και να μάθει να λαμβάνει υπόψη του αυτές τις σχέσεις μέσα στις δικές του δραστηριότητες. Ο συντονισμός απαιτεί, κατά συνέπεια, από το παιδί να είναι ικανό να εκφράζεται μεν, αλλά με τρόπο που να υλοποιεί τους κοινωνικούς σκοπούς".
Άτομο και Κοινωνία
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τη θέση του Ντιούι σχετικά με την εκπαίδευση, θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η ανάπτυξη του ατόμου περνά μέσα από την ανάπτυξη της κοινωνίας και αντίστροφα. Το ένα εξαρτάται κατά συνέπεια από το άλλο. Αυτή η διαλεκτική προέρχεται χωρίς αμφιβολία από το ενδιαφέρον που έδειχνε ο Ντιούι για τη σκέψη του Hegel.
O Ντιούι υιοθέτησε την εγελιανή συνάρτηση του υποκειμένου και του αντικειμένου, της ύλης και του πνεύματος, του θεϊκού και του ανθρώπινου. Στη συνέχεια, υπό την επίδραση του W. James (Principles of Psycology), ο Dewey άρχισε να αντιλαμβάνεται το άτομο ως έναν οργανισμό που βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον.
Ο Dewey απέρριπτε την παραδοσιακή αντίληψη της λογικής ως οντότητας αποκομμένης από τη φύση. Τελικά, επηρεασμένος από τον G. H. Mead, ο Dewey προσέδιδε μια κοινωνική διάσταση στη φιλοσοφία του, πράγμα που κατέληγε σε ένα αρκετά διαλεκτικό και οργανικό αποτέλεσμα: η ατομική λογική είναι κοινωνική, η φύση είναι κοινωνική και η κοινωνία είναι φυσική. Εν ολίγοις ο Dewey θεωρεί ότι υπάρχει συνέχεια ανάμεσα στο νου και το σώμα, το άτομο και την κοινωνία. Απέρριπτε πολύ απλά τους παραδοσιακούς δυϊσμούς και η εκπαίδευση αναγκαστικά, δεδομένου του μάλλον κυκλικού πλαισίου της, αποτελεί γι' αυτόν μια διάσταση της ζωής.
Ανθρωπισμός
O Dewey ήταν άθεος[16] και ανθρωπιστής. Συμμετείχε σε μια πληθώρα ανθρωπιστικών δραστηριοτήτων από το 1930 εως το 1950, ενώ ήταν από τους πρώτους που υπόγραψαν το «Ανθρωπιστικό Μανιφέστο» του 1933.
Οι απόψεις του για τον ανθρωπισμό συνοψίζονται με δικά του λόγια ως εξής:
Ο ανθρώπισμός για μένα είναι διεύρυνση, όχι συστολή της ανθρώπινης ζωής, μια διεύρυνση κατά την οποία η φύση και η επιστήμη είναι πρόθυμοι υπηρέτες του ανθρώπινου καλού.
Σημαντικότερα Έργα
"Πώς σκεπτόμαστε" (1910)
"Ανασυγκρότηση στη φιλοσοφία" (1920)
"Δημοκρατία και εκπαίδευση" (1916)
"Εμπειρία και φύση" (1925)
"Λογική: η θεωρία της έρευνας" (1938)
"Εμπειρία στην εκπαίδευση" (1938)
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Τζον_Ντιούι
Μαρία Αντουανέτα, ήταν βασίλισσα της Γαλλίας, που μαζί με τον σύζυγό της Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ αποκεφαλίστηκαν με γκιλοτίνα κατά τη Γαλλική Επανάσταση
Μαρία Αντουανέτα
Η Μαρία Αντουανέτα ήταν βασίλισσα της Γαλλίας. Αυτή και ο σύζυγος της, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ (1754-1793) αποκεφαλίστηκαν δημόσια με γκιλοτίνα από φιλελεύθερους επαναστάτες κατά τη Γαλλική Επανάσταση. (Βιέννη, 2 Νοεμβρίου 1755 - Παρίσι, 16 Οκτωβρίου 1793)
Βαφτίστηκε με το όνομα Μαρία Αντωνία Ιωσηφίνα Ιωάννα, δούκισσα της Αυστρίας. Ήταν το 15ο και τελευταίο παιδί της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας και του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄ της Αυστρίας.
Οι δυσκολίες κατά τη διάρκεια της γέννας της Μαρίας Αντουανέτας, αλλά και ο καταστροφικός σεισμός της Λισαβώνας, την ίδια ακριβώς μέρα που γεννήθηκε, ήταν "οιωνοί" θανάτου, για την άσχημη πορεία που θα ακολουθούσε η μετέπειτα βασίλισσα της Γαλλίας.
Σύντομα φάνηκε ο ατίθασος χαρακτήρας της, όταν προκαλούσε συχνά φασαρίες και αναταραχές και αρνείτο να κάνει μάθημα, για να ασχοληθεί με άλλα πράγματα. Η ανατροφή της βασιζόταν, όπως και στα υπόλοιπα αδέρφια της, σε ένα σκληρό πρόγραμμα το οποίο είχε δημιουργήσει η ίδια η αυτοκράτειρα.
Το πρόγραμμα αυτό περιελάμβανε μαθήματα χορού, θεατρικές παραστάσεις, ιστορία, ζωγραφική, ορθογραφία, γεωγραφία, μαθηματικά και εκμάθηση ξένων γλωσσών. Τα κορίτσια επιπλέον μάθαιναν την τέχνη του κεντήματος.
Η αυτοκράτειρα ενδιαφερόταν να βελτιώσει τις σχέσεις της με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, για να κερδίσει η Αυστρία την εμπιστοσύνη της Ευρώπης. Ήξερε ότι οι συγγενικοί δεσμοί με τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης θα δυνάμωναν την θέση της Αυστρίας. Περισσότερο ενδιαφερόταν να συνάψει και να βελτιώσει τις σχέσεις της με τον βασιλικό Οίκο των Βουρβόνων, που κυβερνούσαν στην Γαλλία, την Ισπανία και την Σικελία.
Ο γάμος της Μαρίας Αντουανέτας με τον μετέπειτα Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ της Γαλλίας ήταν από νωρίς στα σχέδια της Μαρίας Θηρεσίας. Απέβλεπε στο να φέρει την πολυπόθητη ειρήνη ανάμεσα στη Γαλλία και την Αυστρία. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις, ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΕ΄ της Γαλλίας ζήτησε το χέρι της Μαρίας Αντουανέτας για χάρη του εγγονού του, τον μετέπειτα Λουδοβίκο ΙΣΤ΄.
Μετά την υπογραφή του γαμήλιου συμβολαίου, η Μαρία Αντουανέτα ξεκίνησε εντατικά μαθήματα εκμάθησης των γαλλικών, ώστε να είναι έτοιμη για τον ρόλο της ως βασίλισσας της Γαλλίας.
Στις 19 Απριλίου 1770 ο γάμος έγινε στην Βιέννη. Τις επόμενες ημέρες προετοιμάστηκε η αναχώρηση της μέλλουσας βασίλισσας και η Μαρία Θηρεσία καθησύχαζε την κόρη της που έκλαιγε συνεχώς.
Το 14χρονο κορίτσι αποχαιρέτησε στις 21 Απριλίου 1770 την μητέρα της και τα αδέλφια της στη Βιέννη και αναχώρησε για τη Γαλλία, για το πολυτελές ανάκτορο των Βερσαλλιών. Στις 16 Μαΐου έγινε ο πραγματικός γάμος της Μαρίας Αντουανέτας με τον μετέπειτα βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ στις Βερσαλλίες, και η νέα βασίλισσα παρουσιάστηκε στην γαλλική βασιλική αυλή.
Βασίλισσα της Γαλλίας
Το 1774 το βασιλικό ζευγάρι ανέβηκε επίσημα στον γαλλικό θρόνο μέσα από φαντασμαγορικές τελετές, αλλά σύντομα ήρθε σε ρήξη με το γαλλικό αντιαυστριακό κόμμα. Και όχι μόνο με το αντιαυστριακό κόμμα, αλλά και με τις θείες του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, που έβγαλαν στη Μαρία Αντουανέτα το όνομα "η Αυστριακή".
Ξόδευε κάθε μήνα 15.000 λίβρες για ζητήματα όπως η μόδα, οι κομμώσεις και πολυτελή κοσμήματα, καθώς και για την ανέγερση ενός μικρού, αλλά πολύ πολυτελούς κτίσματος στις Βερσαλλίες, το Μικρό Τριανόν, ενώ μεγάλο μέρος του γαλλικού πληθυσμού πέθαινε από την πείνα. Αυτό δεν βοηθούσε καθόλου τις σχέσεις της με τον γαλλικό λαό, ο οποίος ήταν δυσαρεστημένος από εκείνη, ενώ ταυτόχρονα οργίαζαν οι φήμες γύρω από την ίδια και την ιδιωτική της ζωή, όπως και τις σεξουαλικές της προτιμήσεις.
Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές την επισκέφτηκε ο αδερφός της αυτοκράτορας Ιωσήφ Β΄ των Αψβούργων, ο οποίος προσπάθησε να την συνετίσει, θυμίζοντας της τις υποχρεώσεις της απέναντι στον γαλλικό λαό. Από τότε, και ιδίως μετά τη γέννηση της πρώτης κόρης της, Μαρίας Θηρεσίας Καρλόττας, τον Δεκέμβριο του 1778, η βασίλισσα ζούσε πιο απλά.
Με τον θάνατο της μητέρας της το 1780, η Μαρία Αντουανέτα έχασε μία καλή και έξυπνη σύμβουλο. Η θέση της όμως ενδυναμώθηκε, όταν το 1781 γεννήθηκε ο πρώτος της γιος, Λουδοβίκος Ιωσήφ της Γαλλίας, που πέθανε σε ηλικία οκτώ ετών. Το 1785 γεννήθηκε ο δεύτερος της γιος, Λουδοβίκος, δούκας της Νορμανδίας, και το 1786 η δεύτερη κόρη της, Σοφία Βεατρίκη, η οποία τελικά πέθανε το 1787.
Γαλλική Επανάσταση
Το έτος 1789 αποτέλεσε σημείο καμπής στην ζωή της Μαρίας Αντουανέτας. Στις 4 Ιουνίου πέθανε ο πρωτότοκος αγαπητός γιος της. Η οικονομική και πολιτική κατάσταση της Γαλλίας χειροτέρευε συνεχώς. Γρήγορα ξέσπασε και η Γαλλική Επανάσταση.
Στις 5 και 6 Οκτωβρίου 1789, ο λαός του Παρισιού ξεχύθηκε στο βασιλικό ανάκτορο των Βερσαλλιών και εξαγριωμένος κατευθύνθηκε προς το υπνοδωμάτιο της Μαρίας Αντουανέτας. Εκείνη από μια μυστική έξοδο κατάφερε να φτάσει στα διαμερίσματα του βασιλιά και έτσι γλίτωσε το λιντσάρισμα. Αλλά αν και γλίτωσε, η βασιλική οικογένεια, αιχμαλωτίστηκε. Στη συνέχεια την μετέφεραν στο Παρίσι. Η βασίλισσα όμως προσπάθησε να δραπετεύσει μαζί με τον βασιλιά και τα παιδιά της, βοηθούμενη από φίλους και συγγενείς στο εξωτερικό. Η προσπάθειά της αυτή απέτυχε, καθώς συνελήφθη κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο, όταν κάποιος αναγνώρισε τον Λουδοβίκο από την απεικόνιση του προσώπου του σε ένα νόμισμα. Η αναγνώριση θα ηταν λογικά εύκολη, καθώς οι βασιλείς ήταν τόσο προσηλωμένοι στο πρωτόκολλο, που δεν έλαβαν τις απαραίτητες προφυλάξεις για τη μεταμφίεσή τους και ταξίδευαν και με αντικείμενα πάνω τους (και μέσα στην άμαξα) που τους έκαναν εύκολο στόχο.
Φυλακίστηκε στο Παρίσι, όπως και τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογενείας. Στη φυλακή και μέσα από τα γράμματά της η Μαρία Αντουανέτα εμφάνισε μια πρωτοφανή αλλαγή στον χαρακτήρα της. Καθοδηγούσε και έδινε συμβουλές στους δικούς της ανθρώπους και εμφανίζοταν αποφασισμένη να οδηγήσει η ίδια την εκστρατεία ενάντια στην Γαλλική επανάσταση.
Παρόλα αυτά καρατομήθηκε με γκιλοτίνα. Λέγεται ότι τα τελευταία της λόγια πριν την καρατόμηση ήταν, «Συγχωρήστε με, κύριε. Δεν το έκανα επίτηδες.» όταν ανεβαίνοντας στην γκιλοτίνα σκόνταψε στο πόδι κάποιου.
Της αποδίδεται η θρυλική φράση: «αν δεν έχει ο λαός ψωμί, ας φάει παντεσπάνι», αν και κατά μία άλλη εκδοχή δεν το είχε πει η ίδια, αλλά η φράση κυκλοφορούσε σε διάφορα έντυπα ήδη από το 1760 αντικατοπτρίζοντας την παρακμή της αριστοκρατίας.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Μαρία_Αντουανέτα
Περισσότερα Άρθρα...
- Γιάννης Δαλιανίδης, ήταν Έλληνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος, από τους πιο εμπορικούς του Ελληνικού κινηματογράφου
- Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε, Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος, έγραψε κριτικά δοκίμια πάνω στη θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες
- Πόπλιος Βιργίλιος Μάρων, αρχαίος Ρωμαίος ποιητής της περιόδου του Οκταβιανού Αύγουστου, σημαντικότερο έργο του Η Αινειάδα, σπουδαιότερο έπος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
- Ραλλού Μάνου, ήταν Ελληνίδα χορογράφος, που ίδρυσε το Ελληνικό Χορόδραμα