Άρθρα
Ντέιβιντ Μπόουι, ήταν δημοφιλής Άγγλος τραγουδιστής, τραγουδοποιός και ηθοποιός
Ντέιβιντ Μπόουι
Ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς, γνωστός ως Ντέιβιντ Μπόουι (David Bowie), ήταν δημοφιλής Άγγλος τραγουδιστής, τραγουδοποιός και ηθοποιός. (David Robert Jones, 8 Ιανουαρίου 1947 – 10 Ιανουαρίου 2016)
Το επώνυμο το έκανε Bowie για ν' αποφύγει την σύγχυση με τον Davy Jones των "The Monkees".
Υπήρξε σημαντικός εκπρόσωπος της μουσικής του 20ού αιώνα, κυρίως χάρη στο έργο του κατά τη δεκαετία του 1970. Έγινε αρχικά γνωστός το 1969, όταν το τραγούδι του Space Oddity έφτασε στο Βρετανικό τοπ 5. Εμφανίστηκε ξανά το 1972 με το τραγούδι Starman και το ανδρόγυνο alter ego Ζίγκι Στάρνταστ, με όχημα το οποίο αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους μουσικούς του Γκλαμ Ροκ.
Στη συνέχεια άλλαξε το μουσικό του στυλ και το 1975 έγινε διάσημος στην Αμερική με το το άλμπουμ Young Americans και το τραγούδι Fame, που έφτασε στο νούμερο 1.
Η καριέρα του συνέχισε χωρίς σημαντικές επιτυχίες για την υπόλοιπη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, ωστόσο στις αρχές της επόμενης σημείωσε ξανά επιτυχία με το άλμπουμ Scary Monsters (And Super Creeps) από το οποίο ξεχώρισε το Ashes to Ashes και το αντίστοιχο βίντεο κλιπ.
Το 1983 κυκλοφόρησε το άλμπουμ Let's dance, το οποίο περιλαμβάνει πολλά επιτυχημένα τραγούδια σε πιο έντονο ποπ και φανκ ύφος. Συνέχισε να πειραματίζεται τις δεκαετίες του 1990 και του 2000.
Πέθανε στις 10 Ιανουαρίου 2016, 2 μέρες μετά τα 69α γενέθλιά του και την κυκλοφορία του τελευταίου του άλμπουμ Blackstar, που δημιούργησε ως "δώρο αποχωρισμού" για τους φίλους και τους θαυμαστές του.
Η είδηση του θανάτου του συγκίνησε πολλούς καλλιτέχνες που αναφέρθηκαν με τα καλύτερα λόγια για αυτόν, τόσο σαν άνθρωπο, όσο και σαν μουσικό.
Επιλεγμένες δημιουργίες
Τραγούδια
Στην αρχική του έκδοση το 2004, όπως και κατόπιν της αναθεώρησης του 2010, ο κατάλογος από το αμερικάνικο ψυχαγωγικό περιοδικό Rolling Stone (RS) με τα "500 κορυφαία τραγούδια όλων των εποχών", (The RS 500 Greatest Songs of All Time) περιλαμβάνει 4 δικής του δημιουργίας και εκτέλεσης, τα οποία είχαν κυκλοφορήσει όλα ως "κομμάτι" άλμπουμ σε δίσκο βινυλίου 33 στροφών/λεπτό (LP) και επίσης, με εξαίρεση ένα, ως σινγκλ 45 στροφών (μικρός δίσκος):
Ο καλλιτέχνης ανήκει στους 10 μεμονωμένους (σόλο) και γενικά τα 20 ονόματα (συνυπολογισμένων των συγκροτημάτων) με τα περισσότερα τραγούδια στο δεδομένο κατάλογο, ενώ παρότι δεν τις ερμήνευσε, συνέβαλε με διαφορετικές ιδιότητες για ακόμα τρεις διαχρονικές επιτυχίες:
#149, "Lust for Life" του Ίγκι Ποπ (1977) — μουσική δική του (γραμμένη αρχικά σε ουκουλέλε), συνοδευτικά φωνητικά, πιάνο, συμπαραγωγή με τον τραγουδιστή ως μέλη των τριών Μπιούλι Μπρά(δερ)ς (από τους ίδιους τομείς, συμβολή περίπου στο σύνολο του ομότιτλου LP)
#223, "Walk on the Wild Side" του Λου Ριντ (1972) — παραγωγή από κοινού με τον Μικ Ρόνσον, κιθαρίστα στους Σπάιντερς φρομ Μαρς, το τότε συγκρότημα του Μπόουι και επί μακρόν συνεργάτη του (ίδια συνεισφορά, όπως και συνοδευτικά φωνητικά, στο δίσκο Transformer που το περιέχει)
#256, "All the Young Dudes" των Μοτ δε Χιούπλ (1972) — στίχοι, μουσική, παραγωγή (ενδεχομένως και κιθάρα, συνοδευτικά φωνητικά) για τον, κατά το RS, απόλυτο ύμνο του γκλαμ ροκ (στα ίδια πεδία, αλλά και ως σαξοφωνίστας, συμβολή σε όλο σχεδόν το ομότιτλο LP).
Νωρίτερα και συγκεκριμένα το 2002, στα 2.004 κομμάτια από κάθε είδος μουσικής που ξεχώρισαν κατά τον 20ο αιώνα με βάση την "έκταση της κοινωνικής, καλλιτεχνικής και εμπορικής επιτυχίας τους όταν κυκλοφόρησαν και τα επόμενα χρόνια", οι μουσικοκριτικοί και ραδιοφωνικοί παραγωγοί Γιάννης Πετρίδης και Κώστας Ζουγρής επέλεξαν 6 του Μπόουι. Είναι τo προαναφερόμενo "Heroes" και τα εξής (χρονολογικά):
Δισκογραφία
David Bowie (1967)
Space Oddity (1969)
The Man Who Sold the World (1970)
Hunky Dory (1971)
The Rise and Fall of Ziggy Stardust and the Spiders from Mars (1972)
Aladdin Sane (1973)
Pin Ups (1973)
Diamond Dogs (1974)
Young Americans (1975)
Station to Station (1976)
Low (1977)
Heroes (1977)
Lodger (1979)
Scary Monsters (And Super Creeps) (1980)
Let's Dance (1983)
Tonight (1984)
Never Let Me Down (1987)
Tin Machine (1989)
Tin Machine II (1991)
Black Tie White Noise (1992)
The Buddha of Suburbia (1993)
Outside (1995)
Earthling (1997)
Hours... (1999)
Heathen (2002)
Reality (2003)
The Next Day (2013)
Blackstar (2016).
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Ντέιβιντ_Μπόουι
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, υπήρξε από τις μεγαλύτερες στοιχουργούς του Ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, μια μορφωμένη γυναίκα της εποχής, συνδύασε ερωτικό στίχο και κοινωνικό προβληματισμό
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, υπήρξε από τις μεγαλύτερες στοιχουργούς του Ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, που ξεκίνησε σαν ηθοποιός.
Η Ευτυχία Χατζηγεωργίου - Οικονόμου, αργότερα Νικολαΐδου και τελικά Παπαγιαννοπούλου (1893 - 7 Ιανουαρίου 1972).
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου γεννιέται πιθανότατα το 1893 (σύμφωνα με το δελτίο της αστυνομικής της ταυτότητας) στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας ως Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου (αργότερα Νικολαΐδου).
Για τα παιδικά της χρόνια δεν είναι και πολλά γνωστά, παρά μόνο ότι βίωσε από πρώτο χέρι τη φρίκη της μικρασιατικής καταστροφής και τον ξεριζωμό του ελληνισμού, καταφθάνοντας στην Ελλάδα το 1922 με πτυχίο δασκάλας ανά χείρας.
Το 1922 θα βρει λοιπόν την οικογένεια της Παπαγιαννοπούλου, αυτή, τον σύζυγό της, τις δύο κόρες της αλλά και τη μητέρα της στην Αθήνα, με την ίδια να μην εργάζεται βέβαια ποτέ ως εκπαιδευτικός, καθώς μέχρι τότε την είχε κερδίσει το σανίδι.
Η θεατρίνα δούλεψε με διαλείμματα σε περιπλανώμενα μπουλούκια από το 1926-1942, οργώνοντας την ελληνική επαρχία και φτάνοντας μάλιστα κάποια στιγμή να συνεργαστεί και με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη.
Στην προσωπική της ζωή, ο γάμος με τον πρώτο της σύζυγο διαλύεται αυτή την εποχή, κυρίως λόγω της κοινωνικής κατακραυγής για το επάγγελμά της.
Η αγάπη της όμως για τους στίχους και τα ποιήματα έκαναν από νωρίς την εμφάνισή τους. Στην άγνωστη πτυχή της ζωής της, η Παπαγιαννοπούλου εκδίδει την ποιητική συλλογή «Πνοές» το 1931 (εξαντλημένη έκδοση), ενώ λόγος γίνεται και για δεύτερο ποιητικό πόνημα, το «Φλογέρα και άρπα», το οποίο ωστόσο χάθηκε στη λήθη του χρόνου.
Ταυτόχρονα με το ποιητικό έργο, άρχισε να σκαρώνει στιχάκια, τα οποία συνήθιζε μάλιστα να γράφει σε πακέτα τσιγάρων, πριν καθαρογράψει στο χαρτί. Η ενασχόλησή της πάντως με τη στιχουργική σε επαγγελματικό επίπεδο άρχισε σε μεγάλη ηλικία, με την Παπαγιαννοπούλου να εμπιστεύεται σε συνθέτες στίχους για ρεμπέτικα τραγούδια έχοντας πλέον περάσει το 50ό έτος της ηλικίας της.
Αν και η πρώτη της επαφή με το τραγούδι έγινε κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του '40, ενώ λίγο αργότερα ήρθε και η δισκογραφία, με τη Μαρίκα Νίνου να μεσολαβεί και να γνωρίζει τη Μικρασιάτισσα στον Τσιτσάνη. Τα δυο πρώτα τραγούδια που του έγραψε ήταν τα «Στο παλιόσπιτο ετούτο» και «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι».
Η επιτυχία των στίχων κάνουν τον Τσιτσάνη να αγοράσει κι άλλα τραγούδια της, με το όνομά της να ακούγεται στην αγορά και πολλοί συνθέτες να τη βλέπουν ως φλέβα χρυσού: Μανώλης Χιώτης, Απόστολος Καλδάρας, Στέλιος Χρυσίνης, Κώστας Καπλάνης, Μπάμπης Μπακάλης, Στέλιος Καζαντζίδης κ.ά.
«Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα», δήλωνε σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1960.
Ξεκίνησε να γράφει στίχους το 1948 εξαναγκαζόμενη από το προσωπικό της πάθος (χαρτοπαιξία), τροφοδοτώντας με αυτό τον τρόπο, έναντι ευτελούς οικονομικής αμοιβής, όλους τους επώνυμους συνθέτες της εποχής της με αριστουργηματικά τραγούδια.
Πάμπολλα τραγούδια της έγιναν επιτυχίες. Στίχους της συναντάμε σε μια πλειάδα λαϊκών επιτυχιών.
Το πρώτο της τραγούδι που μελοποιήθηκε από τον Τσιτσάνη είναι το "Για μια γυναίκα χάθηκα", που γραμμοφωνήθηκε στις 15 Μαρτίου 1951, ενώ με παραγγελία του είχε γράψει τους στίχους για το γνωστό σε όλους πλέον τραγούδι "Τα καβουράκια", του οποίου την τελική διαμόρφωση των στίχων, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα, είχε ο Τσιτσάνης.
Μερικά τραγούδια της είναι, «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Είμαστε αλάνια», «Σε τούτο το παλιόσπιτο», «Ηλιοβασιλέματα», «Περασμένες μου αγάπες», «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Γυάλινος κόσμος», «Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά», «Όνειρο απατηλό», «Στο τραπέζι που τα πίνω», «Στου Αποστόλη το κουτούκι», «Ρίξτε στο γυαλί φαρμάκι», «Μου σπάσανε το μπαγλαμά», «Ανεμώνα», «Αργά είναι πια αργά», «Λίγο-λίγο θα με συνηθίσεις», «Πήρα από τη νιότη χρώματα», «Αν είναι η αγάπη έγκλημα», «Η διπρόσωπη», «Ένας αϊτός γκρεμίστηκε», «Συρματοπλέγματα βαριά», «Είμαι αετός χωρίς φτερά», «Τι έχει και κλαίει το παιδί», «Η Μαλάμω», «Πετραδάκι, πετραδάκι», «Του ντερβίση το πιοτό», «Τι να σου κάνει μια καρδιά», "Δυο πόρτες έχει η Ζωή", αυτό το τελευταίο, γράφτηκε για να θρηνήσει τον αδόκητο θάνατο της κόρης της. Το πούλησε 500 δρχ στον Καζαντζίδη μαζί με την "Μαντουμπάλα".
Ο δίσκος 45 στροφών που προέκυψε είναι μακράν το εμπορικότερο 45αρι, με καταμετρημένα ενάμισι εκατομμύριο αντίτυπα, χωρίς να έχει τελειώσει ακόμα (!) η εκκαθάριση. Φέρει την υπογραφή του Στέλιου Καζαντζίδη. Αλλά, όπως και ο ίδιος ευχερώς δήλωνε, η "Μαντουμπάλα" είναι σε μουσική του μεγάλου Ινδού δημιουργού Ravi Sangar, διασκευασμένη από την ομάδα των μουσικών με τους οποίους συνεργάζονταν, που έγραψαν τη μουσική και για το "Δυο πόρτες έχει η ζωή", για το οποίο υπάρχουν επώνυμες μαρτυρίες πως είναι του Βασίλη Καραπατάκη. Και τα δυο είναι γραμμένα από την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
Η ίδια δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την αναγνώριση του έργου της και για την είσπραξη δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα, παρά την επιτυχία των τραγουδιών της, να πεθάνει φτωχή.
Η Παπαγιαννοπούλου, μια μορφωμένη γυναίκα της εποχής, συνδύασε ερωτικό στίχο και κοινωνικό προβληματισμό, δημιουργώντας σχολή στην ελληνική στιχουργική, έτσι όπως απαθανάτισε τον καημό του Έλληνα: «Βλέπετε τον Έλληνα και μερακλώνεται και σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο. Ας είναι και βιομήχανος! Δεν λέω τον σνομπ, αλλά τον άλλο, που παθιάζεται και στριφογυρίζει, ζώντας εκείνη τη στιγμή τους πόθους του και τα όνειρά του. Τραγουδά και χορεύει τις λύπες του και τις χαρές του, βαλσαμώνει τον πόνο του, μεταμορφώνει σε ήχους τους χτύπους της καρδιάς του.
Το λαϊκό μας τραγούδι ξεπήδησε από μια ανάγκη, γι' αυτό είναι αληθινό, γι' αυτό εξελίχθηκε. Πρέπει όμως ν' αδειάσεις ψυχή και πνεύμα για να το πιάσεις. Πρέπει να ζυμωθείς με το λαό, να ζήσεις τους καημούς του. Γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική. Κι έτσι μόνο μας αναστατώνει, μας βάζει σε κίνηση, μας προβληματίζει», έλεγε η Παπαγιαννοπούλου σχετικά.
Τα τραγούδια της αποτελούν μνημεία του λαϊκού μας πολιτισμού και πάγιες αξίες στην καρδιά του Έλληνα. Αξίζει να ακούσουμε εδώ και πάλι τον Σακελλάριο στη χιουμοριστική ιστορία της ζωής της: «Αυτά τα λίγα λεφτουδάκια, που χρειαζότανε για την ψυχαγωγία της, τα έβγαζε μόνη της. Έπαιρνε συχνά μέρος σε κάτι αρπαχτές παραστάσεις σε μακρινές αθηναϊκές συνοικίες και έγραφε πάντα τραγούδια, που τα πουλούσε σε λαϊκούς συνθέτες για ένα πενηντάρι ή για ένα κατοστάρικο.
Το κακό είναι ότι πουλούσε τραγούδια και σε άθλιους στιχουργούς που είχαν μια οικονομική επιφάνεια και καμώνονταν τους σπουδαίους...
Κατόρθωσε το τρελό: να συνδυάσει ερωτικό και κοινωνικό τραγούδι σε τρία τετράστιχα. Ίσως αυτό ήταν και η αποθέωσή της και ίσως το μυστικό της επιτυχίας της, κάτι που πολύ αργότερα το “δανείστηκαν” αρκετοί. Τραγούδια που αφήσανε στους αγοραστές περιουσίες ολόκληρες, είχανε πουληθεί από την Ευτυχία για τέσσερα-πέντε δεκάρικα.
Η καημένη, όμως η Ευτυχία, ποτέ δεν βαρυγκώμησε: “Με γεια τους με χαρά τους”, έλεγε. Κι όταν είχε πάλι αδεκαρίες -και πότε δεν είχε;- έγραφε μερικά τραγούδια και πήγαινε και τα μοίραζε δεξιά κι αριστερά. Η ζωή της όλη, όπως σας είπα και παραπάνω, ήτανε μια ζωή γεμάτη μιζέρια και φτώχεια. Η Ευτυχία, όμως, ποτέ δεν έχασε το κέφι της. Σατίριζε όλους και όλα. Και πρώτα-πρώτα τον ίδιο της τον εαυτό»...
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου είχε δύο κόρες, την Μαίρη και την Καίτη, μετά τον θάνατο της κόρης της Μαίρης το 1960, βρήκε το απόλυτο καταφύγιο της στη χαρτοπαιξία.
Πέθανε σε ηλικία 79 ετών, στις 7 Ιανουαρίου 1972, έχοντας στο πλευρό της εγγονή της, Ρέα, που τη φρόντισε ως τα γεράματά της.
Τελευταία της επιθυμία ήταν να της τραγουδήσουν το «Άμαξα μεσ' τη βροχή»...
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Ευτυχία_Παπαγιαννοπούλου, newsbeast.gr/portraita/, taximi.matia.gr
Αλμπέρ Καμύ, ήταν Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και συγγραφέας, ιδρυτής του Theatre du Travail, για το οποίο δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής και ηθοποιός
Αλμπέρ Καμύ
Ο Αλμπέρ Καμύ, ήταν Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και συγγραφέας, ιδρυτής του Theatre du Travail (1935), για το οποίο δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής και ηθοποιός. (Albert Camus, 7 Νοεμβρίου 1913 – 4 Ιανουαρίου 1960)
Χρωστά σχεδόν εξίσου τη φήμη του στα μυθιστορήματά του "Ο Ξένος" και "Η Πανούκλα", στα θεατρικά του έργα "Καλιγούλας" και "Οι δίκαιοι" και τέλος στα φιλοσοφικά του δοκίμια "Ο Μύθος του Σίσυφου" και "Ο επαναστατημένος άνθρωπος".
Τιμήθηκε το 1957 με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1913 στην Αλγερία από πατέρα Γάλλο χωρικό, μητέρα Ισπανίδα και μεγάλωσε μέσα στην ένδεια. Είχε έναν ακόμη μεγαλύτερο αδερφό. Ο πατέρας του, ο αλσατικής καταγωγής Λυσιέν, εργαζόταν για έναν έμπορο κρασιού σε ένα οινοπαραγωγικό κτήμα κοντά στο Μοντοβί (Mondovi) της Αλγερίας, όπου γεννήθηκε και ο Αλμπέρ.
Επιστρατεύθηκε όμως τον Σεπτέμβριο του 1914 και ο τραυματισμός του στη μάχη του Μάρνη τον οδήγησε στον θάνατο στις 17 Οκτωβρίου του 1914. Ο μικρός Αλμπέρ θα γνωρίσει τον πατέρα του μέσα από μία φωτογραφία και μία σημαντική οικογενειακή ιστορία: την περιγραφή της έντονης αποστροφής που έδειξε ο πατέρας του μπροστά στο θέαμα μίας εκτέλεσης. Μετά τον θάνατο του Λυσιέν η οικογένεια εγκαθίσταται στο Αλγέρι.
Ο Αλμπέρ κάνει τις σπουδές του έχοντας την υποστήριξη των καθηγητών του, μεταξύ των οποίων βρίσκουμε και τον Ζαν Γκρενιέ, που θα παρουσιάσει στον μαθητή του το έργο του Νίτσε). Ξεκινά να γράφει πολύ νέος και τα πρώτα του κείμενα φιλοξενούνται στο περιοδικό Sud το 1932.
Μετά το απολυτήριο λυκείου (bac) παίρνει πτυχίο ανωτάτων σπουδών στη φιλολογία (lettres), της Φιλοσοφικής Σχολής, αλλά η φυματίωση ( στα 1930 είχε την πρώτη του κρίση) τον εμποδίζει να περάσει τον διαγωνισμό πιστοποίησης που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με την εκπαίδευση (agrégation).
Για λόγους υγείας αποχωρεί από την οικογενειακή εστία. Μένει για λίγο σε έναν θείο του χασάπη το επάγγελμα και δημοκράτη, υπέρμαχου των ιδεών του Βολτέρου, κι έπειτα αποφασίζει να ζήσει μόνος. Για να τα βγάλει πέρα παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα και κάνει διάφορες δουλειές.
To 1935, ξεκινά το L' Envers et l' Endroit, που θα εκδοθεί δύο χρόνια αργότερα. Ιδρύει το Θέατρο της Εργασίας (le Théâtre du Travail) στο Αλγέρι, που αργότερα (1937) μετονομάζει σε «Θέατρο της Ομάδας». Στο μεσοδιάστημα, ο Καμί αποφασίζει να εγκαταλείψει το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα δύο χρόνια μετά την εγγραφή του σε αυτό. Εργάζεται στην εφημερίδα Front populaire (Λαϊκό μέτωπο), του Πασκάλ Πιά (Pascal Pia).
Η έρευνα που κάνει Μιζέρια της Καμπυλίας θα συναντήσει αντιδράσεις. Το 1940, η κυβέρνηση της Αλγερίας θα απαγορεύσει την εφημερίδα και θα φροντίσει να μη ξαναβρεί δουλειά ο Καμύ. Εγκαθίσταται στο Παρίσι και εργάζεται ως γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα Paris-Soir. Εκείνη την περίοδο θα δημοσιεύσει τον Ξένο (L' Étranger, 1942) και το δοκίμιο Ο μύθος του Σίσυφου (Le Mythe de Sisyphe, 1942) και θα αναπτύξει τις φιλοσοφικές του θέσεις. Σύμφωνα με τη δική του άποψη περί ταξινόμησης του έργου του, αυτά τα έργα υπάγονται στον «κύκλο του παραλόγου» – ο οποίος θα συμπληρωθεί αργότερα με τα θεατρικά έργα Η παρεξήγηση (Le Malentendu) και Καλιγούλας (Caligula, 1944).
Το 1943 προσλαμβάνεται ως εκδότης από τον εκδοτικό οίκο Gallimard και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της εφημερίδας Combat(Μάχη), που συγκέντρωσε μερικές από τις σημαντικότερες υπογραφές Γάλλων αριστερών διανοουμένων, όταν ο Π. Πια κλήθηκε να προσφέρει από άλλες θέσεις στη Γαλλική Αντίσταση.
Το 1947, διαφωνώντας με τη συντακτική ομάδα της εφημερίδας, ο Καμί την εγκαταλείπει. Συνεχίζει το λογοτεχνικό έργο με την παραγωγή του «κύκλου της εξέγερσης», που περιλαμβάνει ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του, την Πανούκλα (1947), αλλά και άλλα έργα, λιγότερο δημοφιλή: L' État de siège (1948), Οι δίκαιοι (1949) και Ο επαναστατημένος άνθρωπος (L' Homme révolté) (1951).
«Όλα γίνονται από μια συνήθεια. Είμαστε γελοίοι αριθμοί μιας κοινωνίας που ενεργεί από συνήθεια, μισούμε ή αγαπάμε από συνήθεια και σκεπτόμαστε τα «μεγάλα προβλήματα» από συνήθεια».
Το 1952 έρχεται σε ρήξη με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ με τη δημοσίευση στο περιοδικό Μοντέρνοι καιροί (Les Temps modernes) του άρθρου από τον Ανρί Ζανσόν (Henri Jeanson) που προσάπτει στην εξέγερση του Καμύ ότι είναι «εκ προθέσεως στατική». Το 1956, στο Αλγέρι, πρότεινε την «πολιτική ανακωχή» ενώ μαινόταν ο πόλεμος. Εκδίδει την Πτώση (La Chute), ένα απαισιόδοξο βιβλίο.
Το 1957 τιμάται με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
Ο Καμύ βρίσκει τον θάνατο στις 4 Ιανουαρίου 1960, πριν προλάβει να συμπληρώσει τα 47 του, σε αυτοκινητιστικό ατύχημα στο (Πτι) Βιλμπλεβέν της Υόν (Yonne), όταν ο οδηγός και συγγενής του στενού του φίλου Γκαλιμάρ παρεκκλίνει της πορείας του και ρίχνει το αυτοκίνητο μάρκας Facel-Vega σε ένα δέντρο.
Οι εφημερίδες της εποχής κάνουν λόγο για υπερβολική ταχύτητα (130 χλμ/ω), αδιαθεσία του οδηγού ή σκάσιμο του ελαστικού, αλλά ο συγγραφέας Ρενέ Ετιάμπλ διαβεβαιώνει ότι μετά από επίμονες μελέτες είχε στα χέρια του αποδείξεις ότι η Facel-Vega ήταν ένα κινητό φέρετρο - ωστόσο καμία εφημερίδα δεν δέχτηκε να τις δημοσιεύσει.
Ο Καμύ τάφηκε στο Λουρμαρέν (Lourmarin) της Βωκλύζ (Vaucluse), όπου είχε αγοράσει μία κατοικία.
Στο περιθώριο των κυρίαρχων φιλοσοφικών ρευμάτων ο Καμύ επέμεινε στον στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Αρνούμενος να εκφράσει ομολογία πίστεως στον Θεό, στην ιστορία ή στη λογική, ήρθε σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, τον Μαρξισμό και τον Υπαρξισμό. Δεν σταμάτησε ποτέ την πάλη ενάντια στα ιδεολογήματα και τις αφαιρέσεις που αποστρέφονται την ανθρώπινη φύση.
Ο Αλμπέρ Καμύ παραδόθηκε στη διαρκή εναλλαγή για να αποφύγει τη «συνήθεια», ωστόσο διατήρησε μία και μοναδική ως την τελευταία ημέρα της ζωής του: να γράφει για τους ανθρώπους, για «τα παθήματα της ψυχής» και για το «παράπονο των εγκλείστων στον εαυτό τους» ανθρώπων. Το σύνολο του έργου του (αριθμεί 30 βιβλία) είχε ευρύτατη απήχηση και μεταφράστηκε στις περισσότερες χώρες.
Ο Καμύ ήταν ο κατ' εξοχήν «ανθρώπινος» συγγραφέας, ο κατ' εξοχήν ανθιστάμενος στην κωμωδία της καθημερινότητας, ο πραγματικός αναλυτής των «μάταιων πράξεων», όπως γράφει ο ίδιος θέλοντας να χαρακτηρίσει την αγωνία του θανάτου.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Αλμπέρ_Καμύ
Ουμπέρτο Έκο, ήταν Ιταλός σημειολόγος, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος, κριτικός λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφος
Ουμπέρτο Έκο
Ο Ουμπέρτο Έκο ήταν Ιταλός σημειολόγος, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος, κριτικός λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφος. (ιταλ.: Umberto Eco, 5 Ιανουαρίου 1932 – 19 Φεβρουαρίου 2016)
Από το 1975 κατείχε την έδρα του Καθηγητή Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ενώ από το 1988 ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο. Ήταν συγγραφέας πολλών μελετών και δοκιμίων, που έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές γλώσσες ανά τον κόσμο.
Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1965, ενώ το 1980 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα (Το όνομα του Ρόδου), που τιμήθηκε με το βραβείο Strega (1981), και το Medicis Etranger (βραβείο που δίνεται στον καλύτερο ξένο λογοτέχνη στην Γαλλία) το 1982.
Λέγεται ότι το επώνυμο Έκο είναι το αρκτικόλεξο των λατινικών λέξεων Ex Caelis Oblatus, που σημαίνει "θεϊκό δώρο".
Ο Έκο γεννήθηκε στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε το 1932. Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Έκο και η μητέρα του μετακόμισαν σε ένα χωριό στα βουνά του ιταλικού βορρά.
Εκεί ο μικρός Ουμπέρτο παρακολουθούσε τις μάχες ανάμεσα στους φασίστες και στους παρτιζάνους με ανάμεικτα συναισθήματα - συνεπαρμένος μεν από τη δράση, αλλά και εν μέρει ευγνώμων που ήταν τόσο πολύ μικρός για να αναμειχθεί.
Ο ίδιος θυμάται εκείνη την εποχή «σαν ένα μικρό γουέστερν. Αυτοί οι λόφοι είναι στην μνήμη μου το θέατρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, στις οποίες ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, στην ηλικία των 12 ετών».
Μετά τις πιέσεις του πατέρα του, πήγε να σπουδάσει Νομική στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, αλλά εγκατέλειψε αυτόν τον τομέα και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Έγινε διδάκτορας Φιλοσοφίας το 1954, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του με θέμα τον Θωμά Ακινάτη. Αυτό το θέμα αποτέλεσε και το αντικείμενο του πρώτου του βιβλίου Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη. Στη διάρκεια των σπουδών του ο Έκο έπαψε να πιστεύει στον Θεό και εγκατέλειψε την Καθολική εκκλησία.
Μετά τις σπουδές άρχισε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία και παράλληλα δέχθηκε τη θέση του Διευθυντή Πολιτιστικού Προγράμματος στην Κρατική Ιταλική Τηλεόραση (RAI). Αυτή η θέση του έδωσε την ευκαιρία να δει την κοινωνία μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ, που τότε μονοπωλούνταν και ελέγχονταν από την κυβέρνηση.
Το 1959 ο Έκο έχασε τη δουλειά του στη RAI, γεγονός που δεν τον ενόχλησε ιδιαίτερα, γιατί έτσι βρήκε χρόνο για να ασχοληθεί περισσότερο με την συγγραφή και τις διαλέξεις. Με το δεύτερο βιβλίο του (Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα) απέδειξε στον πατέρα του ότι βρήκε τον δρόμο του στη ζωή (και τη δουλειά που του ταίριαζε) μέσα από τη λογοτεχνία.
Τον ίδιο χρόνο έγινε γενικός επιμελητής του μη λογοτεχνικού τομέα του εκδοτικού οίκου Bompiani στο Μιλάνο και άρχισε να γράφει τη στήλη «Diario Minimo» («ελάχιστο ημερολόγιο») στην εφημερίδα Il Verri. Μέσα από τη στήλη αυτή οι απόψεις του για τη γλωσσολογία και την κοινωνική πραγματικότητα μπήκαν στα σπίτια των Ιταλών. Από τη στήλη αυτή άρχισε να εστιάζει το ενδιαφέρον του και να εκλεπτύνει τις απόψεις του στη σημειολογία.
Με τα ακαδημαϊκά γραπτά του ο Έκο εστιάζει στη σημειολογία και στις επιπτώσεις της στην κοινωνία. Μελέτησε σε βάθος τις κοινωνίες από τον Μεσαίωνα ως σήμερα και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις γλώσσες, στα σύμβολα και στην κοινωνική ανάπτυξη.
Έγραψε δεκάδες δοκίμια (Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία, Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας, Κήνσορες και θεράποντες (πρωτότυπος τίτλος στα ιταλικά «apocalittici e integrati»), Ο υπεράνθρωπος των μαζών, Θεωρία της σημειωτικής, Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Πέντε ηθικά κείμενα, Δεύτερο ελάχιστο ημερολόγιο, Η ποιητική του Τζέιμς Τζόις, Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει κ.ά.), ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες.
Ό,τι δεν είναι ατομικό και παίρνει πολιτικό χαρακτήρα (πολιτικό, με την έννοια της ενασχόλησης με τα κοινά, όχι κομματικό) ήταν αντικείμενο που τον ενδιέφερε και το μελετούσε. Τα αποτελέσματα των μελετών αυτών ήταν που δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά. Η ευρύτητα των θεμάτων με τα οποία ασχολήθηκε του χάρισαν το προσωνύμιο "tuttografo" (= παντογράφος).
Από το 1962 ως το τέλος του 1970 ο Έκο ανέπτυξε τη δική του θεωρία στη σημειολογία.
Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου και έγινε καθηγητής της σημειολογίας στο εκεί πολυτεχνείο. Το ακαδημαϊκό του ενδιαφέρον άρχισε να στρέφεται στις πολιτιστικές μελέτες και άρχισε να ερευνά τον ρόλο της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην κοινωνία, καθώς και την επίδραση της κοινωνίας στη λογοτεχνία και τη γλώσσα.
Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του Τακτικού Καθηγητή της Σημειολογίας.
Το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών.
Οι μεγάλες αλλαγές που έφερε η δεκαετία του 1970 στην ιταλική κοινωνία επηρέασαν και τα γραπτά του Ουμπέρτο Έκο. Άρχισε, λοιπόν, να γράφει μυθιστορήματα (Το όνομα του Ρόδου - 1980, Το εκκρεμές του Φουκώ - 1988, Το νησί της προηγούμενης μέρας - 1994, Μπαουντολίνο - 2001, Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα - 2006, Το κοιμητήριο της Πράγας - 2010, Το φύλλο μηδέν- 2015).
Όταν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα Το όνομα του Ρόδου, οι εκδότες του υπολόγιζαν τις πωλήσεις γύρω στα 30.000 αντίτυπα. Δεν φαντάζονταν ποτέ τις πωλήσεις 9.000.000 αντιτύπων που σημείωσε τελικά το βιβλίο παγκοσμίως, κάνοντας τον συγγραφέα γνωστό στον εξωακαδημαϊκό κόσμο.
Ο Έκο γνώριζε άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά, τις οποίες χρησιμοποιούσε πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά. Από την αρχή της καριέρας του έως τον θάνατό του κέρδισε πολλές τιμητικές διακρίσεις και είχε δεκάδες εκδοτικές επιτυχίες.
Η Ελλάδα στη ζωή του συγγραφέα είχε ξεχωριστή θέση. Τη θεωρούσε αφετηρία όλων των πολιτισμών. Θαύμαζε την κουλτούρα, την ιστορία της και ήταν λάτρης του Αριστοτέλη. Το 1988 ήταν η χρονιά που κυκλοφόρησε το «Εκκρεμές του Φουκώ». Λίγες μέρες πριν από την έκδοση του βιβλίου, ο Ουμπέρτο Έκο βρέθηκε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Άγιον Όρος. Επισκέφθηκε την Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου και τη βιβλιοθήκη της, όπου φυλάσσεται ο κώδικας «Γεωγραφία Κλαύδιου Πτολεμαίου», ένα από τα σπανιότερα χειρόγραφα παγκοσμίως, που χρονολογείται στα τέλη του 13ου με αρχές του 14ου αιώνα.
Ζούσε με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους, άλλοτε στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα δαιδαλώδες διαμέρισμα με βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι (ένα τεράστιο κτήμα του 17ου αιώνα, στο οποίο παλιά στεγαζόταν ένα σχολείο Ιησουιτών).
Ο Έκο ήταν έντονα πολιτικοποιημένος και αριστερός, με φανερή συμπάθεια στα αριστερά κόμματα. Παρόλα αυτά ποτέ δεν είχε ενταχθεί σε κάποιο κόμμα, δείγμα της αδογμάτιστης και αδούλωτης προσωπικότητάς του.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Ουμπέρτο_Έκο
Γεώργιος Δροσίνης, ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος, ένας από τους πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής στην ποίηση και της ηθογραφίας στην πεζογραφία
Γεώργιος Δροσίνης
Ο Γεώργιος Δροσίνης ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής στην ποίηση και της ηθογραφίας στην πεζογραφία. (9 Δεκεμβρίου 1859 - 3 Ιανουαρίου 1951)
Η πρώτη ποιητική του συλλογή Ιστοί Αράχνης σηματοδότησε την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής ενώ το διήγημά του Χρυσούλα κέρδισε το πρώτο βραβείο στον πρώτο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Η Εστία» το 1883.
Γεννήθηκε σε ένα αρχοντικό της Πλάκας στην Αθήνα από γονείς Μεσολογγίτες. Ήταν γιος του Χρήστου Δροσίνη, που εργαζόταν ως ανώτατος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών και της Αμαλίας Πετροκόκκινου, της οποίας η οικογένεια είχε κατεβεί στην Αθήνα με τον Καποδίστρια. Η οικογένεια του Δροσίνη, εκτός από εύπορη ήταν και γνωστή για τη συνεισφορά της στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Παππούς του ήταν ο Γιώργης Καραγιώργης, που σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου το 1826 ενώ ο προπάππος του ήταν ο Καπετάν-Αναστάσης Δροσίνης, γνωστός και ως ο Πρωτοκλέφτης των Αγράφων.
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και μεταγράφηκε στη φιλοσοφική σχολή μετά από σύσταση του Νικόλαου Πολίτη. Το 1885 συνέχισε τις σπουδές του στην Ιστορία της τέχνης στο εξωτερικό, στα Πανεπιστήμια της Λειψίας, της Δρέσδης και του Βερολίνου, στη Γερμανία, χωρίς όμως να πάρει κάποιο πτυχίο. Επίσης ανήκε στον κύκλο των προοδευτικών ποιητών(μαζί με τους Νίκο Καμπά και Κωστή Παλαμά)που επιδίωκαν να ανανεώσουν τον ποιητικό τους λόγο και να καθιερώσουν την δημοτική ως επίσημη γλώσσα της λογοτεχνίας
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού "Η Εστία", το οποίο μετέτρεψε σε καθημερινή εφημερίδα το 1894. Παράλληλα με την λογοτεχνική προσφορά του, συνεισέφερε σημαντικά σε πολλούς τομείς της πνευματικής και κοινωνικής ζωής της χώρας: ήταν γραμματέας του "Συλλόγου προς διάδοση ωφελίμων βιβλίων" που είχε ιδρύσει ο Δημήτριος Βικέλας από το 1899. Ιδρυτής του Ημερολογίου της Μεγάλης Ελλάδας το 1922, διευθυντής του Τμήματος Γραμμάτων και Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας (1914-1920) και 1922-1923 και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από την ίδρυσή της το 1926.
Το 1918 αγόρασε μαζί με τον αδελφό του το σπίτι του θείου τους Διομήδη Κυριακού στην Κηφισιά και από το 1939 έμενε μόνιμα στο οίκημα αυτό που είχε μετονομασθεί σε έπαυλη Αμαρυλλίδα. Έζησε εκεί τα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της κατοχής μέχρι το τέλος της ζωής του την 3 Ιανουαρίου 1951. Το σπίτι αυτό έχει αναπαλαιωθεί, είναι σήμερα ιδιοκτησία του Δήμου Κηφισιάς και στεγάζει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κηφισιάς από το 1991 και το Μουσείο Δροσίνη από το 1997.
Στο μουσείο αυτό υπάρχει μέσα ολόκληρο το έργο του Δροσίνη και το οποίο περιλαμβάνει: Τις πρώτες εκδόσεις των βιβλίων του, Περιοδικά και λεξικά, προσωπικά αντικείμενα του ποιητή και πλούσιο λαογραφικό υλικό.
Στον 1ο όροφο βρίσκεται ή δανειστική βιβλιοθήκη και το τμήμα των ηλεκτρονικών υπολογιστών με ελεύθερη πρόσβαση στο Ίντερνετ.
Η αριστερή αίθουσα του 2ου ορόφου περιλαμβάνει: Συλλογές βιβλίων παλιά αναγνωστικά, οικογενειακές φωτογραφίες και τις πρώτες εκδόσεις του Ιστορικού λεξικού της Νέας Ελληνικής της Ακαδημίας των Αθηνών, το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών που απονεμήθηκε στον Δροσίνη, την ιδιόγραφη διαθήκη του και διάφορα άλλα προσωπικά αντικείμενά του.
Η δεξιά αίθουσα του 2ου ορόφου περιλαμβάνει: Ολόκληρο το λογοτεχνικό έργο του καθώς φυλάσσονται μεταφρασμένα παραμύθια, παρτιτούρες με μελοποιημένα ποιήματα, παλιοί τόμοι των εικονογραφημένων περιοδικών Εστία, της Διάπλασης Των Παίδων, Σχολικά Βοηθήματα, την λαογραφική βιβλιοθήκη, Το Ημερολόγιο Της Μεγάλης Ελλάδας, Χειρόγραφα, Επιστολές, Σχετικά άρθρα από ελληνικές και ξένες εφημερίδες, Προσωπικά του είδη και το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής που του απονεμήθηκε για την πνευματική του προσφορά.
Ο 3ος όροφος είναι ειδικά διαμορφωμένος για τις επισκέψεις μαθητών. Περιλαμβάνει αφιερώματα του ίδιου του λογοτέχνη και των ηρώων των ποιημάτων του όπως της Αμαρρυλίδος, της Αμυγδαλιάς και του Μπάρμπα-Δήμου, ένα παλιό γραμμόφωνο με δίσκους, λαογραφικό υλικό και αφίσες από πίνακες γνωστών ζωγράφων και οι οποίες τυπώθηκαν στην Λειψία για λογαριασμό του περιοδικού της Εστίας.
Στο μουσείο οργανώνονται εκπαιδευτικές ξεναγήσεις σε ομάδες επισκεπτών και σε μαθητές σχολείων.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Γεώργιος Δροσίνης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της «Ακαδημίας Αθηνών», ενώ το 1947 προτάθηκε από το Ελληνικό Κράτος για το βραβείο Νόμπελ, σε αναγνώριση της αξίας του έργου του, το οποίο τελικά απονεμήθηκε στο Γάλλο λογοτέχνη Αντρέ Ζιντ (André Gide).
Έργο
Ο Γ. Δροσίνης ασχολήθηκε εξίσου με την πεζογραφία και την ποίηση, αλλά σημαντικότερο θεωρείται το ποιητικό του έργο. Άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα ποιήματά του το 1878 στην εφημερίδα "Ραμπαγάς", με το ψευδώνυμο "Αράχνη". Ανήκε στον κύκλο των προοδευτικών ποιητών (μαζί με τους Νίκο Καμπά και Κωστή Παλαμά), που επεδίωκαν να ανανεώσουν τον ποιητικό λόγο, να τον απαλλάξουν από τον στόμφο και την απαισιοδοξία της Α' Αθηναϊκής Σχολής και να καθιερώσουν την δημοτική ως επίσημη γλώσσα της λογοτεχνίας. Η χρονολογία έκδοσης της πρώτης του ποιητικής συλλογής, το 1880, είναι το ορόσημο της εμφάνισης της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Ο Δροσίνης συνέχισε να υπηρετεί την ποίηση ως το τέλος της ζωής του, χωρίς όμως η ποιητική του τέχνη να παρουσιάσει κάποια εξέλιξη.
Τα πεζογραφικά έργα του Δροσίνη εντάσσονται στον χώρο της ηθογραφίας: απεικονίζουν σκηνές από την αγροτική ζωή, ήθη, έθιμα και παραδόσεις του λαού της υπαίθρου. Ο συγγραφέας εξ άλλου ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη Λαογραφία (ήταν ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας) και είχε ασχοληθεί με τη συλλογή τραγουδιών, εθίμων και παραδόσεων. Το κύριο γνώρισμά των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του είναι ο ειδυλλιακός χαρακτήρας. Παρ' όλο που στην ποίηση ήταν ένας από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού, οι γλωσσικές του επιλογές στην πεζογραφία ήταν συντηρητικότερες, κάτι που αποτελεί μια από τις βασικές αδυναμίες του πεζογραφικού του έργου.
Εργογραφία
Ποίηση
Ιστοί Αράχνης, 1880
Σταλακτίται, 1881
Ειδύλλια, 1884
Αμάραντα, 1890
Γαλήνη (1891-1902), 1902
Φωτερά Σκοτάδια (1903-1914), 1915
Κλειστά βλέφαρα (1914-1917), 1918
Πύρινη Ρομφαία-Αλκυονίδες (1912-1921), 1921
Το μοιρολόι της όμορφης, 1927
Θα βραδιάζη (1915-1922), 1930
Είπε: (1912-1932), 1932
Φευγάτα Χελιδόνια (1911-1935), 1936
Σπίθες στη στάχτη, 1940
Λαμπες, 1947
Μυθιστορήματα
Αμαρυλλίς, 1886
Το βοτάνι της ζωής, 1901
Το βοτάνι της αγάπης, 1901
Έρση (μυθιστόρημα), 1922
Ειρήνη (μυθιστόρημα), 1945
Συλλογές διηγημάτων
Αγροτικαί επιστολαί, 1882
Διηγήματα και αναμνήσεις, 1886
Διηγήματα των αγρών και της πόλεως, 1904
Το ανθισμένο ξύλο-Τρεις εικόνες (διηγήματα), 1948
Παραμύθια
Παιδικά παραμύθια, 1889
Ελληνική Χαλιμά. Τα ωραιότερα παραμύθια του ελληνικού λαού, 1921 και 1926
Άλλα έργα
Σκόρπια φύλλα της ζωής μου (αναμνήσεις)
Παράδοξος γάμος (κωμωδία μονόπρακτη), 1878
Το μήλον (κωμωδία), 1884
Τρεις ημέραι εν Τήνω 1888
Αι μέλισσαι 1890
Αι όρνιθες 1895
Το ψάρευμα 1908
Συλλογαί φυσικής ιστορίας 1912
Οι τυφλοί 1924
Η σκοπευτική άσκησις του έθνους 1938
Ο κυνηγός 1948
Ημερολόγιο της πολιορκίας του Μεσολογγίου 1958
Γεώργιος Νάζος 1966
Επιστολαί του Νικολάου Γύζη 1969
Ο Μπαρμπα-Δήμος 1974
Θαλασσινα τραγουδια[4] [5]1884
Ιστορικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, εκδόσεις δωρική 1972
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/wiki/Γεώργιος_Δροσίνης
Περισσότερα Άρθρα...
- Μήτση Κωνσταντάρα, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός, ήταν αδερφή του ηθοποιού Λάμπρου Κωνσταντάρα, έπαιξε και διακρίθηκε σε δεύτερους ρόλους
- Σάμιουελ Μπέκετ, ήταν Ιρλανδός λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, έχει τιμηθεί με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας
- Τζο Κόκερ, ήταν Άγγλος μουσικός και τραγουδιστής
- Τζάκομο Πουτσίνι, ήταν Ιταλός συνθέτης όπερας, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του ιταλικού βερισμού