Άρθρα
Πάνος Γλυκοφρύδης, εμβληματική φυσιογνωμία του Ελληνικού Κινηματογράφου, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς
Πάνος Γλυκοφρύδης
Ο Πάνος Γλυκοφρύδης, εμβληματική φυσιογνωμία του Ελληνικού Κινηματογράφου, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς με μεγάλη προσφορά στον εγχώριο καλλιτεχνικό στερέωμα. (25 Αυγούστου 1930 - 14 Μαρτίου 2010)
Με τη σκηνοθεσία του, σφράγισε κλασικές κωμωδίες του Θανάση Βέγγου, καθώς και κάποιες εξαιρετικές δραματικές μυθοπλασίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε κινηματογράφο στην Σχολή Λυκούργου-Σταυράκου και έκανε την κινηματογραφική πρακτική του στο Παρίσι. Με την επιστροφή του, εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη, αρχικά δίπλα στον δάσκαλό του Γρηγόρη Γρηγορίου, και στη συνέχεια πλάι στους Ντίμη Δαδήρα και Βασίλη Γεωργιάδη.
Το 1959 γύρισε την πρώτη του ταινία, «Δουλειές με Φούντες» και το 1961, με την ταινία «Διαβόλου Κάλτσα», ξεκίνησε η πολύχρονη και γονιμότατη συνεργασία του με τον Θανάση Βέγγο, με τον οποίον γύρισε έντεκα ταινίες σε διάστημα είκοσι χρόνων.
Το 1966 έκανε στροφή στην καριέρα του, γυρίζοντας την ξεχωριστή ταινία «Με τη Λάμψη στα Μάτια», η οποία κατέκτησε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκη τρία βραβεία και αργότερα προβλήθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά κινηματογραφικά έργα, στο πλαίσιο δύο μεγάλων αναδρομικών εκδηλώσεων που οργάνωσαν το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (1993) και το Κέντρο Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι (1995).
Ο Πάνος Γλυκοφρύδης σκηνοθέτησε συνολικά 21 ταινίες. Παράλληλα, σκηνοθέτησε και πολλές θεατρικές παραστάσεις, ενώ έβαλε την υπογραφή του στην ξεχωριστή τηλεοπτική σειρά «Γιάννης και Μαρία» με δικό του σενάριο και σκηνοθεσία. Η δημοφιλής και σύγχρονη για την εποχή της σειρά, εγκαινίασε μια απλή γλώσσα και ένα ελεύθερο και ακαλούπωτο στυλ στις ερμηνείες των ηθοποιών Πέμυ Ζούνη και Ηλία Γιαννίτσο, και ξετύλιξε την ταραχώδη ελληνική μεταπολεμική ιστορία, ψηλαφίζοντας και τα προβλήματα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Διετέλεσε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, μέλος των Δ.Σ. του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, της καλλιτεχνικής επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου, καθώς και καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, ενώ δίδαξε και σκηνοθεσία στην Σχολή Κινηματογράφου Σταυράκου.
Η τελευταία ταινία που γύρισε ήταν το 1992 «Τα Παιδιά του Ονείρου» και έκτοτε αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.
Πληροφορίες: finosfilm.com/movies/artistView/951
Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, ήταν ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες ρεμπέτες ερμηνευτές, οργανοπαίκτες και συνθέτες
Δημήτρης Γκόγκος
Ο Δημήτρης Γκόγκος, ήταν ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες ρεμπέτες ερμηνευτές, οργανοπαίκτες και συνθέτες. (Πειραιάς, 28 Φεβρουαρίου 1903 - Αθήνα, 18 Νοεμβρίου 1985)
Το παρατσούκλι «Μπαγιαντέρας», το πήρε το 1925 όταν διασκεύασε και έπαιξε στο μπουζούκι του κάποια κομμάτια απ' την οπερέτα του Έμεριχ Κάλμαν (Emmerich Kálmán) "Η Μπαγιαντέρα" μεταξύ των οποίων και το ομότιτλο τραγούδι.
Ο Μπαγιαντέρας έγραψε τραγούδια που γνώρισαν πολύ μεγάλη επιτυχία, όπως τα «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Χατζηκυριάκειο», «Σα μαγεμένο το μυαλό μου» και άλλα.
Καταγόταν από τον Πόρο. Ο πατέρας του Γιάννης Γκόγκος, ήταν Ποριώτης, και η μητέρα του Αγγελική από την Ύδρα.
Γεννήθηκε στον Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο, το 1903.
Φοίτησε στο δημοτικό και όταν το τελείωσε συνέχισε και πήρε το πτυχίο του, καθιερωμένου τότε, τετρατάξιου Γυμνασίου.
Μετά απέκτησε πτυχίο ηλεκτρολόγου. Ποτέ, όμως, δεν άσκησε το επάγγελμά του.
Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του από 17 ετών επιδόθηκε στο μπουζούκι, με μεγάλη επιτυχία. Έπαιζε επίσης μαντολίνο, κιθάρα και βιολί.
Την περίοδο της Κατοχής ο Μπαγιαντέρας εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Τα δύσκολα εκείνα χρόνια έζησε μέσα στη φτώχεια, καθώς το πρωί πήγαινε στα συσσίτια για να εξασφαλίσει το γάλα των παιδιών του και τις νύχτες έπαιζε σε διάφορες ταβέρνες.
Λόγω αβιταμίνωσης τυφλώθηκε το 1941 και μάλιστα πάνω στο πάλκο, την ώρα που τραγουδούσε.
Τα τραγούδια του έγιναν αμέσως γνωστά, και μερικές από τις επιτυχίες του είναι: «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Αποβραδίς ξεκίνησα», «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει», « Ξεκινάει μια ψαροπούλα», «Ξαβεργιώτισσα», «Πειραιωτοπούλα», «Παρηγοριά ζητούσα κάθε βράδυ», «Αλάνι με φωνάζουν» και ακόμη: «To μαναβάκι», «Για μια κουτσουκαριώτισσα», «Μάτια γλυκά και γαλανά», «Γυρνώ σαν νυχτερίδα», «Το τραγούδι της αγάπης», «Το αλανάκι», «Ελα να μπερμπαντέψεις», «Του Κυριάκου το γαϊδούρι», «H μικρή από το Πασαλιμάνι», « Η άνοιξις», « Με ξέχασες», « Το πέρασμα», « Η κοτούλα», « Μια τράτα Κουλουριώτικη», «Κι αν χωρίσαμε δε φταίω» και άλλα.
Εκτός από τα 100, περίπου, τραγούδια και τα 30 ανέκδοτα, έχει στο ενεργητικό του και μια μέθοδο για την εκμάθηση του μπουζουκιού άνευ διδασκάλου.
Τα τελευταία χρόνια ο Μπαγιαντέρας τα έζησε απομονωμένος στο σπίτι του στο Περιστέρι, στον Άγιο Ιερόθεο, συντροφιά με τη σύζυγό του Δέσποινα.
Το 1971 κυκλοφορεί σε 45άρι ο "Καθρέφτης", ντουέτο με το Διονύση Σαββόπουλο, μαζί με τον "Πολιτευτή" του δεύτερου.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1985 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και μπήκε στο νοσοκομείο. Έγινε καλά και βγήκε.
Στις 24 Οκτωβρίου μπήκε πάλι στον "Ευαγγελισμό", μετά από ουρολοίμωξη και λοίμωξη του αναπνευστικού.
Πέθανε στις 18 Νοεμβρίου του 1985.
Κούλης Στολίγκας, Έλληνας ηθοποιός και ένας από τους πιο αγαπητούς ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου
Κούλης Στολίγκας
Ο Κούλης (Ιωάννης) Στολίγκας ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και κινηματογράφου, γεννήθηκε στη Δράμα το 1910 και πέθανε στις 24 Φεβρουαρίου 1984 στην Αθήνα.
Σπούδασε φωνητική μουσική στο ωδείο της γενέτειράς του.
Το θεατρικό του ντεμπούτο το έκανε το 1933 στην οπερέτα του Λέχαρ "Εύθυμη χήρα".
Συνεργάστηκε με οπερετικούς και επιθεωρησιακούς θιάσους στην Αθήνα και στην επαρχία έως το 1942.
Στα 1947 συγκρότησε δικό του θίασο οπερέττας και στα 1955 τον μετέτρεψε σε θίασο πρόζας.
Υπήρξε ένας από τους πιο αγαπητούς ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου, ιδιαίτερα σε ρόλους κονφερασιέ, με πηγαίο χιούμορ και ιδιαίτερο στύλ, παίζοντας σε ταινίες όπως "Η Χιονάτη και οι 7 νάνοι", "Ο εμίρης και ο κακομοίρης", "Έξω οι κλέφτες".
Τα τελευταία χρόνια ζούσε απομονωμένος από τα φώτα της δημοσιότητας μαζί με τις δύο αδερφές του και δεν είχε παιδιά. Κηδεύτηκε στον Κόκκινο Μύλο.
Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ, ήταν Γάλλος ζωγράφος, από τις ηγετικές μορφές του ιμπρεσιονισμού
Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ
Ο Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ, ήταν Γάλλος ζωγράφος, από τις ηγετικές μορφές του ιμπρεσιονισμού. (Pierre Auguste Renoir, 25 Φεβρουαρίου 1841 - 3 Δεκεμβρίου 1919)
Γεννήθηκε στην πόλη Λιμόζ της Γαλλίας, γιος του ράφτη Λεονάρ Ρενουάρ και της εργάτριας Μαργκερίτ. Σε ηλικία τριών ετών η οικογένειά του μετακόμισε στο Παρίσι όπου φοίτησε, στα επτά του χρόνια, σε καθολικό σχολείο.
Τα βράδια παρακολουθούσε μαθήματα στη Σχολή Σχεδίου και Διακόσμησης. Προς το τέλος της χρονιάς επισκεπτόταν το ατελιέ των αδελφών Λεβί, που όμως λίγο αργότερα έκλεισε κι έτσι στράφηκε προς το ατελιέ του Ζιλμπέρ. Όταν μάζεψε λίγα χρήματα, έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Οι εκθέσεις, οι γνωριμίες και οι επιρροές
Το 1862 γράφτηκε στο ατελιέ των Ερλ Σινιόλ και Μαρκ-Σαρλ-Γκαμπριέλ Γκλαιρ. Εκεί γνώρισε τους Κλοντ Μονέ, Φρεντερίκ Μπαζίλ και Άλφρεντ Σίσλεϋ. Την ίδια περίοδο, εξασφάλισε άδεια για να αντιγράφει έργα άλλων καλλιτεχνών στο Μουσείο του Λούβρου.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Ρενουάρ ξεκίνησε να εκθέτει έργα του, ωστόσο για αρκετά χρόνια δε γνώρισε σημαντική αναγνώριση. Μέχρι τον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο του 1870, γύριζε με ένα σακίδιο στον ώμο και έζησε πολύ φτωχικά.
Το 1867 ένας πίνακάς του με τον τίτλο Λιζ (Lise) έγινε δεκτός στο Σαλόν του Παρισιού. Την περίοδο αυτή θεωρείται πως ο Ρενουάρ επηρεάστηκε σημαντικά από τον Κλωντ Μονέ, πλησιάζοντας ολοένα και περισσότερο προς τον ιμπρεσιονισμό. Κατά πολλούς το διάστημα 1870&ndash1883 αποτελεί τη λεγόμενη ιμπρεσιονιστική περίοδο του Ρενουάρ.
Κατά τον πόλεμο του 1870 υπηρέτησε στη Φρουρά της Ταρμά, στο Σώμα Πυροβολικού, όμως την επόμενη χρονιά αρρώστησε κι αποστρατεύτηκε, επιστρέφοντας έτσι στο Παρίσι. Η πολιορκία του Παρισιού του στέρησε τους φίλους του, καθώς ο Μονέ κι ο Μετρ αναζήτησαν καταφύγιο στην Αγγλία ενώ ο Μπαζίλ πέθανε.
Το 1874 συμμετείχε στην πρώτη έκθεση της ομάδας των ιμπρεσιονιστών. Από μία δημοπρασία έργων του έλαβε 1.200 φράγκα κι εγκαταστάθηκε στη Μονμάρτρη.
Το 1876 συναντά έναν εκδότη, ο οποίος τον κάνει πλούσιο. Γνωρίζει τον Εμίλ Ζολά.
Η διαφοροποίηση
Τη δεκαετία του 1880, ο Ρενουάρ σταδιακά διαχωρίστηκε από τους υπόλοιπους ιμπρεσιονιστές. Έστησε το ατελιέ του στη Μονμάρτρη το 1880 και γνωρίστηκε με την Αλίν Σαριγκό, την οποία νυμφεύτηκε.
Το 1881 ταξίδεψε στην Αλγερία και κατόπιν στην Ισπανία και την Ιταλία, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο του Ραφαήλ από το οποίο επηρεάστηκε βαθιά.
Το 1884, μαθαίνοντας πως η Αλίν περιμένει το παιδί τους, επέστρεψε για να μείνει κοντά της και την επόμενη χρονιά γεννήθηκε ο γιος τους Πιέρ.
Το 1889 συνάντησε τον μηχανικό Άιφελ (Eiffel, γαλλ. προφ. Εφέλ) και περίπου το 1892 άρχισε να αναπτύσσει παραμορφωτική αρθρίτιδα, νόσο που τον βασάνισε μέχρι τον θάνατό του.
Αντιμετώπισε σημαντικό πρόβλημα παραμορφώσεων στα χέρια ενώ σε πιο προχωρημένο στάδιο ένας ώμος του καθηλώθηκε εξαιτίας αγκύλωσης, γεγονός που ανάγκασε τον Ρενουάρ να διαφοροποιήσει την τεχνική του.
Παρά τις σωματικές του δυσχέρειες, δεν εγκατέλειψε τη ζωγραφική.
Το 1893 απέκτησε έναν ακόμα γιο, τον Κλοντ.
Το 1907 μετακόμισε με την οικογένειά του στην πιο θερμή περιοχή Καν-συρ-Μερ (Cagnes-sur-Mer).
Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι δυο γιοι του κατετάγησαν στον στρατό και τραυματίστηκαν σοβαρά. Η μητέρα τους τους επισκέφτηκε, αλλά εξαντλημένη κατά την επιστροφή της πέθανε το 1915.
Το 1919, ο Ρενουάρ επισκέφτηκε το Λούβρο όπου είχε την ευκαιρία να δει δικούς του πίνακες να εκτίθενται μαζί με κλασικά έργα. Σήμερα τα έργα του τού Λούβρου βρίσκονται στο Μουσείο Ορσέ.
Απεβίωσε στις 3 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς σε ηλικία 78 ετών.
Σπάνιο φιλμ του 1915 με τον Ρενουάρ.
Όταν μια ομάδα Γερμανών διανοουμένων εξέδωσε ένα μανιφέστο μετά το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου όπου υπερηφανεύονταν για την ανωτερότητα του γερμανικού πολιτισμού, ο Guitry εξαγριώθηκε. Ως πράξη πατριωτισμού αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία με τους μεγάλους άνδρες και γυναίκες των τεχνών της Γαλλίας.
Η διάρκειας 22 λεπτών ταινία-ντοκουμέντο μιας ολόκληρης εποχής, κυκλοφόρησε με τον τίτλο Ceux de Chez Nous και καταγράφει κάποια απ' αυτά τα πρόσωπα.
Στο 3λεπτο απόσπασμα, ο 74χρονος ζωγράφος κάθεται στο καβαλέτο του, εφαρμόζοντας χρώμα στον καμβά, ενώ ο μικρότερος γιος του Claude προσπαθεί να οργανώσει την παλέτα και να τοποθετήσει το πινέλο στο μονίμως σφιγμένο χέρι του πατέρα του. Όταν γυρίστηκε η ταινία, ο Ρενουάρ δεν μπορούσε να περπατήσει ούτε καν με πατερίτσες.
Εξαρτιόνταν από άλλους για να τον μετακινούν με μια αναπηρική καρέκλα. Υπήρχαν μέχρι και στιγμές που ο πόνος ήταν τόσος που ουσιαστικά ήταν παράλυτος.
Πληροφορίες: pyli-apokalypseis.com & el.wikipedia.org/wiki/Πιερ_Ωγκύστ_Ρενουάρ.
Γιώτα Λύδια, Ελληνίδα τραγουδίστρια, μια από τις μεγαλύτερες και σπουδαιότερες λαϊκές τραγουδίστριες
Γιώτα Λύδια
Η Γιώτα Λύδια, είναι Ελληνίδα τραγουδίστρια, μια από τις μεγαλύτερες και σπουδαιότερες λαϊκές τραγουδίστριες. (Παναγιώτα Μανταράκη, 24 Φεβρουαρίου 1934)
Γεννήθηκε το 1934 στη Νέα Ιωνία έχοντας καταγωγή από τη Μικρά Ασία, παντρεύτηκε στα 14 της τον μετέπειτα συνθέτη των μεγάλων επιτυχιών της Στράτο Ατταλίδη και στα 15 της γεννάει τον μοναχογιό της.
Μπήκε στην δισκογραφία το 1954 με την προτροπή του συζύγου της και του συνθέτη Γεράσιμου Κλουβάτου του οποίου τραγούδησε και τα δύο πρώτα τραγούδια της, ο μαέστρος Χρυσίνης τότε την βάφτισε Λύδια. Αμέσως αναγνωρίστηκε η αξία και το σπάνιο μέταλλο της φωνή της και όλοι οι συνθέτες θέλησαν να συνεργαστούν μαζί της. Τραγουδάει Τσιτσάνη, Παπαϊωαννου, Χιώτη (Ηλιοβασιλέματα κ.α), Καραπατάκη, Λαύκα, Μητσάκη, Μπακάλη, Δερβενιώτη, και βέβαια Απόστολο Καλδάρα με τον οποίο δίνουν το σπουδαίο και διαχρονικό τραγούδι Συ μου χάραξες πορεία.
Η ίδια χαρακτηρίζεται από το γεγονός οτι τραγουδάει με ευκολία όλα τα είδη του τραγουδιού πάντα με μεγάλη επιτυχία, σμυρναίικα, τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα, μικρασιάτικους αμανέδες, ελαφρό- μοντέρνο τραγούδι, νησιώτικα αλλά και δημοτικά τα οποία έχουν σημαντική θέση στο ρεπερτόριο της ερμηνεύτριας.
Από το 1954-1958 η Λύδια γίνεται αναγνωρίσιμη και αγαπημένη του κοινού μόνο μέσα από τους δίσκους 78 στροφών.
Δεκαετία'60
Πρωτοβγαίνει στο πάλκο δίπλα στον Στέλιο Καζαντζίδη αλλά και την Μαρινέλλα στο κέντρο '' Μαντουμπάλα'',οι εμφανίσεις της σε νυχτερινά κέντρα όλα αυτά τα χρόνια θα είναι εξαιρετικά μετρημένες. Οι δυο σπουδαίοι ερμηνευτές ένωσαν τις φωνές τους και σε δίσκους (Συννεφιασμένη Κυριακή, Καβουράκια, κ.α.). Το 1960 βρίσκει τη Γιώτα Λύδια να τραγουδάει μια μεγάλη σειρά τραγουδιών του Στράτου Ατταλίδη και του Κώστα Βίρβου, Γύρνα πάλι γύρνα, Ο ταυρομάχος, Η τσιγγάνα η Μαρίτσα, Έλα γύφτο μ'έλα, Πες μου γιατί, Σαν ζητιάνα σε κοιτώ, Αχ ας μπορούσα(στίχοι Γ.Κοινούση) και βέβαια το Γιατί θες να φύγεις που θα πας, ένα τραγούδι σταθμός που σημείωσε ένα αξεπέραστο μέχρι και τις μέρες μας δισκογραφικό ρεκόρ, πούλησε παραπάνω από 845.000 δίσκους.
Παράλληλα εμφανίζεται στου Τζίμη του χοντρού με τη συμμετοχή του Χρηστάκη και αργότερα στην Μαντουμπάλα με τον Σπύρο Ζαγοραίο και το Μανώλη Αγγελόπουλο με τον οποίο τους συνδέει μια άριστη επαγγελματική σχέση καθώς πρώτη φορά τραγούδησε σε δίσκο ο Αγγελόπουλος δίπλα στη Λύδια την περίφημη Μαγκάλα αλλά και έπειτα είπαν επιτυχημένα ντουέτα (Σαν θεό σ'αγαπώ, Μανταλένα, Αχ μουσταφά κ.α.)
Η ίδια ήταν κοντά και στο ξεκίνημα του Στράτου Διονυσίου στο τραγούδι Φύγε-φύγε. Ξεχωριστή στιγμή στην καριέρα της είναι η συνεργασία της με τον Μίκη Θεοδωράκη ερμήνευσε κομμάτια από το τραγούδι του νεκρού αδερφού όπως Κοιμήσου αγγελούδι μου, Μελαχροινή μου κοπελιά, Ο ουρανός είναι κλειστός, Προδομένη αγάπη και εμφανίζεται μαζί του στα θέατρα Κεντρικόν και Καλούτα μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Το 1965 ξανασυνεργάζεται με τον Καζαντζίδη και την Μαρινέλλα στο Φαληρικόν,εκεί είναι που είπε ο Καζαντζίδης το οριστικό αντίο στις πίστες.
Το 1967-1968 η Γιώτα Λύδια γνωρίζει και πάλι μέρες δόξας, συνεργάζεται με τον Ακη Πάνου αφήνοντας κληρονομιά ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια μέχρι σήμερα το Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα, ενώ το τραγούδι της σε μουσική και στίχους του Νίκου Δαλέζιου Να' χα εκατό καρδιές σπάει ακόμα μία φορά ρεκόρ πωλήσεων. Την ίδια εποχή τραγουδάει στην Φαντασία με τους Τσιτσάνη, Μενιδιάτη, Λαμπράκη, Σούκα, Ρεπάνη, Κατινάρη, Λιόση κ.α.
Εκεί γνωρίζει τον δεύτερο σύζυγό της με τον οποίο είναι μέχρι και σήμερα μαζί, ακόμη ηχογραφεί τραγούδια του Κατινάρη, Καραμπεσίνη, Κοινούση, Ρεπάνη, Δαλέζιου, Καρανικόλα, ενώ ερμηνεύει το συμφέρον του Μάρκου Βαμβακάρη σε ενορχήστρωση Σταύρου Ξαρχάκου.
Δεκαετίες '70-΄80 και '90
Στα τέλη του 60 και αρχές του 70 τα πράγματα στο τραγούδι αλλάζουν προς το χειρότερο για τους παλιούς ερμηνευτές έτσι η Λύδια αποσύρεται από τα μαγαζιά και αραιώνει την δισκογραφική της παρουσία, τότε όμως θα γνωρίσει την αποθέωση τραγουδώντας επί σειρά ετών στους ομογενείς της Αμερικής και της Αυστραλίας,δισκογραφικά βγάζει τους δίσκους Δύο φωτιές, Χίλια μαχαίρια, Γιώτα Λύδια με τη συμμετοχή του Τάκη Σούκα και το 1974 το Μία παρασκευή.
Η επιστροφή της στην δισκογραφική εταιρεία από όπου βγήκε οπού είχε μετονομαστεί σε minos έγινε το 1976 με το άλμπουμ Επιστροφή στις ρίζες ένας δίσκος με σμυρναίικα τραγούδια και αξεπέραστες ερμηνείες από την ανατολίτικη, λυγμική και γεμάτη γυρίσματα φωνή της, το 1977 κυκλοφορεί ακόμη έναν δίσκο στην εταιρεία το Μπορεί των Βασίλη Βασιλειάδη και Τάκη Μουσαφίρη ενώ εμφανίζεται στο κέντρο του Κώστα Καρουσάκη.
Αρχές του 80 η Λύδια απείχε συνειδητά από τα πράγματα με εξαίρεση τη συμμετοχή της στον δίσκο του Γιάννη Μαρκόπουλου Βαριά λαϊκά ώσπου το 1984 επανέρχεται στο τραγούδι με την προτροπή του Γιώργου Νταλάρα όπου εκείνη την περίοδο μεσουρανούσε, ηχογραφώντας έναν δίσκο οπού τραγουδούσαν μαζί και χωριστά παλιά λαϊκά τραγούδια.
Ο δίσκος είχε την ονομασία Καλημέρα κυρία Λύδια που διάλεξε ο Νταλάρας για να τιμήσει την μεγάλη τραγουδίστρια, ο δίσκος θεωρείται από τους καλύτερους της δεκαετίας του 80 και γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία με πωλήσεις άνω των 180.000 αντιτύπων,ακόμη εμφανίζεται στο παλαί ντε σπορ της Θεσσαλονίκης δίπλα στον Γιώργο Νταλάρα και την Χαρούλα Αλεξίου.
Το 1986 κυκλοφορεί ο τελευταίος δίσκος της στη minos με τίτλο Καθαρά και ξάστερα με δημιουργίες των δύο μεγάλων συνθετών της εποχής Τάκη Σούκα και Χρήστου Νικολόπουλου,εμφανίζεται με τον Σούκα και τον Κοντογιάννη στις Νταλίκες και αργότερα με τον Απόστολο Καλδάρα.
Στα χρόνια του 90 πραγματοποιεί δύο ακόμη σημαντικές εμφανίσεις με τον Αντώνη Βαρδή και την Χριστίνα Μαραγκόζη στο Ζουμ και στον Διογένη με την Πόλυ Πάνου, ηχογραφεί ακόμη δύο δίσκους,το 1997 κάνει την τελευταία της δισκογραφική εμφάνιση και παρουσία της στα κέντρα δίπλα στον Βαγγέλη Κονιτόπουλο.
Τελευταίες της εμφανίσεις στην τηλεόραση έγιναν στην Σεμίνα Διγενή και τον Σπύρο Παπαδόπουλο,το 2006 κυκλοφόρησε η βιογραφία της από τον Κώστα Μπαλαχούτη.
Ακόμη επηρέασε με την ερμηνεία της, πολλές μετέπειτα σημαντικές τραγουδίστριες (Γλυκερία, Βιτάλη κ.ά.).
Περισσότερα Άρθρα...
- Νίκος Κούνδουρος, ήταν ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες σκηνοθέτες
- Φιλοποίμην Φίνος ο "Πατριάρχης" του Ελληνικού Κινηματογράφου
- Ξαβιέρα Χολάντερ, γραμματέας της Ολλανδικής Πρεσβείας που έγινε πόρνη, μαντάμ, διάσημη συγγραφέας και αρθρογράφος του Penthouse για 30 χρόνια
- Μιχάλης Γενίτσαρης, ήταν Έλληνας ρεμπέτης τραγουδιστής και μουσικός που έγραψε περί τα 700 τραγούδια που ερμήνευσαν μεγάλοι λαϊκοί τραγουδιστές