Άρθρα
Λίβαϊ Στρως, ήταν Αμερικανός επιχειρηματίας που ίδρυσε την πρώτη εταιρεία παραγωγής μπλου τζιν
Λίβαϊ Στρως
Ο Λίβαϊ Στρως, ήταν Αμερικανός επιχειρηματίας που ίδρυσε την πρώτη εταιρεία παραγωγής μπλου τζιν. Η εταιρεία του, η Levi Strauss & Co., ιδρύθηκε το 1853 στο Σαν Φρανσίσκο. (Levi Strauss, 26 Φεβρουαρίου 1829 – 26 Σεπτεμβρίου 1902)
Οι απαρχές
Ο Λίβαϊ Στρως γεννήθηκε ως Λεμπ Στράους (Löb Strauß) στην κωμόπολη Μπούτενχαϊμ, στην περιοχή Φραγκονία του βασιλείου της Βαυαρίας. Οι γονείς του, ο Χιρς (Hirsch) και η Ρεβέκκα Στράους, ήταν Ασκεναζίτες Εβραίοι. Μόλις ο Λεμπ έγινε 18 ετών, ταξίδεψε με τη μητέρα και δύο αδελφές του στις Ηνωμένες Πολιτείες για να ζήσει με τους αδελφούς του, τους Τζόνας και Λούις, που είχαν αρχίσει μία επιχείρηση χονδρεμπορίου υφασμάτων στη Νέα Υόρκη, την «J. Strauss Brother & Co.».
Σταδιοδρομία
Η αδελφή του Λίβαϊ, Φάννυ, και ο σύζυγός της, Ντέιβιντ Στερν, μετακόμισαν στο Σαιντ Λούις, ενώ ο ίδιος ο Λίβαϊ πήγε να ζήσει στο Λούισβιλ, από όπου πωλούσε τα υφάσματα των αδελφών του στο Κεντάκι. Τον Ιανουάριο του 1853, ο Λίβαϊ Στρως έγινε Αμερικανός πολίτης.
Η οικογένεια αποφάσισε να ανοίξει μία θυγατρική της οικογενειακής φίρμας στη Δυτική Ακτή και επέλεξαν το Σαν Φρανσίσκο, το εμπορικό κέντρο του Πυρετού του Χρυσού στην Καλιφόρνια. Αποφασίσθηκε ότι ο Λίβαϊ θα εκπροσωπούσε την οικογένεια εκεί, και έτσι πήρε ένα ατμόπλοιο για το Σαν Φρανσίσκο, φθάνοντας στις αρχές Μαρτίου 1853, οπότε και βρέθηκε με την οικογένεια της αδελφής του.
Ο Στρως ίδρυσε την επιχείρησή του με την επωνυμία Levi Strauss & Co. και άρχισε να εισάγει εκλεκτά προϊόντα για ένδυση, αλλά και κλινοσκεπάσματα, μαντήλια, τσάντες και άλλα, από τα αδέλφια του στη Νέα Υόρκη. Εμπορευόταν επίσης καραβόπανο για τα αντίσκηνα που χρησιμοποιούσαν οι χρυσοθήρες. Ο Λίβαϊ Στρως ζούσε μαζί με την αυξανόμενη οικογένεια της Φάννυ.
Ο Τζέικομπ Ντέιβις, ένας από τους πελάτες του Στρως και εφευρέτης του πρώτου παντελονιού ενισχυμένου με χάλκινους πείρους πάνω σε ύφασμα τύπου «ντένιμ», συνεργάσθηκε με τον Στρως για την παραγωγή μπλου τζην. Οι δυο τους κατοχύρωσαν με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τη νέα μορφή «παντελονιών εργασίας» το 1873.
Κληρονομιά
Ο Λίβαϊ Στρως πέθανε σε ηλικία 73 ετών στο Σαν Φρανσίσκο χωρίς να έχει νυμφευθεί ποτέ. Μη έχοντας απογόνους, άφησε την επιχείρησή του εξίσου στους 4 ανιψιούς του, τον Τζέικομπ, τον Σίγκμουντ, τον Λούις και τον Έιμπραχαμ Στερν, γιους της αδελφής του Φάννυ και του συζύγου της, Ντέιβιντ Στερν. Επίσης, άφησε κληροδοτήματα σε φιλανθρωπικά ιδρυματα, όπως το Pacific Hebrew Orphan Asylum και το Roman Catholic Orphan Asylum. Η συνολική περιουσία του την εποχή του θανάτου του εκτιμήθηκε στα 6 εκατομμύρια δολάρια περίπου, ή περί τα 122 εκατομμύρια ευρώ σε σημερινές (2014) τιμές.
Ο Λίβαϊ Στρως τάφηκε στο Κόλμα της Καλιφόρνια.
Σήμερα, ένα μουσείο αφιερωμένο στον Στρως υπάρχει στη γενέτειρά του, το Μπούτενχαϊμ της Γερμανίας, στο σπίτι όπου γεννήθηκε, ένα σπίτι που κτίσθηκε το 1687. Υπάρχει επίσης ένα «κέντρο επισκεπτών» στα κεντρικά γραφεία της Levi Strauss & Co. στο Σαν Φρανσίσκο, το οποίο φιλοξενεί μερικά ιστορικά εκθέματα. Το Ίδρυμα Λίβαϊ Στρως (Levi Strauss Foundation) ιδρύθηκε με μία δωρεά το 1897 προς το Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ.
Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, ήταν Ρώσος λογοτέχνης, ο μεγαλύτερος ποιητής της Ρωσίας που θεωρείται και ο δημιουργός της νεότερης ρωσικής λογοτεχνίας και γνωστός φιλέλληνας
Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν
Ο Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, ήταν Ρώσος λογοτέχνης, ο μεγαλύτερος ποιητής της Ρωσίας που θεωρείται και ο δημιουργός της νεότερης ρωσικής λογοτεχνίας και γνωστός φιλέλληνας. (Ρωσικά: Александр Сергеевич Пушкин, Μόσχα, 6 Ιουνίου 1799 – Αγία Πετρούπολη, 10 Φεβρουαρίου 1837)
Ζωή και έργο του Πούσκιν
Πρώτα χρόνια και εφηβεία
Ο Πούσκιν γεννήθηκε στη Μόσχα, από γονείς ευγενείς, τον Σεργκέι Λβόβιτς Πούσκιν και τη Ναντέζντα (Νάντια) Όσιποβνα Χάννιμπαλ, (Надежда Осиповна Ганнибал) οι οποίοι μόλις είχαν εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα μετά την παραίτηση του πατέρα του, Σεργκέι, από τον τσαρικό στρατό και τη γέννηση της αδελφής του Όλγας λίγο καιρό νωρίτερα. Το 1805 γεννήθηκε και το τρίτο παιδί, ο Λεβ. Οι γονείς τους τα παραμελούσαν με τον πατέρα να διαθέτει πολύ λίγο χρόνο γι' αυτά και τη μητέρα να είναι πολύ ιδιότροπη στην έκφραση της αγάπης της.
Ο Πούσκιν μικρός ήταν χοντρός και αδέξιος στις κινήσεις του. Η μητέρα του επινοούσε τιμωρίες για να του αποβάλει τις κακές συνήθειες και την αδεξιότητά του, στο τέλος όμως η υπομονή της εξαντλούνταν με το ανυπάκουο και σκυθρωπό παιδί της. Ήταν, αντίθετα, πολύ τρυφερή στην Όλγα και ιδιαιτέρως στον μικρότερο αδελφό του ποιητή, τον Λεβ, κάνοντας τον Αλεξάντρ εσωστρεφές παιδί.
Mε τους γονείς του μιλούσε γαλλικά, συνήθεια των ευγενών της εποχής. Τα ρωσικά τα έμαθε από τη γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας του και τους δουλοπάροικους που υπηρετούσαν στο σπίτι του. Δύο δουλοπάροικοι άσκησαν μεγάλη επίδραση πάνω του: ο Νικολάι Κοζλόφ που έμεινε κοντά του πιστός και όταν μεγάλωσε, και η τροφός του Αρίνα Ροντιόνοβνα, μέσω της οποίας έμαθε τη λαϊκή ρωσική ποίηση. Ο θείος του, ποιητής Βασίλι Πούσκιν (αδελφός του πατέρα του), τον βοήθησε επίσης στα πρώιμα καλλιτεχνικά του βήματα και αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον μικρό Αλέξανδρο.
Το 1811, σε ηλικία 12 ετών έφυγε από τη Μόσχα για την Αγία Πετρούπολη και μπήκε υπότροφος στο Λύκειο του Τσάρσκογιε Σελό, που μόλις είχε εγκαινιάσει τη λειτουργία του, ιδρυμένο από τον Αλέξανδρο Α΄. Το Λύκειο αποτέλεσε λίκνο ελεύθερων πνευμάτων και επαναστατών, με πολλούς νέους, τέκνα ευγενών, να ενστερνίζονται φιλελεύθερες ιδέες. Η ποίηση αποτελούσε μάθημα με μεγάλη σπουδαιότητα, με τους μισούς μαθητές να γράφουν ποιήματα. Ο Πούσκιν έκανε δύο εγκάρδιους φίλους εκεί, τον Βίλχελμ Κάρλοβιτς Κύχελμπέκερ, γερμανικής καταγωγής, ο οποίος διακρίθηκε μετέπειτα ως ποιητής και, αφού εισήλθε στον κύκλο των Δεκεμβριστών, έλαβε μέρος στην εξέγερση του Δεκεμβρίου του 1825 και τον Αντόν Αντόνοβιτς Ντέλβιγκ, τέκνο ευγενών, βαλτικής καταγωγής, ο οποίος επίσης διακρίθηκε ως ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας.
Το 1815 ο Πούσκιν έγραψε το ποίημα Ο ίσκιος του Φονβίζιν, όπου σατίριζε δριμύτατα τους αρχαΐζοντες (τους ομιλητές της σλαβονική γλώσσα|σλαβονική]], τα αρχαία σλαβικά), παίρνοντας σαφή θέση στο γλωσσικό πρόβλημα που γνώριζε όξυνση τότε. Το 1817 έγραψε την ωδή Η ελευθερία, όπου ενώνει τη φωνή του με τον Αλεξάντρ Νικολάγιεβιτς Ραντίτσεφ και τον Βασίλι Βασίλιεβιτς Καπνίστ κατά του δεσποτισμού. Αντίθετα από την επιθετικότητα του Ραντίτσεφ, απηύθυνε έκκληση στους άρχοντες για εγκαθίδρυση της συνταγματικής μοναρχίας, επικαλούμενος το Φυσικό Δίκαιο της ελευθερίας. Η ωδή αυτή διαβάστηκε από πολλούς, θεωρήθηκε όμως αντικαθεστωτική και δεν τυπώθηκε παρά μόνο στο εξωτερικό πολλά χρόνια μετά το θάνατό του.
Από το Τσάρσκογιε-Σελό στη Μολδαβία
Οι νέοι που έβγαιναν από το Λύκειο του Τσάρσκογιε-Σελό διορίζονταν -συνήθως σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους- είτε σε στρατιωτικά συντάγματα είτε στις κεντρικές πολιτικές υπηρεσίες. Οι περισσότεροι στη συνέχεια παραμελούσαν τα καθήκοντά τους και χαίρονταν τη ζωή, ύστερα από χρόνια στα θρανία. Ο Πούσκιν αποφοίτησε και διορίστηκε στο Υπουργείο των Εξωτερικών. Άρχισε να συχνάζει σε λογοτεχνικούς κύκλους και να ζει έντονα. Ο πρίγκιπας Πιοτρ Αντρέγεβιτς Βιάζεμσκι έγραφε τότε στον θείο τού ποιητή, Βασίλι Πούσκιν: Πρέπει να τον κλείσουμε σε κανένα φρενοκομείο. Τι διαβόλους έχει μέσα του! Όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία μου δίνω, για να μπορώ να γράψω τέτοιους στίχους. Αυτό το λυσσασμένο ξεπεταρόνι θα μας καταφέρει όλους εμάς-εμάς και τους προγόνους μας.
Πολλά ποιήματα που έγραψε ο Πούσκιν στα χρόνια 1817-1820 συντίθενται από παιχνιδιάρικους στίχους, εκφράζοντας, άλλα από αυτά ήρεμα αισθήματα και άλλα ισχυρά πάθη, όπως το ποίημα Ο θρίαμβος του Βάκχου. Την ίδια περίοδο ο ποιητής έγραψε το πρώτο μεγάλο ποιητικό του έργο, ένα κωμικοηρωικό έπος τριών χιλιάδων στίχων, το Ρουσλάν και Λιουντμίλλα, ένα μεγάλο παραμύθι με θρυλικές περιπέτειες του ήρωα, που αναζητά την αγαπημένη του κι αγωνίζεται να τη σώσει από τις εχθρικές μαγικές δυνάμεις. Παράλληλα όμως συνέχισε την καυστική μέσω των γραπτών του κατά της κοινωνικής κατάστασης στην τσαρική Ρωσία και της έντονης δεσποτικής φύσης της, προκαλώντας τελικά την οργή του τσάρου Αλέξανδρου Α΄, ο οποίος αποφάσισε να τον στείλει εξόριστο στη Σιβηρία ή στον ακόμα πιο παγωμένο Βορρά, σε ένα μοναστήρι σε ένα νησί της Λευκής Θάλασσας.
Έσπευσαν πάντως να τον βοηθήσουν τρεις κορυφαίοι τότε εκπρόσωποι των ρωσικών γραμμάτων, ο λογοτέχνης και ιστορικός Νικολάι Μιχάιλοβιτς Καραμζίν, ο ποιητής Βασίλι Αντρέγεβιτς Ζουκόφσκι και ο Αλεξέι Νικολάγιεβιτς Ολένιν, πρόεδρος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, άντρας με εξαιρετική ευρυμάθεια. Ενεργοποίησαν υψηλές γνωριμίες τους και με τη συνδρομή και της τσαρίνας κινητοποιήθηκαν για να τον σώσουν από την οργή του τσάρου. Την πλάστιγγα όμως οριστικά υπέρ του έκρινε ο Ιωάννης Καποδίστριας, άμεσος προϊστάμενος του Πούσκιν στο Υπουργείο Εξωτερικών, αφού πρώτα τού υποσχέθηκε ο Πούσκιν να μείνει μακριά από την πολιτική για ένα χρόνο. Μετά την υπόσχεση αυτή ο Καποδίστριας απέσπασε την έγκριση του τσάρου για μετάθεση του αντιδραστικού Πούσκιν στη Νότια Ρωσία.
Από τη Μολδαβία στον Δεκέμβρη του 1825
Στο τότε ρωσικό Κισινιόφ, την πρωτεύουσα σήμερα της Μολδαβίας (Κισινάου στα ρουμανικά), στη Βεσσαραβία της νότιας Ρωσίας όπου μετατέθηκε, ο Πούσκιν τέθηκε υπό την επίβλεψη του στρατηγού Ιβάν Νίκιτιτς Ίνζοφ, ανθρώπου γενναίου και καλλιεργημένου, διακεκριμένο πολεμιστή των ναπολεόντειων πολέμων, έπειτα από επιθυμία του Καποδίστρια, ο οποίος με επιστολή του στον στρατηγό τού ζητάει να δείξει φροντίδα στον νεαρό ποιητή, συμπληρώνοντας: Δεν υπάρχει ακρότητα στην οποία να μην υπέπεσε ο ατυχής αυτός νέος, όπως δεν υπάρχει και τελειότητα που δεν θα μπορούσε να επιτύχει με την υψηλή ποιότητα των χαρισμάτων του.
Στο Κισινιόφ, το 1821, ο Πούσκιν ήρθε πιο κοντά στην υπόθεση της προσπάθειας των Ελλήνων για ανεξαρτησία, πιστεύοντας ακράδαντα ότι η Ελλάδα θα θριάμβευε και εκθειάζοντας την ανδρεία του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο ενθουσιασμός του όμως δεν κράτησε πολύ. Απογοητεύτηκε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αποδίδοντάς του ανικανότητα στον ηγετικό ρόλο που είχε αναλάβει. Η εκτίμηση αυτή του ποιητή βασίστηκε σε εσφαλμένες και ανεπαρκείς πληροφορίες. Θεωρούσε ακόμα γενναίο τον Υψηλάντη, δυσφόρησε όμως που μετά την άτυχη μάχη στο Δραγατσάνι (7 Ιουνίου 1821), ο Υψηλάντης κατέφυγε στην Αυστρία.
Η απογοήτευση του Πούσκιν από την αναβλητικότητα, τη διχόνοια και την αδιαφορία πολλών Ελλήνων για την εθνική υπόθεση, τον εξοργίζει και στηλιτεύει αγανακτισμένος τους Έλληνες ως έναν άθλιο λαό ληστάρχων και μπακάληδων, σπεύδοντας όμως μετανιωμένος και έχοντας πικράνει κάποιους φίλους του, να δηλώσει ότι η καρδιά του δεν θα μπορούσε να νιώσει εχθρότητα στις ευγενικές προσπάθειες ενός αναγεννώμενου λαού.
Την ίδια εποχή, έγραψε μια από τις καλύτερες μπαλάντες του, Το τραγούδι του σοφού Ολέγκ, βασισμένο σε σκανδιναβικό και ρωσικό μύθο. Στη μπαλάντα αυτή στρέφεται στους καιρούς του Ολέγκ και του Ίγκορ, πρώτων ηγεμόνων του Κιέβου (μετά το Νόβγκοροντ, δεύτερη πρωτεύουσα των Ρως). Η μπαλάντα ακολουθούσε το καλλιτεχνικό ρεύμα του Ρομαντισμού και μιλούσε για την αξία της συντροφικότητας, τους φίλους που αφήσαμε πίσω, την αλαζονεία, την τιμή, τις αρχέγονες ιδέες της συλλογικότητας που προδώσαμε και τη νέμεση. Είναι ποίημα σαφώς επηρεασμένο από το έργο του λόρδου Μπάιρον).
Ως τα τέλη του 1822 έγραψε τα ποιήματα Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου, Οι αδελφοί λήσταρχοι (δεν το ολοκλήρωσε), Η πηγή του Μπαχτσε-σαράι. Είχε κάνει τότε και αρκετά ταξίδια, στο Κίεβο, στο Αικατερίνοσλαβ (σημερινό Ντνιπροπετρόφσκ στην ανατολική Ουκρανία) και ένα μεγάλο ταξίδι στον Καύκασο. Χαρακτηριστικό θέμα των ποιημάτων Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου και τηςΠηγής του Μπαχτσε-σαράι είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας. Από τα γράμματα του ποιητή διαφαίνεται πως το ποίημα Η πηγή του Μπαχτσε-σαράι είναι στενά δεμένο με ένα δυνατό προσωπικό αίσθημα, τον ένα από τους δύο πιο αγνούς έρωτες της ζωής του Πούσκιν, έρωτα που εκφράζει με το φλογισμένο στόμα του χάνου (ηγεμόνα στους ταταρικούς λαούς) Γιρέι. Οι μελετητές του δεν είναι σύμφωνοι ως προς το όνομα της κοπέλας που αγαπούσε. Πιο πιθανό είναι αυτή να ήταν η Σοφία Ποτόσκαγια, συνομήλική του, κόρη Πολωνορώσου στρατηγού και Ελληνίδας Κωνσταντινουπολίτισσας, την οποία αγαπούσε από μικρός, από τα χρόνια της Αγίας Πετρούπολης. Η Σοφία τού είχε διηγηθεί την περιπέτεια της γιαγιάς της, που ο χάνος της Κριμαίας την είχε πάρει αιχμάλωτη στο Μπαχτσέ-σαράι (ή Μπαχτσισαράι-Παλάτι των Κήπων-πρωτεύουσα του Χανάτου της Κριμαίας).
Δεκέμβρης 1825
Τον Δεκέμβριο του 1825 σημειώθηκε στην Αγία Πετρούπολη και τη Μόσχα εξέγερση κατά του τσάρου, εξέγερση με διαφορετικό αίτημα στις δυο πόλεις. Στη μεν Αγία Πετρούπολη το αίτημα ήταν η παροχή Συντάγματος, στη δε Μόσχα η εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας. Κοινό όμως αίτημα και των δυο κινημάτων ήταν η απελευθέρωση των χωρικών από τη δουλοπαροικία και του λαού από το δεσποτισμό. Η εξέγερση απέτυχε υπό το βάρος των κανονιών και ακολούθησαν τα μαρτύρια των Δεκεμβριστών. Ξεκίνησαν ανακρίσεις με συμμετοχή και του ίδιου του αυτοκράτορα, Νικολάου Α' στην ανακριτική επιτροπή. Καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν δια απαγχονισμού οι θεωρούμενοι ως πρωταίτιοι, οι Πιοτρ Γκριγκόρεβιτς Κακόφσκι, Σεργκέι Ιβάνοβιτς Μουράβιοφ-Αποστόλ, Μιχαήλ Παύλοβιτς Μπεστούσεφ-Ριουμίν, ο ποιητής Κοντράτι Φιοντόροβιτς Ρυλέγιεφ και ο συνταγματάρχης και ιδεολογικό μυαλό του κινήματος Πάβελ Ιβάνοβιτς Πέστελ, βετεράνος των πολέμων 1812-1813. Όλοι τους, με εξαίρεση τον πρώτο, ήταν πολύ καλοί φίλοι του Πούσκιν. Πολλοί άλλοι εξορίστηκαν σε καταναγκαστικά έργα στα βάθη της Σιβηρίας και πέθαναν από τις κακουχίες ή επέστρεψαν στα σπίτια τους μετά από πολλά χρόνια. Πολλοί από τους Δεκεμβριστές που μαρτύρησαν στους τόπους εξορίας ήταν από το Λύκειο του Τσάρσκογιε-Σελό παλιοί συμμαθητές του ποιητή. Πολλοί από αυτούς που τούς ανέκριναν ήταν συμμαθητές τους από το ίδιο Λύκειο.
Ο Πούσκιν έγινε κι αυτός στόχος των ανακριτικών Αρχών. Ο τσάρος όμως Νικόλαος Ά, σκέφθηκε ότι η σύλληψη του πιο φημισμένου ποιητή της Ρωσίας θα έβλαπτε το θρόνο του, ιδίως μάλιστα από τη στιγμή που δεν υπήρχαν στοιχεία ούτε καν ηθικής συνέργειάς του στο κίνημα των Δεκεμβριστών. Παράλληλα, ο καλός φίλος του Πούσκιν, Ζουκόφσκι, παρέδωσε επιστολή του ποιητή στον τσάρο στην οποία επικαλείται τη μεγαλοψυχία του αυτοκράτορα και υπόσχεται ότι δεν θα εκδηλώσει από εδώ και πέρα γνώμες αντίθετες προς την καθιερωμένη τάξη. Ο συμβιβασμός δεν τον απήλλαξε όμως αμέσως, ούτε και αργότερα, από δύσκολες ώρες. Ως τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1826 βρισκόταν υπό την επιτήρηση των τοπικών Αρχών, στο Μιχαηλόφσκογιε, παραθεριστικό μέρος της οικογένειάς του στην Περιφέρεια του Πσκοφ.
Μετά την εξορία
Μετά την επιστροφή του από την εξορία, ο Πούσκιν πέρασε δύσκολες μέρες στην Μόσχα. Η λογοκρισία των έργων του –την οποία σύμφωνα με την υπόσχεσή του ασκούσε προσωπικά ο τσάρος- ήταν πολύ πιεστική και η παρακολούθηση της αστυνομίας πολύ στενή. Επί πλέον οι κριτικοί αντιμετώπισαν τα έργα του αυτής της περιόδου δυσμενώς και, το χειρότερο, πολλοί ομοϊδεάτες του τον κατηγόρησαν ως αποστάτη . Παρά ταύτα εκείνη την εποχή έγραψε τις λεγόμενες «μικρές τραγωδίες» του (Μότσαρτ και Σαλιέρι, Ο πέτρινος επισκέπτης κ.α.), πεζογραφήματα, ποιήματα και άρθρα.
Παράλληλα από το 1826 μέχρι το 1831 ο Πούσκιν ζούσε μιαν άσωτη ζωή στη Μόσχα. Το 1831 παντρεύτηκε την Ναταλία Νικολάγεβνα Γκοντσάροβα ύστερα από μια περιπετειώδη σχέση. Εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη, διορίστηκε και πάλι σε κρατική θέση και το 1834 πήρε το αυλικό αξίωμα του Kammerjunker. Του ανατέθηκε να γράψει μιαν ιστορία του Μεγάλου Πέτρου τον οποίο θαύμαζε, αλλά αυτός έγραψε την Ιστορία [της εξέγερσης] του Πουγκατσόφ, ένα μυθιστόρημα με συναφές θέμα (Η κόρη του λοχαγού), το ημιτελές μυθιστόρημα Ντουμπρόβσκι και άλλα ελάσσονα έργα, που έμειναν επίσης ημιτελή.
Το τέλος
Ο Ζωρζ ντ’ Αντές (Georges d'Anthès) ήταν Γάλλος εμιγκρέ, αξιωματικός της φρουράς στην Αγία Πετρούπολη. Γνωρίστηκε με το ζεύγος Πούσκιν και φλέρταρε αρκετά φανερά την Ναταλία. Ο Πούσκιν απείλησε τον ντ’ Αντές και τότε ο τελευταίος παντρεύτηκε την αδελφή της Ναταλίας, Εκατερίνα Γκοντσάροβα. Οι φήμες όμως και τα ανώνυμα γράμματα δεν σταματούσαν, με συνέπεια να γράψει ο ποιητής ένα προσβλητικό γράμμα στον θετό πατέρα του ντ’ Αντές, τον Ολλανδό επιτετραμμένο βαρώνο Heeckeren.
Η μονομαχία που ακολούθησε ήταν η τελευταία από τις πολυάριθμες του Πούσκιν. Τραυματίστηκε στο στομάχι και σε δύο μέρες πέθανε.
Αποτίμηση
Ο Νικολάι Γκόγκολ έγραψε για τον Πούσκιν: Ο Πούσκιν ήταν για όλους τους ποιητές σαν μια ποιητική φλόγα που έπεσε απ’ τα ουράνια και από την οποία σαν κεράκια άναψαν άλλοι αυτοφυείς ποιητές. Γύρω του διαμορφώθηκε ολόκληρος αστερισμός. O Μαξίμ Γκόρκι είπε για αυτόν: Για μας τους Ρώσους ο Πούσκιν είναι η αρχή κάθε αρχής.
Έργα
Λυρική ποίηση
Αναμνήσεις από το Τσάρσκογιε Σελό, 1814
Ωδή στην ελευθερία, 1817
4 εκδόσεις λυρικής ποίησης εν ζωή : 1829, 1829, 1832, 1835
Αφηγηματική ποίηση
Ρουσλάν και Λουντμίλα, 1820
Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου, 1820-1
Γαβριηλιάδα, 1821
Οι αδελφοί ληστές, 1821-2
Η κρήνη του Μπαχτσίσαράι, 1823
Τσιγγάνοι, 1824
Κόμης Νουλίν, 1825
Πολτάβα, 1829
Το μικρό σπίτι στην Κολομνά, 1830
Άντζελο, 1833
Ο μπρούτζινος ιππέας, 1833
Ευγένιος Ονέγκιν, 1825-32, έμμετρο μυθιστόρημα
Δραματική ποίηση
Μπόρις Γκοντουνόφ, 1825
Μικρές τραγωδίες, 1830
Ο πέτρινος επισκέπτης
Μότσαρτ και Σαλιέρι
Ο φιλάργυρος ιππότης
Γιορτή στα χρόνια της πανούκλας
Έμμετρα παραμύθια
Η ιστορία του ιερέα και του υποτακτικού του Μπάλντα, 1830
Η ιστορία του Τσαρ Σαλτάν, 1831
Η ιστορία του ψαρά και του ψαριού, 1833
Η ιστορία της νεκρής πριγκίπισσας, 1833
Η ιστορία του χρυσού πετεινού, 1834
Πεζογραφία
Ο αράπης του Μεγάλου Πέτρου, ημιτελές μυθιστόρημα, 1828
Οι ιστορίες του μακαρίτη Ιβάν Πέτροβιτς Μπελκίν, διηγήματα 1831
Ντάμα Πίκα, διήγημα, 1834
Κιρτζαλί, διήγημα, 1834
Ιστορία του Πουγκατσέφ, ιστορία, 1834
Η κόρη του λοχαγού, μυθιστόρημα, 1836
Ταξίδι στο Ερζερούμ, ταξιδιωτικό, 1836
Ροσλάβλεφ, ημιτελές μυθιστόρημα, 1836
Ντουμπρόφσκι, ημιτελές μυθιστόρημα, 1841
Ελληνικές μεταφράσεις
Πολτάβα κ.α. ποιήματα : Λουκάς Καστανάκης ("Γνώση")
Ευγένιος Ονέγκιν : Εκδόσεις Καστανιώτη ISBN 960-03-2467-9
Μπόρις Γκοντουνόφ : Γ.Ξυδάς ("Σύγχρονη Εποχή")
Ντάμα Πίκα, Εκδόσεις Πατάκης ISBN 960-600-339-6
Κιρτζαλί : Σ. Παπαχρήστου ("Κοροντζή")
Η κόρη του λοχαγού : Στ. Ευαγγελίου ("Κοροντζή")
Ντουμπρόφσκι : Σ. Παπαχρήστου ("Κοροντζή")
Ταξίδι στο Ερζερούμ, εκδόσεις ΡΟΕΣ ISBN 960-283-112-7
Ο Πούσκιν και η Ελληνική Επανάσταση (1821-1829), εκδ. Φιλίστωρ ISBN 960-369-053-8
O Εργολάβος κηδειών σε μτφρ. Ελένης Αστερίου, εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ
Έργα του Πούσκιν στο λυρικό θέατρο
Ρουσλάν και Λουντμίλα : Μιχαήλ Γκλίνκα, 1842
Ρουσάλκα: Αλεξάντρ Νταργκομίζκι, 1856
Ο πέτρινος επισκέπτης : Αλεξάντρ Νταργκομίζκι, 1872
Μπόρις Γκοντουνόφ : Μοντέστ Μουσόργκσκυ, 1874
Ευγένιος Ονέγκιν : Τσαϊκόφσκι, 1879
Πολτάβα (Μαζέππα) : Τσαϊκόφσκι, 1884
Ντάμα Πίκα : Τσαϊκόφσκι, 1890
Τσιγγάνοι (Αλέκο) : Σεργκέι Ραχμάνινοφ, 1892
Ο φιλάργυρος ιππότης : Σεργκέι Ραχμάνινοφ, 1906
Ντουμπρόφσκι : Έντουαρντ Ναπράβνικ, 1895
Μότσαρτ και Σαλιέρι : Νικολάι Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, 1898
Η ιστορία του Τσαρ Σαλτάν : Νικολάι Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, 1900
Η ιστορία του χρυσού πετεινού : Νικολάι Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, 1909
Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου : Σεζάρ Κούι, 1883
Γιορτή στα χρόνια της πανούκλας : Σεζάρ Κούι, 1901
Η κόρη του λοχαγού : Σεζάρ Κούι, 1911
Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν από τους επιφανέστερους στρατιωτικούς ηγέτες της Επανάστασης του 1821, έπεσε θύμα των εμφύλιων διαμαχών κατά τη διάρκεια του Αγώνα και σκοτώθηκε από χέρι ελληνικό
Οδυσσέας Ανδρούτσος
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν από τους επιφανέστερους στρατιωτικούς ηγέτες της Επανάστασης του 1821. Έπεσε θύμα των εμφύλιων διαμαχών κατά τη διάρκεια του Αγώνα και σκοτώθηκε από χέρι ελληνικό.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1788 και ήταν ο μονάκριβος γιος του ξακουστού αρβανίτη αρματολού της Ρούμελης Αντρέα Βερούση ή Καπετάν Ανδρούτσου και της Ακριβής Τσαρλαμπά, κόρης προεστού της Πρέβεζας. Στο νησί του Οδυσσέα είχε καταφύγει η μητέρα του για να γλιτώσει από την καταδίωξη των Τούρκων, επειδή ο πατέρας του είχε ακολουθήσει τον θαλασσομάχο Λάμπρο Κατσώνη στις ανά το Αιγαίο περιπέτειές του. Εκεί βαφτίστηκε το 1792 από τη γυναίκα του Κατσώνη, Μαρουδιά, που για τον ίδιο λόγο είχε ζητήσει κι αυτή άσυλο στο νησί. Προς τιμή του ομηρικού ήρωα, του δόθηκε το όνομα Οδυσσέας. Ο ίδιος, όμως, πατρίδα του θεωρούσε την πατρίδα του πατέρα του, τις Λιβανάτες της Λοκρίδας.
Όταν ο Αλή Πασάς έμαθε πως ο φίλος του καπετάν Ανδρούτσος, που εν τω μεταξύ είχε αποκεφαλιστεί από τους Τούρκους το 1797, άφησε γιο, τον πήρε κοντά του στην αυλή του στα Γιάννενα, που αποτελούσε τότε σπουδαίο στρατιωτικό σχολείο, στο οποίο μαθήτευσαν αρκετοί Έλληνες αγωνιστές του '21. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον μεγάλωσε ο μικρός Οδυσσέας. Εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα και να μιλάει ιταλικά και αρβανίτικα. Η σωματική του δύναμη ήταν παροιμιώδης και διηγούνται αναρίθμητα κατορθώματά του. Κάποιος βιογράφος του γράφει, ότι «επήδα ως έλαφος, έτρεχεν ως ίππος και ίππευεν ως Κένταυρος».
Το 1816 ο Αλή Πασάς τον έστειλε αρματολό στη Λειβαδιά, αφού τον πάντρεψε πρώτα με την Ελένη Καρέλη. Εκεί έμεινε ως τις παραμονές του 1821. Τον Οκτώβριο του 1820, μετά από διαμάχη με τους τοπικούς άρχοντες, έφυγε και τη θέση του πήρε ο Αθανάσιος Διάκος. Από το 1818 ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ένθερμος υποστηρικτής του Αγώνα.
Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση βρέθηκε αμέσως στις πρώτες γραμμές του Αγώνα και ανέλαβε να ξεσηκώσει τους Έλληνες της Ανατολικής Ρούμελης. Στις 8 Μαΐου του 1821 κλείνεται με άλλους 117 πολεμιστές στο Χάνι της Γραβιάς και χαρίζει στον Αγώνα μία από τις πιο δοξασμένες μάχες, που τον επέβαλε ως τον στρατιωτικό αρχηγό της Ρούμελης. Η νίκη του Ανδρούτσου στη Γραβιά έσωσε την επανάσταση από βέβαιο κίνδυνο, καθώς ο Ομέρ Βρυώνης με 8.000 άνδρες βάδιζε ακάθεκτος προς την εξεγερμένη Πελοπόννησο.
Το 1822 φθάνει στην Αθήνα και αναλαμβάνει τη διοίκηση του κάστρου της Ακρόπολης, με φρούραρχο τον Γιάννη Γκούρα. Στην Ακρόπολη έκανε διάφορα οχυρωματικά έργα και την εξασφάλισε με νερό που δεν είχε. Στο μεταξύ, νέα εχθρικά σώματα πλημμύρισαν τη Ρούμελη. Κι επειδή ο Οδυσσέας δεν είχε αρκετές δυνάμεις να αντισταθεί, αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει μαζί τους. Ήταν τα λεγόμενα «καπάκια» (προφορικές συμφωνίες), ένα τέχνασμα για να κερδίσει χρόνο, το οποίο όμως παρεξηγήθηκε από τους εχθρούς του (κοτσαμπάσηδες της Ανατολικής Ρούμελης και Ιωάννης Κωλέττης), που δεν τον συμπαθούσαν, λόγω της μεγάλης επιρροής που ασκούσε στο λαό.
Ο Ανδρούτσος, οργισμένος από τη συμπεριφορά των πολιτικών, παραιτείται και η κυβέρνηση στέλνει τον Νούτσο και τον Παλάσκα να τον αντικαταστήσουν. Υποψιαζόμενος ότι οι δύο απεσταλμένοι της κυβέρνησης έρχονται να τον σκοτώσουν, χάνει την ψυχραιμία του και με την ανοχή του οι άνδρες του τους σκοτώνουν. Ο Κωλέττης τον επικηρύσσει για 5.000 γρόσια και ο Υπουργός Εκκλησιαστικών επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ τον αφορίζει. Όμως, η κάθοδος του Δράμαλη αναγκάζει την κυβέρνηση να ανακαλέσει την επικήρυξη και τον αφορισμό του Ανδρούτσου, ο οποίος αναλαμβάνει ξανά δράση. Δεν κατορθώνει να εμποδίσει την κάθοδο του Οθωμανού πολέμαρχου στην Πελοπόννησο, αλλά δεν αφήνει να περάσουν εφοδιοπομπές και ενισχύσεις για τη στρατιά του.
Μετά την καταστροφή του Δράμαλη, ο Ανδρούτσος επέστρεψε στην Αθήνα και ίδρυσε δύο σχολεία στην Αθήνα και κάλεσε τον Κοραή από την Ευρώπη και τον Βάμβα από την Κεφαλλονιά να έρθουν να διδάξουν, χωρίς να εισακουσθεί. Γρήγορα, νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις τον έκαναν να φύγει από την Αθήνα για την Ανατολική Ρούμελη. Τον Νοέμβριο του 1822 ηττάται από τον Κιοσέ Μεχμέτ στο Δαδί και παραλίγο να αιχμαλωτισθεί, ενώ τον Ιούλιο του 1823 ανακόπτει στη Βοιωτία την εκστρατεία του Γιουσούφ Περκόφτσαλη Πασά.
Ο ηρωισμός του, το προοδευτικό του πνεύμα και το ομηρικό του όνομα, στάθηκαν αφορμή να θέλουν να τον γνωρίσουν όλοι οι Ευρωπαίοι φιλέλληνες που κατέβηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Με πολλούς από αυτούς συνεργάστηκε για διάφορα κοινωφελή έργα και τον φίλο του λόρδου Βύρωνα, τον Άγγλο Έντουαρντ Τρελόνι, τον έκανε γαμπρό του, δίνοντάς του την ετεροθαλή αδελφή του Ταρσίτσα.
Η διαμάχη του και ο παραγκωνισμός του από τους αντιπάλους του ανάγκασαν τον πεισματάρη και οξύθυμο πολέμαρχο να πάρει τους άνδρες του και να έλθει στη Βοιωτία στις αρχές του 1825. Εκεί προέβη σε νέα «καπάκια» με τους Τούρκους, με σκοπό να εκβιάσει την κυβέρνηση, χωρίς όμως να προδώσει την επανάσταση. Οι εχθροί του βρήκαν μία ακόμη ευκαιρία να χαρακτηρίσουν την πράξη του αντεθνική και τον ίδιο προδότη. Η κυβέρνηση έστειλε εναντίον του ισχυρή στρατιωτική δύναμη, με αρχηγό τον παλαιό του φίλο Γιάννη Γκούρα, που από καιρό είχε γίνει ο προσωπικός του εχθρός.
Ο Οδυσσέας, αποφεύγοντας συστηματικά κάθε συμπλοκή με τα κυβερνητικά σώματα για να μη χυθεί πολύτιμο αδελφικό αίμα, αποτραβήχτηκε στις Λιβανάτες. Ύστερα από μερικές μικροσυμπλοκές στις αρχές Απριλίου παραδόθηκε στον Γκούρα (7 Απριλίου 1825), με τη ρητή υπόσχεση ότι θα τον έστελνε στην Πελοπόννησο για να δικαστεί από τη Διοίκηση.
Ο Γκούρας, όμως, δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Τον φυλάκισε στην Αθήνα, πάνω στην Ακρόπολη. Επειδή, στο μεταξύ, ξεσηκώθηκαν διάφοροι αγωνιστές, με πρώτο τον Καραΐσκάκη, για την άδικη κακομεταχείριση του Ανδρούτσου κι επειδή ο ίδιος ζητούσε να περάσει το συντομότερο από δίκη, ο Γκούρας πρόσταξε να τον θανατώσουν στις 5 Ιουνίου του 1825.
Για να καλύψουν το έγκλημά τους πέταξαν το πτώμα του στο λιθόστρωτου του Ναού της Απτέρου Νίκης και διέδωσαν πως ο φυλακισμένος προσπάθησε να αποδράσει και σκοτώθηκε. Τον έθαψαν προσωρινά στην εκκλησία της Σωτήρας στο Ριζόκαστρο. Η αλήθεια δεν άργησε να αποκαλυφθεί και η ιστορία τον αποκατέστησε ηθικά, τοποθετώντας τον ανάμεσα στους κορυφαίους ήρωες του της Ελληνικής Επανάστασης. Μα και το κράτος τον δικαίωσε. Το 1865 έγινε με μεγάλη επισημότητα και στρατιωτικές τιμές η μετακομιδή των οστών του στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, όπου σήμερα υπάρχει ο τάφος του.
Διαμαντής Διαμαντόπουλος, ήταν πρωτοπόρος και μοναδικός στο ύφος έλληνας ζωγράφος της μεσοπολεμικής γενιάς
Διαμαντής Διαμαντόπουλος
Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος ήταν πρωτοπόρος και μοναδικός στο ύφος έλληνας ζωγράφος της μεσοπολεμικής γενιάς. (Μαγνησία Μικράς Ασίας, Ιούνιος 1914 – Αθήνα, 6 Ιουνίου 1995)
Ο βίος του
Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος γεννήθηκε στην Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Η οικογένειά του, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Από μικρός έδειξε το καλλιτεχνικό του ταλέντο δημοσιεύοντας και εκθέτοντας πολλά έργα του. Από το 1929 δημοσίευε σκίτσα στην Διάπλαση των Παίδων, τα οποία υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Ακάμας». Το 1930, παρουσίασε στην αθηναϊκή «Αίθουσα Καλλιτεχνικών Ατελιέ» τέμπερες κυβιστικής τεχνοτροπίας, οι οποίες τράβηξαν την προσοχή πολλών ανθρώπων της τέχνης. Το 1931, εξέθεσε έργα του και στο «Άσυλο Τέχνης» του Βελγίου.
Από το 1931 έως το 1936, σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, με δασκάλους τον Δημήτρη Μπισκίνη και τον Κωνσταντίνο Παρθένη.
Την ίδια περίοδο, ταξίδεψε στην Ελλάδα για να μελετήσει την βυζαντινή και λαϊκή τέχνη, και έκανε σκηνογραφίες για την θεατρική παράσταση Άλκηστις που παίχθηκε στην Λαϊκή Σκηνή του Καρόλου Κουν.
Λέγεται επίσης ότι επισκέφθηκε μουσεία και άλλους καλλιτεχνικούς χώρους στην Γαλλία και την Ιταλία, χωρίς ωστόσο να κάνει εκεί συστηματικές σπουδές.
Από τα εφηβικά του χρόνια ήταν φίλος με τον συγγραφέα Τάσο Αθανασιάδη και τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη. Αργότερα ήρθε σε σύγκρουση με τον τελευταίο και έκτοτε έπαψαν να είναι φίλοι.
Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Διαμαντόπουλος πίστευε ότι ο Τσαρούχης τον είχε «κλέψει», αν και τα έργα των δύο ζωγράφων διαφέρουν τόσο ως προς την θεματογραφία όσο και και ως προς την τεχνοτροπία.
Το 1940 παρουσίασε έργα του στην Βασιλική Ακαδημία Τεχνών (Royal Academy of Arts) του Λονδίνου. Το 1947, συμμετείχε σε ομαδική έκθεση που έγινε στην αίθουσα «Ρόμβος» μαζί με πολλούς άλλους γνωστούς συναδέλφους του (Γουναρόπουλος, Μόραλης, Αστεριάδης, κ.ά.).
Το 1950 συνεργάστηκε ως καθηγητής τεχνικών στο «Ελληνικό Σπίτι» της Αγγελικής Χατζημιχάλη.
Την ίδια χρονιά αποφάσισε να απομονωθεί στο σπίτι-ατελιέ του στην Δάφνη, για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο έργο του, αλλά και να πάψει να εκθέτει και να πουλάει έργα του, επειδή διαφωνούσε με την εμπορευματοποίηση της τέχνης.
Την σιωπή του την διέκοψε μόνον το 1964 συμμετέχοντας σε μεγάλη ομαδική έκθεση στην Κύπρο, αλλά με ένα μόνον έργο του που το είχε ήδη εκθέσει στην αίθουσα «Ρόμβος» το 1947.
Το 1975, ο Ασαντούρ Μπαχαριάν τον έπεισε να ξαναγυρίσει στον κόσμο των εκθέσεων, να παρουσιάσει έργα του στο καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο «Ώρα» στην Αθήνα, και να καταγράψει τις απόψεις του στο Χρονικό της «Ώρας». Η έκθεση αυτή έκανε και πάλι γνωστό τον ζωγράφο στο ευρύ κοινό.
Το 1977, συμμετείχε σε δύο ομαδικές εκθέσεις στο Βελιγράδι και το Βουκουρέστι. Την επόμενη χρονιά (1978), η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση στην οποία παρουσιάστηκαν 311 έργα του.
Ακολούθησαν άλλη μία έκθεση στο Δουβλίνο (1979) και δύο εκθέσεις πάλι στο κέντρο «Ώρα» (1980 και 1982).
Μία σειρά έργων με τίτλο Οικοδόμοι, την παραχώρησε στην εφημερίδα Αυγή για ημερολόγιο που εξέδωσε η εφημερίδα το έτος 1981. Το 1982 συμμετείχε στην έκθεση Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες, και το 1983 συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας.
Πέθανε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου του 1995. Κηδεύτηκε την επομένη στο Νεκροταφείο του Βύρωνα ,συνοδευόμενος στο στερνό του ταξίδι από ελάχιστους φίλους. Λίγα χρόνια αργότερα, η Ακαδημία Αθηνών τίμησε τον ζωγράφο με έκθεση τριάντα έργων του (2001). Το 2007, έγινε στην Αθήνα έκθεση έργων του Διαμαντόπουλου που συμπεριλαμβάνονται στην συλλογή Πορταλάκη.
Το έργο του
Ο Διαμαντόπουλος θεωρείται πιο «Ευρωπαίος» στο έργο του από τους έλληνες ζωγράφους της εποχής του, αν και πολλοί τον κατατάσσουν στην ελληνοκεντρική «Γενιά του Τριάντα». Στο έργο του απεικόνισε την ανθρώπινη φιγούρα — κυρίως τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου — με σχήματα αδρά, σχεδόν πρωτόγονα, και χρώματα άλλοτε πιο σκοτεινά και άλλοτε πιο φωτεινά.
Οι πίνακες του Διαμαντόπουλου διακρίνονται για την αποποίηση κάθε κλασικής έκφρασης και την παρουσίαση της ανθρώπινης μορφής με μια ξεχωριστή ποιητικότητα και μουσικότητα. Λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας στο ύφος, ορισμένοι έλληνες τεχνοκριτικοί έφθασαν στο σημείο να συγκρίνουν τον Διαμαντόπουλο με άλλους πολύ σημαντικούς ζωγράφους σαν τον Σεζάν, τον Πικάσσο, τον Κλέε, κ.ά. Έστω κι αν αυτή η σύγκριση θεωρηθεί κάπως υπερβολική, σίγουρα στον ελληνικό χώρο, μπορεί κανείς να μιλά για την μοναδική «περίπτωση Διαμαντόπουλου».
Αθηνόδωρος Προύσαλης, ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, που διακρίθηκε σε ρόλους "μάγκα"
Αθηνόδωρος Προύσαλης
Ο Αθηνόδωρος Προύσαλης, ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, που διακρίθηκε σε ρόλους "μάγκα".(15 Δεκεμβρίου 1926 - 5 Ιουνίου 2012)
Γεννήθηκε το 1926 στην Κωνσταντινούπολη και ήρθε στην Ελλάδα το 1932.
Αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά, όπου ο μικρός Αθηνόδωρος είχε την ευκαιρία να μεγαλώσει ανάμεσα σε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και να αποκτήσει μερικές από τις μερακλίδικες συνήθειες τους.
Ο πατέρας του ήταν μηχανουργός, ο παππούς του ιερέας και λόγω της οικονομικής τους άνεσης δεν χρειάστηκε να δουλέψει από μικρός και έτσι μπόρεσε να σπουδάσει. Στη διάρκεια της κατοχής πέρασε δύσκολα όπως και όλοι οι Έλληνες.
Αυτό που θυμόταν πάντα από εκείνες τις μέρες ήταν ότι το βράδυ έπεφτε να κοιμηθεί και δεν ήξερε αν θα τον συλλάβουν το πρωί, καθώς παντού γίνονταν μπλόκα, τόσο από τους Γερμανούς όσο και από τους ταγματασφαλίτες.
Είχε αναφέρει ότι τότε έζησε για πρώτη φορά τον πόνο της απώλειας, καθώς πολλοί φίλοι του σκοτώθηκαν. Στο τέλος του εμφυλίου γράφτηκε κρυφά από τους δικούς του στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών.
«Εσύ πάψε, θα σου ρίξω φλιτ», «Μια αψηλή τσιριμπίμ τσιριμπόμ», «Θα κανελώνανε το ρυζόγαλο;» «Μυρίζεις απήγανο», «Άρχισες πάλι το λιβανιστήρι;” Αυτές είναι μόνο μερικές από τις αξέχαστες ατάκες που έχει πει ο αγαπημένος μάγκας του ελληνικού κινηματογράφου, Αθηνόδωρος Προύσαλης.
Ένας από τους πιο δημοφιλείς και πετυχημένους ηθοποιούς, που στην πενηντάχρονη καριέρα του, έπαιξε σε 100 ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και 20 του «κουλτουριάρικου», όπως αποκαλούσε τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο. Κατά κύριο λόγο έπαιζε τον λαϊκό τύπο, περισσότερο σε κωμωδίες.
Καθιερώθηκε ως ηθοποιός σε κινηματογραφικές ταινίες όπου ενσάρκωσε, κυρίως, τον τύπο του μάγκα. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή Ωδείου Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1952 με την ταινία «Το στραβόξυλο» και στο θέατρο το 1953 με τον θίασο της Γιώτας Λάσκαρη στο έργο «Ο τρομερός καλόγερος».
Συνεργάστηκε με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το Πειραϊκό Θέατρο του Δημήτρη Ροντήρη, τον θίασο του Νίκου Χατζίσκου, το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, το Θέατρο Τέχνης κ.ά. Εξαιρετική ήταν η ερμηνεία του στο «Φυντανάκι» του Παντελή Χορν, που ανέβασε το Θέατρο Τέχνης το 1988.
Συνεργάστηκε και με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στις ταινίες «Ταξίδι στα Κύθηρα», «Ο μελισσοκόμος», «Το μετέωρο βήμα του πελαργού».
Διακρίθηκε και σε ρόλους σε τηλεοπτικές σειρές. Χαρακτηριστική ήταν η συμμετοχή του στη δημοφιλή σειρά Εγκλήματα.
Στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1990 κέρδισε τιμητική διάκριση για την ερμηνεία του στους «Αθηναίους».
Πρώτα βήματα στον κινηματογράφο
Η πρώτη του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήταν το 1952, στην ταινία “Στραβόξυλο”. Τότε που ακόμα το σινεμά ήταν σε πρωτόγονη κατάσταση. Του είχε κάνει εντύπωση που ο εικονολήπτης έπρεπε να γυρίζει με το χέρι του σε σταθερό ρυθμό, το καρούλι του φιλμ. Για να διατηρήσει αυτό το συγχρονισμό έλεγε από μέσα του τον εθνικό ύμνο!
Ο πρώτος επίσημος ρόλος του ήταν στη “Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο” του Αλέκου Σακελλάριου, με τον Βασίλη Αυλωνίτη και τον Μίμη Φωτόπουλο. Στην πρώτη σκηνή της ταινίας ο Προύσαλης ενσαρκώνει έναν μεροκαματιάρη που εξιστορεί τη ζωή των δύο πρωταγωνιστών. Ο Σακελλάριος του υπέδειξε στην πρόβα να πει τα λόγια του μάγκικα.
Ο Αθηνόδωρος όμως σκέφτηκε ότι δεν ταίριαζε σε ένα τίμιο φτωχό εργάτη να μιλήσει σαν μαγκάκι, αλλά σαν έναν λαϊκό, εργατικό άνθρωπο και έτσι με θράσος υποκρίθηκε, όπως εκείνος έκρινε. Ο Σακελλάριος δεν αντέδρασε. Απεναντίας εκτίμησε το ταλέντο του νέου ηθοποιού και του ζήτησε το τηλέφωνό του για μελλοντικές συνεργασίες. Από τότε, σε όλη του την καλλιτεχνική ζωή, ο Προύσαλης αψηφούσε τους σκηνοθέτες αν πίστευε ότι είχαν λάθος. Πάντα όμως είχε σωστή κρίση και έτσι δεν έχασε ποτέ δουλειά. Ο ίδιος ξεχώριζε την “Επιχείρηση Απόλλων”, γιατί είχε μεγάλο και καλό ρόλο.
Ποτέ δεν παραπονέθηκε για τους μικρούς ρόλους που του έδιναν στο σινεμά, αντιθέτως ήταν ευγνώμων γιατί εκείνες τις δύσκολες εποχές κέρδισε αρκετά χρήματα.
Όπως είχε πει, ένα καλοκαίρι είχε κερδίσει περίπου 15.000 ευρώ (σε σημερινή αναγωγή) και έτσι κατάφερε να αποκτήσει το πρώτο του αυτοκίνητο.
Θαύμαζε πολύ τον Θανάση Βέγγο στους κινηματογραφικούς του ρόλους, γιατί αν και δεν είχε σπουδάσει ποτέ ήταν εξαιρετικά ταλαντούχος!
Στο θέατρο άρχισε να δουλεύει το 1953, όπου υποδύθηκε και δραματικούς και κωμικούς ρόλους, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που έγινε πρωταγωνιστής. Στα πρώτα του βήματα, συνεργάστηκε με την Κυβέλη, που του έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία.
Ένας κακεντρεχής συνάδερφος του, ζήλεψε που τον συμπαθούσε τόσο πολύ η ηλικιωμένη τότε Κυβέλη, που του έβγαλε το παρατσούκλι ο “νεκρόφιλος”. Ο Αθηνόδωρος πικράθηκε πολύ από αυτό το περιστατικό. Για αυτό και πάντοτε έλεγε ότι δύο πράγματα σιχαινόταν στη ζωή του. Τη ζήλια και την αχαριστία.
Προσωπική ζωή και θάνατος
Ποτέ δεν προκάλεσε με τις πράξεις του. Έζησε μία ήρεμη ζωή. Παντρεύτηκε την Τούλα, μια καλόκαρδη κοπέλα από τη Θεσσαλονίκη, που αν και κάποια στιγμή χώρισαν, δεν έπαψε να τον φροντίζει μέχρι το τέλος. Απέκτησαν μία κόρη, τη θεατρολόγο Εύη Προύσαλη, που της είχε μεγάλη αδυναμία.Σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του είχε πει ότι δεν φοβάται το θάνατο, το μόνο που ήθελε ήταν να μην αρρωστήσει, να φύγει μια και έξω.
Αυτό που τον πείραζε ήταν που είχε χάσει τους καλύτερους του φίλους και ένιωθε ορφανός. Λίγους μήνες μετά, στις 5 Ιουνίου του 2012 , έφυγε και εκείνος από τη ζωή στα 86 του χρόνια. Τα τελευταία χρόνια ο πιο επιτυχημένος ρόλος του ήταν στην τηλεοπτική σειρά “Εγκλήματα”.
Αν και είχε αποσυρθεί τυπικά από το σανίδι στα 69 του χρόνια, ήταν ευτυχισμένος που δεν είχε περάσει καμία χρονιά χωρίς να χτυπήσει το τηλέφωνό του για δουλειά.
Φιλμογραφία
1953
Οι εγωιστές
Το στραβόξυλο
1957
Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο
1960
Στρατιώτες δίχως στολή
1963
Ο τρελάρας
Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης
1964
Το δόλωμα
1965
Ιστορία μιας ζωής
Τέντυ μπόι αγάπη μου
Το χώμα βάφτηκε κόκκινο
Ένα έξυπνο έξυπνο μούτρο
Μια τρελή... τρελή οικογένεια
Περάστε την πρώτη του μηνός
1966
Τζένη, Τζένη
1967
Ο μόδιστρος
Πατέρα κάτσε φρόνιμα
Καλώς ήρθε το δολάριο
Πυρετός στην άσφαλτο
Από τα Ιεροσόλυμα με αγάπη
Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί
1968
Η καρδιά ενός αλήτη
Επιχείρησις Απόλλων
Το κανόνι και τ' αηδόνι
Μια Ιταλίδα απ' την Κυψέλη
1969
Το θύμα
Γιατί με πρόδωσες
Η ωραία του κουρέα
Φοβάται ο Γιάννης το θεριό
1970
Βαβυλωνία
Ο τελευταίος αιχμάλωτος
Ο νάνος και οι εφτά Χιονάτες
Ο δασκαλάκος ήταν Λεβεντιά
Ο τελευταίος των κομιτατζήδων
Το παιδί της μαμάς
1971
Η εφοπλιστίνα
Ο αρχιψεύταρος
Ο τρελοπενηντάρης
Αγάπησα μια πολυθρόνα
Ο Μανωλιός στην Ευρώπη
1972
Η Ρένα είναι οφσάιντ
Απ' τα αλώνια στα σαλόνια
1973
Ο προεστός του χωριού
1979
Οι φανταρίνες
Μονά ζυγά δικά μου
Τα παιδιά τις πιάτσας
1980
Ρένα, να η ευκαιρία
Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο
1981
Το μεγάλο κανόνι
1982
Ρεπό
Ο περίεργος
1983
Δάσκαλε τι δίδασκες;
1984
Ταξίδι στα Κύθηρα
1985
Ο Αγκαλίτσας
Μια νύφη για όλους
Αγόρια στην πορνεία
Ο Ράμπο από τα Τρίκαλα
Ράκος Νο 14 και ο πρώτος μπουνάκιας
1986
Ο μελισσοκόμος
Αδελφή μου... Αγάπη μου...
1987
120 Ντεσιμπέλ
Οι Δεκατρείς γυναίκες
Η ψεύτρα από το Κατάκωλο
Σ' αγαπάω, στο τιμόνι που κρατάω
Το 'πε, το' πε ο παπαγάλος, είσαι κόκορας μεγάλος
1989
Ο τελευταίος πειρασμός του Μήτσου
1990
Ο εραστής
1991
Οι Αθηναίοι & Ο δραπέτης
Το μετέωρο βήμα του πελαργού
2003
Πολίτικη κουζίνα
Τηλεόραση
Ντόλτσε Βίτα
Εγκλήματα
Δύο Ξένοι
Εντιμότατοι κερατάδες
Επτά Θανάσιμες Πεθερές
Το Κόκκινο Δωμάτιο
Οι αταίριαστοι
Άγρια Παιδιά
Η γενιά των 592 ευρώ
Παππούδες εν δρασει
Για μια γυναίκα κι ένα αυτοκίνητο
Οι ιερόσυλοι. (1983)
Θεατρικές παραστάσεις
Κατάλογος βασικών πληροφοριών θεατρικών παραστάσεων, στις οποίες συμμετείχε ο Προύσαλης ως ηθοποιός.
Περισσότερα Άρθρα...
- Ρόναλντ Ρήγκαν, ήταν ηθοποιός, κυβερνήτης της Καλιφόρνιας και κατόπιν έγινε ο 40ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, ο γηραιότερος που εξελέγη ποτέ
- Νίκος Σεργιανόπουλος, ήταν ηθοποιός του θεάτρου και της τηλεόρασης
- Ντίνος Ηλιόπουλος, ήταν Έλληνανς ηθοποιός κινηματογράφου και Θεάτρου, τον αποκάλεσαν "Έλληνα Φρεντ Αστέρ"
- Γουλιέλμος Β΄ της Γερμανίας, γνωστός και ως Κάιζερ, υπήρξε βασιλιάς της Πρωσίας και τελευταίος αυτοκράτορας της Γερμανίας