Άρθρα
Γιάννης Πουλόπουλος, ήταν Έλληνας τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός
Γιάννης Πουλόπουλος
Ο Γιάννης Πουλόπουλος ήταν Έλληνας τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός. (γενν. 29 Ιουνίου 1941, Μάνη - 23 Αυγούστου 2020, Χαϊδάρι Αττικής)
Βιογραφία
Ο Γιάννης Πουλόπουλος γεννήθηκε στις 29-06-1941 στην Καρδαμύλη της Μάνης. Οι γονείς του, Μεσσηνιακής καταγωγής, που κατοικούσαν, όμως, στην Αθήνα, στην περιοχή του Μεταξουργείου, ύστερα μετακόμισαν στο Περιστέρι και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγίας Τριάδας.
Σε ηλικία 5 ετών μένει ορφανός από μητέρα, και έτσι μεγαλώνει με τον πατέρα, Γιώργο, και τον μικρό αδερφό του, Βασίλη.
Το ξεκίνημα της καριέρας του και η καταξίωση στο χώρο του τραγουδιού
Ο Γιάννης Πουλόπουλος από μικρός είχε κλίση στο τραγούδι, αλλά στη συνοικία και στον στενό κύκλο που μεγάλωνε, δεν υπήρχε ο "άνθρωπος" που θα τον προωθούσε.
Παρακινημένος όμως από τους φίλους του που τον άκουγαν να τραγουδάει, αλλά και έχοντας ο ίδιος μεγάλη πίστη στην φωνή του, πήγαινε στην εταιρία COLUMBIA το 1962 κάνοντας προσπάθειες για να πει κάποια τραγούδια , που γίνονταν τότε ακροάσεις, ζητώντας να τον ακούσουν, αλλά κανείς δεν του έκλεινε ραντεβού...
Ο Γιάννης Πουλόπουλος όμως, πείσμων από τότε, δεν το έβαζε κάτω και συνέχιζε να ζητάει ακρόαση σχεδόν καθημερινά, παρ' όλα τα μεροκάματα που έχανε αφού δούλευε τότε σαν ελαιοχρωματιστής και οικοδόμος, ενώ παράλληλα έπαιζε ποδόσφαιρο στον Άγιο Ιερόθεο και στον Ατρόμητο.
Την ίδια χρονική περίοδο φοιτούσε στη νυχτερινή σχολή ΝΤΗΖΕΛ με ειδικότητα ηλεκτρολόγου. Κάποια μέρα - μάλλον γιατί βαρέθηκαν να τον βλέπουν καθημερινά μπροστά τους - του έκλεισαν αυτό που επιθυμούσε με όλη του τη ψυχή... μία ακρόαση!
Έτσι μπαίνει στο στούντιο για να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι σε μουσική και στίχο του Μπαμπή Δαλιάνη με τον τίτλο "ΚΟΡΜΙ ΜΟΥ ΠΟΝΕΜΕΝΟ" στην πίσω πλευρά του δίσκου 45 στροφών θα έμπαινε το τραγούδι "ΣΤΟ ΑΔΕΙΟ ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΙ" που όμως τελικά το πήρε επί πληρωμή ο Στέλιος Καζαντζίδης από τον συνθέτη.
Τελικά το τραγούδι δεν κυκλοφορεί και μένει ως δείγμα στην COLUMBIA,και ένας επιπλέον λόγος ήταν οτι ο Πουλόπουλος ακόμα ήταν ανήλικος και απαγορευόταν να εκδοθεί δίσκοαναγραφόμενο τραγούδι. Το δεύτερο τραγούδι είναι ένα συρτοτσιφτετέλι του Πάνου Πετσά με τίτλο "ΔΩΣ ΜΟΥ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΠΙΣΩ" κυκλοφορεί σε 45αρι και στην πίσω πλευρά είχε ένα "μπαγιό" του ίδιου συνθέτη με την Πολύ Πάνου και την Βούλα Γκίκα με τίτλο "ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΝΑ ΣΕ ΑΓΑΠΩ".
Εκείνη την περίοδο η COLUMBIA, έχοντας στο δυναμικό της μεγάλο αριθμό άγνωστων και ανερχόμενων τραγουδιστών, αποφασίζει να κάνει εκκαθάριση και να κάνεις νέες ακροάσεις, από τις οποίες θα κρατούσε 50 άτομα.
Ο Γιάννης δεν τα παρατάει και βλέποντας ότι τα τραγούδια του δεν είχαν τύχη , πηγαίνει σε μια άλλη ακρόαση στα 1963 αυτή τη φορά πάλι από την COLUMBIA και στα STUDIO στα Πευκάκια της Νέας Ιωνίας για να μια άλλη ακρόαση που ίσως να είχε μεγαλύτερη τύχη.
Την επιτροπή ακροάσεων αποτελούσαν μερικά από τα μεγαθήρια της Ελληνικής μουσικής: Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου.
Τότε ο Γιάννης Πουλόπουλος, διάλεξε δύο δύσκολα τραγούδια να πει: "Μάνα μου και Παναγιά" και το "Παράπονο".
Μόλις τελείωσε, τον πλησίασε ο Μίκης Θεοδωράκης λέγοντας: "Αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή", και τελικά ήταν ο μόνος που πέρασε από αυτή την ακρόαση.
Ο Μίκης Θεοδωράκης διακρίνοντας ένα πολύ μεγάλο ταλέντο, πήρε αμέσως τον Γιάννη Πουλόπουλο "υπό την προστασία του".
Του δίνει να πει τρία τραγούδια στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη "Η γειτονιά των Αγγέλων", που εκείνη τη χρονιά (1963) ανεβαίνει στο ΡΕΞ από τον θίασο Τζένης Καρέζη - Νίκου Κούρκουλου.
Τα τραγούδια αυτά ήταν τα "Στρώσε το στρώμα σου για δυο", "Δόξα τω Θεώ", και "Το ψωμί είναι στο τραπέζι". Αυτά είναι και τα πρώτα τραγούδια που ηχογραφεί σε δίσκο ο Πουλόπουλος, τραγούδια που αργότερα στην ίδια εταιρία θα δισκογραφήσει και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Εκείνη την περίοδο ηχογραφεί το ένα και μοναδικό τραγούδι με τον Σταυρό Ξαρχάκο με τον τίτλο "ΠΡΩΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ" σε στίχους του Νίκου Γκάτσου το οποίο, επίσης, δεν κυκλοφορεί και μένει ως δείγμα.
Το 1983 συμπεριλαμβάνεται σε ένα διπλό LP με τον τίτλο "ΧΡΥΣΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΞΑΡΧΑΚΟΥ".
Ο χειμώνας του ’63 τον βρίσκει να τραγουδά στο κέντρο «Ξημερώματα» στα Άνω Πατήσια, μαζί με τη Καίτη Γκρέυ, τον Γιάννη Αγγέλου στο μπουζούκι και τον Γιάννη Μπουρνέλη ως κονφερασιέ.
Στην συνεχεία απομακρύνεται από την COLUMBIA εξ αιτίας του Γρήγορη Μπιθικώτση ο οποίος έθεσε βέτο στην εταιρία και στους αδελφούς Λαμπρόπουλοι ότι αυτόν δεν τον ήθελε εκεί.
Το 1964 κατατάσσεται φαντάρος και απολύεται το 1966.
Η συνέχεια βρίσκει τον Γιάννη Πουλόπουλο να τραγουδάει σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα (Το Στέκι Του Γιάννη, Ταβάνια, κ.λ.π). Στη ΛΥΡΑ ηχογραφεί ξανά τα τρία τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και άλλα δώδεκα του ίδιου συνθέτη όπως τα "Βράχο βράχο τον καημό μου", "Βρέχει στη φτωχογειτονιά", "Καημός" κ.ά.
Το 1965 τραγουδάει εκπληκτικά τέσσερα τραγούδια του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Μάνου Λοΐζου, ενώ θα τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση το «ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ» το 1966 σε μια ταινία μικρού μήκους σε σκηνοθεσία του Λάμπρου Λιαρόπουλου για το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τίτλο «ΑΘΗΝΑ ΠΟΛΗ ΧΑΜΟΓΕΛΟ», ενώ σχεδόν παράλληλα κάνει μεγάλη επιτυχία με το "Μη μου θυμώνεις μάτια μου", του επίσης καινούργιου εκείνη την εποχή, Σταύρου Κουγιουμτζή.
Το 1966 τραγουδά σε συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Μαρία Φαραντούρη και τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη Μητροπάνο. Την ίδια χρονιά μπαίνει για τα καλά στη δισκογραφία.
Τα 45άρια δισκάκια του κυκλοφορούν σωρηδόν και εμφανίζεται για πρώτη φορά σε κινηματογραφικές ταινίες. Στους "Στιγματισμένους" με τον Γιώργο Φούντα και τη Μάρω Κοντού, όπου τραγουδάει μαζί με την Ελένη Κλάδη το "Πολύ αργά" και το "Σ' αγαπώ", στον "Τετραπέρατο" με τον Κώστα Χατζηχρήστο, όπου τραγουδάει το τραγούδι του Γιώργου Κατσαρού "Στον Πειραιά στον Πειραιά" και στο "Εκείνος κι εκείνος" με την Τζένη Καρέζη και τον Φαίδωνα Γεωργίτση, που τραγουδάει τη σύνθεση του Γιάννη Μαρκόπουλου "Ξεγυμνώστε τα σπαθιά".
Ο Γιάννης Πουλόπουλος για το νέο κύμα
Είναι όμως η εποχή του "ΝΕΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ". Ο Γιάννης Πουλόπουλος το ακολουθεί. Γράφει και συνθέτει δικά του τραγούδια όπως το "Θα 'θελα να 'χα" που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Στη συνέχεια συνεργάζεται με τον Γιάννη Σπανό (συμμετέχει στην Α και Β Ανθολογία ερμηνεύοντας αριστουργηματικά το "Παιδί μου ώρα σου καλή" σε ποίηση Γιώργου Βιζυηνού), με τον Δήμο Μούτση ("Το κορίτσι μου στ' άστρα"), με τον Κυριάκο Σφέτσα και με τον Νίκο Μαμαγκάκη ("Άνθη" και "Πέτρινα λουλούδια" σε στίχους του Βασίλη Βασιλικού).
Η συνεργασία του Γ. Πουλόπουλου με το Μίμη Πλέσσα και η εμφάνιση του στον κινηματογράφο
Το 1966 έρχεται σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα. Μια συνεργασία που άφησε εποχή στο χώρο του Ελληνικού τραγουδιού. Αφορμή η ταινία μιούζικαλ "οι θαλασσιές οι χάντρες" (1967). Ακολούθησαν βέβαια οι «Μια Κυρία Στα Μπουζούκια» (1967), «Γοργόνες και μάγκες» (1968), « Η Παριζιάνα» (1969), και άλλες, όπως «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» (1969), «Ο ψεύτης» , «Η ωραία του κουρέα»...
Άλλες εμφανίσεις την περίοδο 1967- 1970
Το 1967 εμφανίστηκε στο «Χρυσό Βαρέλι» στις Τζιτζιφιές, μαζί με τη Μαρινέλλα, τον Τόλη Βοσκόπουλο, τη Δούκισσα, το Στράτο Διονυσίου και τη Μπέμπα Μπλανς. Κατόπιν, αποφάσισε με τη Μαρινέλλα να εμφανιστούν στην «Νεράιδα» για τις επόμενες 2 σεζόν (1968-1969) με τρομερή επιτυχία.
Το 1968 στην Αθήνα γίνεται ένα ολυμπιακό φεστιβάλ τραγουδιού, οπού ερμηνεύει το τραγούδι «Μα τώρα, αγάπη μου» του Μίμη Πλέσσα.
Την περίοδο 1969-70 κυκλοφορεί μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Τετράδιο», που βλέπουμε και μια άλλη πτυχή του καλλιτέχνη, η οποία φωτίζει δικά του άγνωστα τοπία και κάποιες ουσιαστικές πλευρές του σκεπτόμενου Γιάννη. Παράλληλα, θα τον δούμε να κάνει ζωγραφική και χαλκογραφία, αποκτώντας μερικές γνώσεις από τον φίλο του τραγουδιστη και ζωγράφο Σταυρο Πασπαράκη. Έτσι , γεμάτος ταπεραμέντο και οξυδέρκεια, κατοχυρώνει τις εμπειρίες του σε μια πλατιά εκφραστική καλλιτεχνική γκάμα.
Ο ΔΡΟΜΟΣ (δίσκος)
Το 1969 είναι μια σημαδιακή χρονιά. Ο δίσκος "Ο δρόμος" των Μίμη Πλέσσα - Λευτέρη Παπαδόπουλου, όπου ο Γιάννης Πουλόπουλος τραγουδάει δέκα από τα δώδεκα τραγούδια, γίνεται αμέσως χρυσός. Είναι ο πρώτος Ελληνικός δίσκος που γίνεται χρυσός- παρά την απαγόρευση μετάδοσης του από το τότε μονοπώλιο της ΕΡΤ, δίσκος που στα χρόνια που θα ακολουθήσουν καταρρίπτει κάθε ρεκόρ πωλήσεων, 3.000.000 αντίτυπα, ρεκόρ που ακόμη και σήμερα δεν έχει φτάσει κανένας άλλος Ελληνικός δίσκος. Την ίδια χρονιά συμμετέχει στο δίσκο "Οι ώρες" των Λίνου Κόκοτου - Άκου Δασκαλόπουλου.
Μετά το Δρόμο
Μετά την ανεπανάληπτη επιτυχία του "Δρόμου", άλλες δισκογραφικές εταιρίες προσπαθούν να προσελκύσουν τον "χρυσό" ερμηνευτή, ο οποίος μέσα από τα τραγούδια και τις κινηματογραφικές του εμφανίσεις, έχει γίνει το μεγαλύτερο όνομα του ελληνικού τραγουδιού. Το χαρακτηρισμό αυτό αποδεικνύει μια δημοσκόπηση που είχε γίνει το 1970 σε περιοδικό της εποχής, σχετική με τη δημοσιότητα και την απήχηση των τραγουδιστών, όπου κατατάχθηκε πρώτος ανάμεσα σε άλλα μεγάλα ονόματα. Ο Αλέκος Πατσιφάς όμως, βρίσκει τρόπο να τον κρατήσει στη ΛΥΡΑ. Ξέροντας την επιθυμία του τραγουδιστή να βρίσκεται συνέχεια στο studio, τον βάζει να ηχογραφεί διαρκώς τραγούδια. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1969-71, ο Γιάννης Πουλόπουλος τραγουδά σε δέκα μεγάλους δίσκους 33 στροφών (!!!) και σε αρκετούς μικρούς 45 στροφών.
Σε συνέντευξή του το 1987 ο Γιάννης Πουλόπουλος όταν ρωτήθηκε αν έχει κάνει λάθη στην καριέρα του, θα αναφέρει την έκδοση των δέκα δίσκων που κυκλοφόρησαν μέσα σε δύο χρόνια, υπογραμμίζοντας όμως ότι περιέχουν μερικά από τα "κλασσικά" (όπως τα αποκάλεσε) τραγούδια που έχει πει. Και έχει απόλυτο δίκιο σε αυτή του τη γνώμη περί "κλασσικών", γιατί μέσα στους 10 δίσκους αυτής της περιόδου υπάρχουν εξαίσια δείγματα της φωνής του και υπέροχες ερμηνείες σε τραγούδια που βασίζονται πάνω σε στίχους ποιημάτων του Λόρκα, και του Νερούντα "Emiliano Zapata", του Γιάννη Γλέζου, στην "Ερωφίλη" του Νίκου Μαμαγκάκη, στη "Γύφτισσα μέρα" του Γιώργου Κοντογιώργου και στη "Μαρία" του Νίκου Σκέμπρη (Λαβράνου) και την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί δίσκο με τον επιστήθιο φίλο του τον Γιώργο Ζαμπέτα, το "Μουσικόραμα". Κατά την περίοδο 1971-73, συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη Όμηρο Ευστρατιάδη, ντύνοντας κάποιες ταινίες του με μουσική και στίχο.
Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι αυτή την περίοδο δίνει 1 τραγούδι στην Ελένη Ανουσάκη με τίτλο «Μη μου ζητάς» για τις ανάγκες της ταινίας «Αδιέξοδο» (1971), καθώς και 1 τραγούδι στην Ελένη Ροδά και 2 στην Καίτη Χωματά. Στις αρχές της δεκαετίας, καλεσμένος στην εκπομπή του Νίκου Μαστοράκη τραγουδά το «It was a very good year» του Frank Sinatra, ηχογράφηση η οποία δεν κυκλοφόρησε. Λίγο πριν την έκδοση αυτού του δίσκου, μόλις πρόλαβε την σύλληψη από τα όργανα της χούντας, μια και το τραγούδι των Γιώργου Κατσαρού - Πυθαγόρα "Πάμε για ύπνο Κατερίνα" θεωρήθηκε αντιστασιακό. Κατέφυγε τότε σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Βέβαια προϋπήρχε και ο δίσκος "Μίλα μου για τη λευτεριά" των Μίμη Πλέσσα - Λευτέρη Παπαδόπουλου, που όλα τα τραγούδια - εκτός από ένα - είχαν απαγορευτεί από το καθεστώς της επταετίας.
Το 1973 τραγουδάει σε στίχους Κώστα Βίρβου και μουσική Μίμη Πλέσσα στο "Θάλασσα πικροθάλασσα" και το 1975 ερμηνεύει τα "12 ρεμπέτικα", ένα είδος τραγουδιού που αποδεικνύει πια πως ο Γιάννης Πουλόπουλος είναι ένας τραγουδιστής μοναδικός, που άνετα μπορεί να κινηθεί σε όλα τα είδη του Ελληνικού τραγουδιού. Αυτός ήταν και ο τελευταίος δίσκος του στη ΛΥΡΑ.
Μετά την αποχώρησή του από τη ΛΥΡΑ
Μετά την αποχώρησή του από τη ΛΥΡΑ ηχογραφεί κάποιους δίσκους στη ΜΙΝΟΣ- οι οποίοι γίνονται αμέσως χρυσοί- με ελαφρολαϊκά και με διασκευασμένες ξένες επιτυχίες, όπως το "Αγάπα με".
Όλα αυτά τα χρόνια η ΛΥΡΑ δεν έπαψε να επανεκδίδει τραγούδια που είχε πει, κυρίως τραγούδια που είχαν κυκλοφορήσει σε δίσκους 45 στροφών.
Στο διάστημα 1977-89 συνεργάζεται και πάλι με τον Μίμη Πλέσσα, το Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Κριμιζάκη, ενώ το 1982 σε ένα δίσκο που έγινε χρυσός, τραγούδησε με το δικό του ξεχωριστό τρόπο τραγούδια του "Νέου Κύματος" σε δεύτερη εκτέλεση (πιάνο -επιμέλεια ορχήστρας ο Γιάννης Σπανός).
Στην εταιρία ΜΙΝΟΣ μένει ως το 1989, έχοντας 11 χρυσούς δίσκους στο ενεργητικό του εκεί. Την εποχή εκείνη ο χρυσός αντιστοιχούσε σε 60.000 πωλήσεις και ο πλατινένιος σε 100.000. Μάλιστα, οι τρεις τελευταίοι δίσκοι έγιναν πλατινένιοι μετά την αποχώρησή του από τη ΜΙΝΟΣ.
Το 1983 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ταξίδι Στο Κέντρο Της Γης», ενώ δεν σταματά να ασχολείται και με τη ζωγραφική, που όπως είχε δηλώσει ότι είναι κάτι που τον ξεκουράζει. Την ίδια χρονιά γνωρίζεται με τη μέλλουσα γυναίκα του Μπέττυ και το 1985 γίνεται ο γάμος τους. Το 1992 γεννιέται η κόρη του, Αλεξάνδρα.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος εκτός δισκογραφίας
Ακολουθούν δύο δίσκοι και ένας τρίτος με μια συμμετοχή, στην POLYGRAM μεταξύ 1990-92.
Για ένα διάστημα 5 χρόνων μένει οικειοθελώς εκτός δισκογραφίας (φυσικά συνεχίζει τις εμφανίσεις του σε μεγάλα κέντρα).
Συνεργασία πάλι με τη ΛΥΡΑ και αποχώρηση του τραγουδιστή από το χώρο του τραγουδιού
Το 1997 ο Πουλόπουλος αρχίζει μια καινούρια συνεργασία με τη ΛΥΡΑ, μετά από 22 χρόνια, με το δίσκο "Του τραγουδιού το βλέμμα", σε μουσική Αντώνη Στεφανίδη. Δίσκος που γνωρίζει αμέσως μεγάλη επιτυχία. Στο δίσκο αυτό για τους φανατικούς - και είναι πολλοί - ακροατές του, υπάρχει και μια μεγάλη έκπληξη. Ο Γιάννης Πουλόπουλος "ξέθαψε" δύο δικά του τραγούδια από τα τέσσερα συνολικά που είπε σε κινηματογραφικές ταινίες γύρω στα 1972 - 1973 και ήταν άγνωστα, αλλά και δεν είχαν μέχρι σήμερα κυκλοφορήσει. Τα τραγούδια αυτά το "Πάλι μεθυσμένος" και το "Αφού μου έφυγες εσύ", ξανατραγουδάει στον καινούργιο του δίσκο.
Το 1998 κυκλοφορεί σε cd η ζωντανή του εμφάνιση στην Πύλη Αξιού –πρόκειται για την μόνη του δισκογραφική δουλειά με περιεχόμενο από εμφάνισή του-, εμφάνιση η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αποτελεί και την τελευταία του.
Το 1999 κυκλοφορεί ο δίσκος με τίτλο «Στα Όνειρά Μου Περπατώ», με τον οποίο αποφασίζει να απομακρυνθεί από τα μουσικά δρώμενα. Σε ορισμένες συνεντεύξεις της εποχής δηλώνει πως η νύχτα δεν είναι πια γι’ αυτόν, έτσι όπως έχει ευτελιστεί και ότι δηλώνει την απομάκρυνση του από τις βραδινές εμφανίσεις και, εν γένει, τα μουσικά δρώμενα.
Το 2005 κυκλοφορεί σε περιορισμένες εκδόσεις ένας δίσκος 10 ιντσών με τίτλο «ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ» με 10 τραγούδια, ενώ στο διάστημα αυτό οι επανεκδόσεις τραγουδιών και από τη LYRA και από τη MINOS διαδέχονται η μία την άλλη.
Σήμερα τον βρίσκουμε να έχει αφοσιωθεί στην οικογένεια του, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ οι χιλιάδες θαυμαστές και φίλοι του συνεχίζουν ακόμα να ονειρεύονται μέσα από τα τραγούδια του και τη σπάνια φωνή του.
Άννα Κουρή, είναι Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης
Άννα Κουρή
Η Άννα Κουρή, είναι Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. (29 Ιουνίου 1957)
Βιογραφία
Η Άννα Μαρία Κουρή γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου 1957 από γονείς Έλληνες μετανάστες στο Βελγικό Κονγκό, όπου και πέρασε τα παιδικά της χρόνια, φοιτώντας σε γαλλικό σχολείο. Το 1967, εγκαταστάθηκε μόνιμα με τους γονείς και την αδερφή της, Άλκηστη, στην Αθήνα και στη συνέχεια φοίτησε στην Γαλλική Ακαδημία Αθηνών, από όπου αποφοίτησε παίρνοντας το Baccalaureat.
Ένα χρόνο μετά, πήγε για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στη Γερμανία, στο Ινστιτούτο Γκαίτε, για εκμάθηση της γλώσσας και έπειτα επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου σπούδασε στην Δραματική σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη και αποφοίτησε το 1982.
Η καριέρα της στο χώρο του θεάματος ξεκίνησε το 1980, με τη συμμετοχή της στην κινηματογραφική ταινία «Ο Παρθενοκυνηγός», ενώ ήταν ακόμα μαθήτρια στη δραματική σχολή, και μέσα στο 1981 άρχισε και τους πρώτους τηλεοπτικούς της ρόλους, σε δύο σειρές της ΕΡΤ.
Μετά την αποφοίτησή της, έκανε το ντεμπούτο της και στο θέατρο, στην παράσταση «Η σπασμένη στάμνα» με τον θίασο του Λευτέρη Βογιατζή, την σεζόν 1982 - 1983, εξ αρχής με πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως συνέβη και σε όλα τα μετέπειτα θεατρικά της έργα.
Έγινε δημοφιλής στο κοινό από τον πρωταγωνιστικό ρόλο της στην επιτυχημένη σειρά Οι Μεν και οι Δεν, ως Βάνα Δάγκα, αν και είχε αρχίσει να γίνεται ευρύτερα γνωστή ήδη από τις Τρεις Χάριτες, ως Τέτη Παπαχαρίτου, δηλαδή η τηλεοπτική κόρη της Άννας Παναγιωτοπούλου.
Εκτός από κωμικούς ρόλους, έχει ενσαρκώσει και δραματικούς, όπως εκείνον στο επεισόδιο «Ο Δράκος» της σειράς Ανατομία ενός εγκλήματος του Πάνου Κοκκινόπουλου, και εκείνους στα επεισόδια «Ο ιππότης», «Στεγνό καθάρισμα» και «Τρωικός πόλεμος» της σειράς Κόκκινος Κύκλος του Πάνου Κοκκινόπουλου, καθώς επίσης και σε θεατρικά έργα. Ιδιαίτερα δημοφιλής τηλεοπτικός ρόλος για εκείνη, που μάλιστα συνδύαζε κωμικά και δραματικά στοιχεία, υπήρξε και αυτός της Mademoiselle Claire στη σειρά των Χάρη Ρώμα και Άννας Χατζησοφιά με τίτλο Δεληγιάννειον Παρθεναγωγείον.
Με τον Χάρη Ρώμα, μάλιστα, εκτός από το Δεληγιάννειο και τους Μεν και Δεν, έχει συνεργαστεί και σε 4 θεατρικά έργα, με πιο πρόσφατο την παράσταση «Είδα τον Χάρη με τα μάτια μου». Το έργο παίχτηκε τις σεζόν 2011 - 2012 και 2012 - 2013, ενώ ο θίασος, εκτός από την Ελλάδα, έδωσε παραστάσεις και στην Κύπρο, τον Καναδά, την Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Γενικότερα ως δίδυμο, εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να θεωρούνται από το κοινό ως ένα από τα πλέον δημοφιλή καλλιτεχνικά ζεύγη στα νεότερα χρόνια.
Παράλληλα με την καριέρα της ως ηθοποιός, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2015, έγινε για πρώτη φορά και κριτικός θεάτρου, ως μέλος κριτικής επιτροπής σε σειρά παραστάσεων.
Καριέρα
Σύμφωνα με τον ίδια, ο ρόλος της στους Μεν και Δεν, ενώ την έκανε εξαιρετικά δημοφιλή, ωστόσο την προκάλεσε ζημιά στην μετέπειτα τηλεοπτική της καριέρα. Συγκεκριμένα, έχει δηλώσει σε πάρα πολλές συνεντεύξεις της ότι τα πρώτα χρόνια μετά τους Μεν και Δεν, της ζητούσαν στην τηλεόραση μόνο ρόλους ίδιους με αυτόν της Βάνας Δάγκα, διότι ο ρόλος αυτός είχε κάνει τέτοια αίσθηση που είχαν νομίσει ότι μόνο τέτοιους ρόλους μπορούσε να παίξει, καθώς την είχαν ταυτίσει ως άνθρωπο στην πραγματική της ζωή με την Βάνα.
Επειδή δεν τους δεχόταν αυτούς τους ρόλους, διότι φοβήθηκε την τυποποίηση και ταύτιση, συνολικά έκανε λιγότερες σειρές από όσες θα μπορούσε.
Μάλιστα έχει τονίσει και ότι μια τέτοια εντύπωση, διαχρονικά, επικράτησε και στο κοινό που την γνώρισε μέσα από την τηλεόραση, καθώς λόγω της αίσθησης που έκανε ο ρόλος αυτός και των διαρκών επαναλήψεων της σειράς για πολλά χρόνια, η κοινή γνώμη την είχε σταθερά ταυτίσει με το ρόλο της Βάνας.
Ως αποτέλεσμα, μολονότι η ηθοποιός έκανε και σε άλλες σειρές πρωταγωνιστικούς ρόλους, το κοινό διατήρησε στη μνήμη του την Βάνα Δάγκα και δυσκολευόταν να την αποδεχτεί σε κάτι διαφορετικό. Αντιθέτως, όπως προσθέτει συχνά, η τηλεοπτική αποχή της για αρκετά έτη μετά το Δεληγιάννειο Παρθεναγωγείο δεν ήταν δική της επιλογή, αλλά αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και της συνεπακόλουθης μείωσης των εγχώριων σίριαλ στο ελάχιστο, με συνέπεια τις μικρές πιθανότητες εξεύρεσης νέων ρόλων - φαινόμενο που έπληξε και γενικότερα όλο τον κλάδο των Ελλήνων ηθοποιών.
Βιτόριο Γκάσμαν, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου καθώς επίσης σκηνοθέτης αλλά και Ιππότης Μεγαλόσταυρου της Αξίας της Ιταλικής Δημοκρατίας
Βιτόριο Γκάσμαν
Ο Βιτόριο Γκάσμαν, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου καθώς επίσης σκηνοθέτης αλλά και Ιππότης Μεγαλόσταυρου της Αξίας της Ιταλικής Δημοκρατίας. (Vittorio Gassman, 1 Σεπτεμβρίου 1922 - 29 Ιουνίου 2000)
Ο Βιτόριο Γκάσμαν γεννήθηκε στις 1 Σεπτεμβρίου του 1922 στη Γένοβα. Ο πατέρας του ήταν Γερμανός και η μητέρα του Εβραία.
Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του, έχοντας έμφυτη την ηθοποιία, μετέβη στη Ρώμη όπου και σπούδασε στην Εθνική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης.
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο στη διάρκεια του Β' Π.Π., το 1942, ενώ από τον επόμενο χρόνο άρχισε να γίνεται γνωστός ερμηνεύοντας διάφορους ρόλους, κυρίως υπό την διεύθυνση του Λουκίνο Βισκόντι, που τον έκαναν πολύ σύντομα έναν από τους δημοφιλέστερους ηθοποιούς της εποχής του.
Το 1952 συγκρότησε δικό του θίασο, το ιταλικό "Θέατρο Τέχνης", συνεργαζόμενος με τον Λ. Σκουαρζίνα. Στο θεατρικό του ρεπερτόριο περιλαμβάνονταν έργα πολλών και διαφορετικών συγγραφέων μεταξύ των οποίων ήταν οι Αισχύλος, Σενέκας, Σαίξπηρ, Ίψεν, Ούγκο Μπέτι, Τένεση Γουίλιαμς, Ανούιγ κ.ά.
Στον κινηματογράφο σημείωσε επίσης μεγάλη επιτυχία. Από ένα σύνολο 124 συμμετοχών του σε κινηματογραφικές και θεατρικές παραγωγές, τόσο στην Ιταλία όσο και στο Χόλιγουντ, διακρίθηκε σε δραματικούς και κωμικούς ρόλους και ειδικότερα στις ταινίες:
"Πικρό ρύζι" (Riso Amaro), σκηνοθεσία ντε Σάντις, 1956.
"Πόλεμος και Ειρήνη" (War and Peace), σκηνοθεσία Κ. Βίντορ, 1956, γυρισμένη στο Χόλιγουντ.
"Ο κλέψας του κλέψαντος" (Soliti Ignoti), σκηνοθεσία Μ. Μονιτσέλι, 1958
"Ο Μεγάλος Πόλεμος" (La Grande Guerra), σκηνοθεσία Μ. Μονιτσέλι, 1959
"Ο Φανφαρόνος" (Il Sorpasso), σε σκηνοθεσία Ρ. Ρίζι, 1962
"Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε" (L' Armata Brancaleone), σκηνοθεσία Μ. Μονιτσέλι, 1966, εξ ου η προσωνυμία "Μπρακαλεόνε".
"Άρωμα γυναίκας" (Rofumo di donne), σε σκηνοθεσία Ντ. Ρίζι, 1974, θεωρείται η μεγαλύτερη επιτυχία σε ρόλο τυφλού στρατιωτικού.
"Είμαστε τόσο αγαπημένοι" (C' eravamo tanto amati), σε σκηνοθεσία Ε. Σκόλα, 1975
"Η Ταράτσα" (La Tarrazza), σε σκηνοθεσία Ε. Σκόλα, 1980
Ο Βιτόριο Γκάσμαν είχε τελέσει τρεις γάμους. Πρώτη του σύζυγος ήταν η ηθοποιός Νόρα Ρίτσι με την οποία απέκτησε μία κόρη την Πάολα.
Το 1952 νυμφεύθηκε στην Αμερική τη διάσημη ηθοποιό Σέλεϊ Γουίντερς, με την οποία απέκτησε επίσης μία κόρη, την Βιτόρια, πριν χωρίσουν το 1954, όπου και επέστρεψε στην Ιταλία. Ακολούθησε ο τρίτος του γάμος με την Ντιλέτα Ντ΄ Άντρεα με την οποία και απέκτησε τον γιο του Τζάκομπο.
Απεβίωσε αιφνίδια από μυοκαρδίτιδα, στην οικία του στη Ρώμη, στις 29 Ιουνίου, του 2000 σε ηλικία 78 ετών.
Χρήστος Παπακυριακόπουλος, γνωστός και ως «Πάπα» στο εξωτερικό, ήταν ένας Έλληνας μαθηματικός που ειδικευόταν στη γεωμετρική τοπολογία
Χρήστος Παπακυριακόπουλος
Ο Χρίστος Παπακυριακόπουλος του Δημητρίου, γνωστός και ως «Πάπα» στο εξωτερικό, ήταν ένας Έλληνας μαθηματικός που ειδικευόταν στη γεωμετρική τοπολογία, όπου είχε σημαντική συνεισφορά. Ολόκληρη σχεδόν η έρευνά του πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον. (Χαλάνδρι 29 Ιουνίου 1914 - Πρίνστον 29 Ιουνίου 1976)
Οικογένεια και αρχή της σταδιοδρομίας του
Ο πατέρας του Χρήστου, ο Δημήτριος Παπακυριακόπουλος, ήταν υφασματέμπορος με κατάστημα στην οδό Ερμού, στο κέντρο της Αθήνας, και ήταν νυμφευμένος από το 1913 με τη Ζωή Λίτσα, κόρη του πλούσιου εμπόρου Νικολάου Λίτσα. Προίκα της Ζωής ήταν και το σπίτι στη ρεματιά Χαλανδρίου (σημερ. διεύθυνση οδός Θρασυβούλου 2) όπου γεννήθηκε ο Χρίστος και αργότερα το χρησιμοποίησε ως κατοικία του, ενώ η οικογένειά του έμενε στην Πλάκα (Υπατίας και Απόλλωνος).
Ο Χρίστος είχε ένα μικρότερο κατά 1 έτος αδελφό, τον Νίκο. Τα δύο αδέλφια μεγάλωσαν σε ένα πλούσιο περιβάλλον: την αγωγή τους, από τη νηπιακή ηλικία μέχρι το τέλος του δημοτικού, εκτός από το σχολείο, τη μητέρα και τη γιαγιά τους Αγγελική Λίτσα, την είχαν αναλάβει και δύο Ευρωπαίες γκουβερνάντες, μία Γερμανίδα και μία Αγγλίδα.
Ο Νίκος σκοτώθηκε πολεμώντας ως ανθυπολοχαγός στη Μάχη του Ρίμινι το 1944.
Αφού φοίτησε για ένα έτος στο Α΄ Γυμνάσιο Αθηνών, ο Χρίστος εισάχθηκε τον Ιούλιο 1927 στη Βαρβάκειο. Από διηγήσεις γνωρίζουμε ότι ήταν ένας επιμελής μαθητής, ο πρώτος στην τάξη. Διακρινόταν σε όλα τα μαθήματα.
Εργάστηκε σε απομόνωση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου και πήρε το διδακτορικό του το 1943, ύστερα από σύσταση του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή.
Το 1948 ο Ραλφ Φοξ τον προσκάλεσε ως προσωπικό του καλεσμένο στο τμήμα μαθηματικών του Πρίνστον. Ο Φοξ είχε εντυπωσιαστεί από τον Παπακυριακόπουλο όταν ο τελευταίος του έστειλε ένα φιλόδοξο γράμμα, στο οποίο υπήρχε η απόδειξη για το λήμμα του Ντεν.
Η απόδειξη όπως αποδείχθηκε ήταν λανθασμένη, αλλά η χορηγία του Φοξ θα συνεχιζόταν για πολλά χρόνια ακόμα και έτσι ο Παπακυριακόπουλος μπόρεσε να συνεχίσει να εργάζεται χωρίς να τον ανησυχούν τα οικονομικά.
Οι έρευνές του στο Πρίνστον
Ο Παπακυριακόπουλος είναι περισσότερο γνωστός για τις αποδείξεις του στο λήμμα του Ντεν, το θεώρημα του βρόχου και το θεώρημα της σφαίρας. Και τα τρία είναι θεμελιώδους σημασίας για την μελέτη των τρισδιάστατων πολλαπλοτήτων.
Για την εργασία του αυτή τού απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο Βέμπλεν στη γεωμετρία το 1964.
Από τη δεκαετία του 1960 και μετά εργάστηκε κυρίως επάνω στην υπόθεση του Πουανκαρέ.
Οι αριστερίζουσες πολιτικές απόψεις του Παπακυριακόπουλου οδήγησαν τις ελληνικές αρχές να τον καταγγείλουν ως κομμουνιστή στις αμερικανικές αρχές όταν εκείνος έφτασε εκεί.
Ήταν κλειστός ως χαρακτήρας και περνούσε την περισσότερη ώρα στο γραφείο του δουλεύοντας, και ακούγοντας τον αγαπημένο του Βάγκνερ. Λέγεται ότι έζησε στο ίδιο δωμάτιο ξενοδοχείου επί 25 χρόνια.
Πέθανε από καρκίνο του στομάχου σε ηλικία 62 ετών, στο Πρίνστον του Νιού Τζέρσι.
Κάθριν Χέπμπορν, ήταν μια Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και του θεάτρου, έχοντας κερδίσει τα περισσότερα Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, τέσσερα τον αριθμό
Κάθριν Χέπμπορν
H Κάθριν Χάουτον Χέπμπορν, ήταν μια Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και του θεάτρου. (αγγλικά: Katharine Houghton Hepburn, 12 Μαΐου 1907 – 29 Ιουνίου 2003)
Ένας θρύλος της οθόνης, η Χέπμπορν, μέσα από την πολυετή καριέρα της (73 χρόνια) διατηρεί το ρεκόρ για τα περισσότερα Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, τέσσερα τον αριθμό, από δώδεκα υποψηφιότητες (η Μέριλ Στριπ κατέχει το ρεκόρ των περισσότερων υποψηφιοτήτων με δεκαεννέα). Η Χέπμπορν κέρδισε βραβείο Έμμυ τo 1976 για το ρόλο της στην τηλεταινία Love Among the Ruins (Αγάπη Ανάμεσα στα Ερείπια). Ήταν επίσης υποψήφια για τέσσερα ακόμα Emmy, δύο βραβεία Τόνι και εφτά Χρυσές Σφαίρες. Το 1999 το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την αξιολόγησε πρώτη στη λίστα με τις καλύτερες γυναίκες ηθοποιούς όλων των εποχών.
Πρώιμα χρόνια
Η Χέπμπορν γεννήθηκε στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ. Οι γονείς της ήταν η φεμινίστρια Κάθριν Μάρθα Χάουτον (1878-1951) (μια από τις κληρονόμους της εταιρίας γυαλιού Corning και συνιδρύτρια της οργάνωσης για θέματα υγείας στην αναπαραγωγή, και ο Δρ. Τόμας Νόρβαλ Χέπμπορν (1879-1962), ο οποίος ήταν ένας επιτυχημένος ουρολόγος από τη Βιρτζίνια με ρίζες στο Μέριλαντ. Ήταν Σκωτσέζικης και Αγγλικής καταγωγής. Τα αδέρφια της ήταν ο Τόμας Χάουτον Χέπμπορν (1905-1921), ο Ρίτσαρντ Χάουτον Χέπμπορν (1911-2000), ο Ρόμπερτ Χότον Χέπμπορν (1913-2007), η Μάριον Χάουτον Χέπμπορν Γκραντ (1918-1986) και η Μάργκαρετ Χότον Χέπμπορν Πέρρυ (1920-2006).
Ο πατέρας τής Χέπμπορν επέμενε τα κορίτσια να κολυμπούν, να παίζουν γκολφ και τέννις και να κάνουν ιππασία. Η Χέπμπορν θέλοντας διακαώς να ευχαριστήσει τον πατέρα της κέρδισε ένα χάλκινο μετάλλιο στο καλλιτεχνικό πατινάζ από τη λέσχη πατινάζ του Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν και έφτασε στα ημιτελικά του Πρωταθλήματος Γκολφ Νεανίδων του Κονέκτικατ. Η Χέπμπορν απολάμβανε ιδιαίτερα το κολύμπι και βουτούσε συχνά στα παγωμένα νερά που βρίσκονταν μπροστά από το παραθαλάσσιο σπίτι της στο Κονέκτικατ, πιστεύοντας γενικά πως "όσο πιο πικρό το φάρμακο τόσο καλύτερο είναι για σένα". Συνέχισε το αναζωογονητικό αυτό κολύμπι μέχρι τα 80 της. Η Χέπμπορν θα έφτανε να αναγνωριστεί για το αθλητικό τη σώμα -εκτέλεσε μόνη της όλες τις πτώσεις σε ταινίες όπως Η Γυναίκα με τη Λεοπάρδαλη (Bringing up Baby, 1938) που θεωρείται σήμερα υπόδειγμα σοφιστικέ κωμωδίας.
Στις 3 Απριλίου 1921, καθώς επισκεπτόταν κάποιους φίλους της στο Greenwich Village, η Χέπμπορν βρήκε το μεγαλύτερο αδερφό της Τομ (γεννημένο στις 8 Νοεμβρίου 1905), ο οποίος αποτελούσε το είδωλό της, να κρέμεται από το πλάγιο καδρονάκι της σοφίτας από ένα σκοινί, νεκρό, προφανώς από αυτοκτονία. Η οικογένειά της αρνήθηκε ότι το προκάλεσε ο ίδιος στον εαυτό του υποστηρίζοντας πως ήταν ένα ευτυχισμένο αγόρι. Επέμεναν πως ήταν ένας πειραματισμός που πήγε στραβά. Εικάζεται ότι προσπαθούσε να αναπαράγει ένα κόλπο που είχε δει σε ένα θεατρικό με την Κάθριν. Η Χέπμπορν ήταν συντετριμμένη βυθίστηκε στην κατάθλιψη κι ήταν καχύποπτη με τους ανθρώπους. Ήταν επιφυλακτική με τα άλλα παιδιά και έλαβε το μεγαλύτερο μέρος της εκπαίδευσής της στο σπίτι της.
Για πολλά χρόνια χρησιμοποιούσε τα γενέθλια του Τομ (8 Νοεμβρίου) ως δικά της. Η Χέπμπορν δεν είχε αποκαλύψει την πραγματική ημερομηνία γέννησής της, 12 Μαΐου 1907, μέχρι τη στιγμή που έγραψε την αυτοβιογραφία της Me: Stories of my Life.
Η Χέπμπορν μορφώθηκε στο Oxford School, σημερινό Kingswood-Oxford School, στο Δυτικό Χάρτφορντ του Κονέκτικατ, πριν πάει στο Κολέγιο του Bryn Mawr. Ενώ ήταν στο κολέγιο, η Χέπμπορν αποβλήθηκε λόγω παραβίασης της απαγόρευσης εξόδου και καπνίσματος, το οποίο δεν προωθούνταν εκείνη την εποχή στις γυναίκες[. Δεκαετίες αργότερα, η Χέπμπορν θα επιβεβαίωνε ότι όταν έπεφτε το σκοτάδι, συνήθιζε να κολυμπά γυμνή στο συντριβάνι του κολεγίου. Έλαβε πτυχίο Ιστορίας και Φιλοσοφίας το 1928, την ίδια χρονιά έκανε το ντεμπούτο της στο Μπρόντγουεϊ με ένα μικρό ρόλο στο έργο Νυχτερινή Οικοδέσποινα.
Ένα εξαίσιο έτος για τη Χέπμπορν, το 1928 σημαδεύητκε από το γάμο της με τον κοσμικό επιχειρηματία Λάντλοου ("Λούντυ") Όγκντεν Σμιθ, τον οποίο συνάντησε όταν φοιτούσε στο Bryn Mawr και παντρεύτηκαν μετά από ένα σύντομο αρραβώνα. Ο γάμος του Σμιθ και της Χέπμπορν ήταν ρευστός από την αρχή και ξόδευαν όλο και λιγότερο χρόνο μαζί καθώς η Χέπμπορν συνέχιζε τη θεατρική καριέρα της και ταξίδευε. Χώρισαν στο Μεξικό το 1934. Φοβούμενος πως το διαζύγιο από το Μεξικό δεν ήταν έγκυρο, ο Λάντλοου πήρε δεύτερο διαζύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1942 και λίγες μέρες αργότερα ξαναπαντρεύτηκε. Η Κάθριν Χέπμπορν εξέφραζε συχνά την ευγνωμοσύνη της απέναντι στο Λάντλοου για την οικονομική και ηθική υποστήριξή του στα πρώτα στάδια της καριέρας της. Ο "Λούντυ" συνέχισε να είναι φίλος μιας ζωής με την ίδια και την οικογένεια Χέπμπορν.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1938, η Χέπμπορν έμενε στο παραθαλάσσιο σπίτι της στην κωμόπολη του Ολντ Σέιμπρουκ (Old Saybrook) στο Κονέκτικατ όταν ένας πανίσχυρος τυφώνας χτύπησε και κατέστρεψε το σπίτι της. Η Χέπμπορν μόλις που διέφυγε το θάνατο πριν το σπίτι της παρασυρθεί πάνω στα βράχια.
Το 1991, δήλωσε στο βιβλίο της Εμένα πως έχασε το 95% από τα υπάρχοντά της στην καταιγίδα, συμπεριλαμβανομένου και του Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου που έλαβε το 1933, που βρέθηκε αργότερα ανέπαφο.
Καριέρα - Θέατρο
Η Χέπμπορν ανέπτυξε τις υποκριτικές της ικανότητες σε έργα στο Bryn Mawr και αργότερα επιθεωρήσεις που τις ανέβαζαν θίασοι σταθερού ρεπερτορίου. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της στο Bryn Mawr, η Χέπμπορν συνάντησε τον παραγωγό Έντι Κνοπφ, ένα νεαρό παραγωγό με ένα θίασο στη Βαλτιμόρη του Μέριλαντ, ο οποίος της έδινε μικρούς ρόλους, συμπεριλαμβανομένης και μιας παραγωγής της Τσαρίνας (The Czarina) και οι Άρπαγες της Κούνιας (The Cradle Snatchers).
Ο πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος της Χέπμπορν ήταν στην παραγωγή Ο Μεγάλος Νερόλακκος (The Big Pond), που άνοιξε στο Great Neck της Νέας Υόρκης. Ο παραγωγός είχε απολύσει την κανονική πρωταγωνίστρια του έργου το τελευταίο λεπτό και ζήτησε από τη Χέπμπορν να αναλάβει το ρόλο. Πανικόβλητη εξαιτίας της απροσδόκητης αλλαγής, η Χέπμπορν έφτασε αργοπορημένη, τα έκανε μαντάρα με τα λόγια της, σκόνταψε επειδή μπέρδεψε τα πόδια της και μιλούσε τόσο γρήγορα που ήταν σχεδόν ακατανόητη. Απολύθηκε αλλά συνέχισε να δουλεύει σε ρόλους με μικρούς θιάσους και ως αντικαταστάτρια.
Αργότερα, η Χέπμπορν πήρε ένα ρόλο στο έργο του Μπρόντγουεϊ O Αρτ και η Κυρία Μποτλ (Art and Mrs. Bottle). Η Χέπμπορν απολύθηκε και από αυτό το ρόλο αν και τελικά επαναπροσλήφθηκε όταν ο σκηνοθέτης δεν μπορούσε να βρει κάποια να την αντικαταστήσει. Μετά από ένα ακόμα καλοκαίρι με θιάσους, το 1932, η Χέπμπορν κατάφερε να κερδίσει το ρόλο της Αντιόπης, της πριγκίπισσας των Αμαζόνων στο Σύζυγο της Πολεμίστριας (The Warrior's Husband, μια διασκευή της Λυσιστράτης) που απαιτούσε από εκείνη να φοράει ένα πολύ κοντό κοστούμι και άνοιξε με εξαιρετικές κριτικές. Η Χέπμπορν έγινε αντικείμενο συζητήσεων στη Νέα Υόρκη και το Χόλιγουντ άρχισε να την προσέχει.
Στο έργο, η Χέπμπορν έμπαινε στη σκηνή με μια σειρά από χοροπηδηχτά βήματα ενώ κουβαλούσε ένα τεράστιο ελάφι στους ώμους της-ένας ανιχνευτής της εταιρίας RKO (ο Λίλαντ Χέιγουορντ, με τον οποίο θα ανέπτυσσε αργότερα ένα ειδύλλιο) εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από αυτή την επίδειξη φυσικής κατάστασης που της ζήτησε να κάνει ένα δοκιμαστικό για την επόμενη ταινία της εταιρίας, Η Τραγωδία Ενός Πατέρα (A Bill of Divorcement), στο οποίο πρωταγωνιστούσαν οι Τζον Μπάριμουρ, Ντέηβιντ Μάννερς και Μπίλι Μπερκ.
Η Χέπμπορν ζήτησε το ποσό των $1500 την εβδομάδα (εξωπραγματικό για πρωτοεμφανιζόμενη) για να εργαστεί στον κινηματογράφο (την εποχή εκείνη έπαιρνε $80 με $100 την εβδομάδα). Αφού είδε το δοκιμαστικό της, η RKO συμφώνησε με τις απαιτήσεις της και της έδωσε ένα ρόλο. Με ύψος 1,71μ, η Χέπμπορν ήταν μία από τις ψηλότερες πρωταγωνίστριες της εποχής. Η κινηματογραφική της καριέρα εκτοξεύθηκε στο πλευρό του θρυλικού ηθοποιού Τζον Μπάριμορ και του σκηνοθέτη Τζορτζ Κιούκορ. Η Χέπμπορν επρόκειτο να γίνει ισόβια φίλη με τον Κιούκορ, ο οποίος τη σκηνοθέτησε σε 10 ταινίες. Συμπρωταγωνίστησε με τον Τζορτζ Μπάριμορ χωρίς να δείξει ίχνος ανασφάλειας. Ο Μπάριμορ χούφτωσε την Κέιτ πίσω από το σκηνικό σε μία από τις πολλές του προσπάθειες να την αποπλανήσει. Αυτή είπε, "Αν το ξανακάνεις αυτό θα σταματήσω την ηθοποιία". Ο Μπάριμορ απάντησε, "Δε γνώριζα πως είχες αρχίσει, αγαπητή μου"
Κινηματογράφος
Μετά την αντίδραση του κοινού στο Η Τραγωδία Ενός Πατέρα, η RKO υπέγραψε συμβόλαιο με τη Χέπμπορν. Αλλά η αντικονφορμιστική και "αντι-χόλιγουντιανή" συμπεριφορά της εκτός οθόνης, έκανε τους εντεταλμένους της εταιρίας να ανησυχούν πως δε θα γινόταν ποτέ μια σούπερ σταρ. Την επόμενη χρονιά (1933), η Χέπμπορν κέρδισε το πρώτο της Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου για Το Ξημέρωμα της Δόξας, όπου έπαιζε μια νεαρή ηθοποιό η οποία απορρίπτει τον έρωτα για χάρη της καριέρας της. Αποφάσισε να μην απέχει από την τελετή, αλλά ήταν ενθουσιασμένη με τη νίκη. Την ίδια χρονιά, η Χέπμπορν έπαιξε τη Τζο στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου Μικρές Κυρίες, με τίτλο Οι 4 κόρες του δρς Μορς, που έσπασε τα εισπρακτικά ρεκόρ.
Μεθυσμένη από την επιτυχία της, η Χέπμπορν ένιωσε πως ήταν η ώρα να γυρίσει στο θέατρο. Συμφώνησε να πρωταγωνιστήσει τη Λίμνη έναντι μικρής αμοιβής, αλλά δεν κατάφερε να λάβει άδεια από την RKO και αντί για το Μπρόντγουεϊ επέστρεψε στο Χόλιγουντ και γύρισε το αδιάφορο, Spitfire. Αφού είχε ικανοποιήσει την RKO, η Χέπμπορν γύρισε αμέσως πίσω στο Μανχάταν για να ξεκινήσει το έργο, στο οποίο έπαιζε μια νεαρή Αγγλίδα, δυστυχισμένη εξαιτίας της δεσποτικής μητέρας της και του άβουλου πατέρα της. Το έργο γενικά θεωρήθηκε παταγώδης αποτυχία έλαβε κακές κριτικές και η ερμηνεία της Χέπμπορν προκάλεσε την ποιήτρια Ντόροθι Πάρκερ να πετάξει το διάσημο "καρφί" της, πως η ηθοποιός "έτρεξε το φάσμα των συναισθημάτων από το Α μέχρι το Β."
Το 1935, για τον ομώνυμο ρόλο στην ταινία Άλις Άνταμς (Alice Adams), η Χέπμπορν έλαβε τη δεύτερη υποψηφιότητά της για Όσκαρ αλλά έχασε από τη Μπέτι Ντέιβις που υπερίσχυσε για την ταινία Μια επικίνδυνη γυναίκα (Dangerous). Μέχρι το 1938, η Χέπμπορν ήταν μια αξιόπιστη σταρ και η είσοδος της στην κωμωδία με τις ταινίες Η Γυναίκα με τη Λεοπάρδαλη και το Κατώφλι της Ευτυχίας έλαβαν καλές κριτικές. Αλλά η αντίδραση του κοινού στις δύο ταινίες ήταν χλιαρή] και οι καλές κριτικές δεν ήταν αρκετές να τη σώσουν από μια προηγούμενη σειρά αποτυχιών (Αιδεσιμότατος Γκέιβιν, Spifire, Break of Hearts, Σύλβια Σκάρλετ, A Woman Rebels, Μαρία Στιούαρτ, Quality Street). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η κινηματογραφική καριέρα της Χέπμπορν να αρχίσει να φθίνει.
Η Κάθριν Χέπμπορν πήγαινε συχνά σε συνεντεύξεις ντυμένη με αντρικά κοστούμια, λέγοντας πως ήταν άνετα. Χωρίς να το θέλει, δημιούργησε μια καινούρια επιταγή της μόδας και οι γυναίκες που τη θαύμαζαν άρχισαν να φοράνε παντελόνια, κάτι που δεν προώθούνταν εκείνη την εποχή.
"Δηλητήριο των Ταμείων"
Κάτι που έχει κάνει τη Χέπμπορν ιδιαίτερα αγαπητή σήμερα-το συμβίβαστο, ευθύ, "αντι-χόλιγουντ" ύφος της-άρχισε να "ξινίζει" το κοινό. Ελευθερόστομη και πνευματική με μια καυστική γλώσσα, αψήφησε τα στερεότυπα της "ξανθιάς σεξοβόμβας" της εποχής ,προτιμώντας να φορά ταγιέρ με παντελόνια και περιφρονώντας το μακιγιάζ. Ήταν, επίσης, γνωστό πως είχε μια ιδιότυπη σχέση με τον τύπο, απορρίπτοντας τις περισσότερες συνεντεύξεις που δε βοηθούσαν την προβολή της στο κοινό. Στην πρώτη της έξοδο με εκπροσώπους του τύπου από το Χόλυγουντ, μετά την επιτυχία της ταινίας Η Τραγωδία Ενός Πατέρα, η Χέπμπορν μίλησε με δημοσιογράφους που είχαν εισβάλλει στην καμπίνα τη δική της και του άντρα της πάνω στο πλοίο Η Πόλη του Παρισιού.
Ένας δημοσιογράφος ρώτησε αν ήταν πραγματικά παντρεμένοι, η Χέπμπορν απάντησε, "Δε θυμάμαι". Αμέσως μετά, ένας άλλος δημοσιογράφος ρώτησε αν είχαν παιδιά. Η απάντηση της Χέπμπορν ήταν "Δύο λευκά και τρία παρδαλά." Η αποστροφή της Χέπμπορν προς την προσοχή που της έδειχναν τα μίντια δε μαλάκωσε μέχρι το 1973, οπότε και εμφανίστηκε στο Dick Cavett Show για μια παρατεταμένη διήμερη συνέντευξη.
Οι επικρίσεις της για άλλες σταρ πρόσθεταν στην αντιπάθεια του κόσμου που η ίδια προκαλούσε. Οι ευθαρσείς δηλώσεις της εναντίον άλλων πρωταγωνιστριών της εποχής, όπως η Τζίντζερ Ρότζερς, προσέβαλαν πολλούς και συνέβαλαν στο να κηλιδωθεί η δημόσια εικόνα της.
Η Χέπμπορν ήταν κάποιες φορές ευέξαπτη ακόμα και με τους θαυμαστές της, αν και υποχωρούσε όσο μεγάλωνε, στην αρχή της καριέρας της, η Χέπμπορν αρνιόταν να ικανοποιήσει τα αιτήματα των θαυμαστών της να τους υπογράψει αυτόγραφα . Ωστόσο, πλατό, ήταν πρόθυμη να μάθει τις τεχνικές των θεατρικών ή κινηματογραφικών συνεργείων και έκανε παρέα με πολλούς από αυτούς. Ακόμα κι έτσι όμως, η άρνησή της να υπογράψει αυτόγραφα και να απαντήσει σε προσωπικές ερωτήσεις τής απέφερε το παρατσούκλι "Αικατερίνη της Αλαζονείας" (Katharine of Arrogance), σε σχέση με την Αικατερίνη της Αραγονίας (Catherine of Aragon). Σύντομα, το κοινό άρχισε να απομακρύνεται από τις ταινίες της.
Η Χέπμπορν παράπαιε ήδη από μια εξοντωτική σειρά παταγωδών αποτυχιών όταν, το 1938, αυτή - μαζί με τον Φρεντ Αστέρ, τη Μέη Ουέστ, τη Τζόαν Κρόφορντ, τη Ντολόρες ντελ Ρίο, τη Μάρλεν Ντίτριχ και άλλους - ψηφίστηκε "δηλητήριο των ταμείων" σε μια ψηφοφορία από κινηματογραφικούς διευθυντές και ιδιοκτήτες. Η Χέπμπορν ήταν μια από τις πολλές ηθοποιούς του Χόλιγουντ που ενδιαφέρθηκαν για το ρόλο της Σκάρλετ Ο'Χάρα στην ταινία Όσα Παίρνει ο Άνεμος. Αλλά ο Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, ο παραγωγός της ταινίας που είχε στήσει διαγωνισμούς σε ολόκληρη τη χώρα για την ανεύρεση της κατάλληλης ηθοποιού που επρόκειτο να ενσαρκώσει τη θρυλική ηρωίδα, δεν ήθελε να της παραχωρήσει το ρόλο εφόσον θεωρούσε ότι η ηθοποιός δεν είχε σεξουαλικότητα. Είπε στην ηθοποιό: Δεν μπορώ να φανταστώ το Ρετ Μπάτλερ να σε κυνηγάει για 12 χρόνια.
Μετά την εμπορική αποτυχία των τελευταίων της ταινιών, η RKO της προσέφερε τον κεντρικό ρόλο σε μια ταινία β' διαλογής με τίτλο Mother Carey's Chickens, 1938, η Χέπμπορν αρνήθηκε κι αποφάσισε να πληρώσει 75.000 δολάρια για να αποδεσμευτεί από το συμβόλαιό της. Πολλοί ηθοποιοί της περιόδου δεν είχαν την πολυτέλεια του να εναντιωθούν στις εταιρίες παραγωγής που τους επέβαλλαν αδιάφορους ρόλους τους οποίους δε μπορούσαν να αρνηθούν καθώς ήταν δεσμευμένοι από το συμβόλαιο. Η Χέπμπορν αντιθέτως ήταν πλούσια και μπορούσε να εργάζεται ως ανεξάρτητη ηθοποιό. Συνεργάστηκε για μια ακόμη φορά με τον Τζορτζ Κιούκορ και συμπρωταγωνίστησε με τον Κάρι Γκραντ για τρίτη φορά στην ταινία Μαζί σου για Πάντα (Holiday) που έλαβε θετικές κριτικές αλλά απέτυχε για άλλη μια φορά στο Box-Office. Η αμοιβή της είχε φτάσει να είναι χαμηλότερη κατά 10.000 σε σχέση με όταν ξεκίνησε να εργάζεται στο Χόλιγουντ. Σχολιάζοντας το γύρισμα της τύχης ο Άντριου Μπρίτον έγραψε: Κανένας άλλος αστέρας δεν έφτασε τόσο γρήγορα στο απόγειο της δόξας και με τόσο ευρεία αποδοχή και κανείς άλλος δεν έχασε τόσο γρήγορα τη δημοτικότητα του και για τόσο καιρό.
Επιζητώντας την επιστροφή της στο θέατρο, η Χέπμπορν γύρισε στις ρίζες της στο Μπρόντγουεϊ όπου εμφανίστηκε στα Κοινωνικά σκάνδαλα (The Philadelpheia Story), ένα έργο γραμμένο ειδικά γι' αυτή από το Φίλιπ Μπάρυ. Έπαιξε την κακομαθημένη "κοσμική" Τρέισι Λορντ λαμβάνοντας διθυραμβικές κριτικές. Με τη βοήθεια του πρώην εραστή της Χάουαρντ Χιουζ, αγόρασε τα δικαιώματα του έργου και τα πούλησε στη Metro-Goldwyn-Mayer που μετέτρεψε το έργο σε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του 1940. Ως μέρος της συμφωνίας της με τη MGM, η Χέπμπορν επέλεξε το σκηνοθέτη - Τζορτζ Κιούκορ - αλλά όχι τους συμπρωταγωνιστές της - Κάρι Γκραντ και Τζέιμς Στιούαρτ. Εκείνη ήθελε τον Κλαρκ Γκέιμπλ και τον Σπένσερ Τρέισι για τους ρόλους του Γκραντ και του Στιούαρτ, αντίστοιχα. Ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου για τη δουλειά της στα Κοινωνικά Σκάνδαλα. Η καριέρα αναζωογονήθηκε σχεδόν εν μία νυκτί.
Στο αποκορύφωμα του φόβου των Αμερικανών για τους κομμουνιστές, στα τελευταία στάδια πριν το Μακαρθισμό, οι έντονα προοδευτικές κοινωνικές απόψεις της Χέπμπορν έγιναν, επίσης, στόχος αντικομμουνιστικής υστερίας. Ο Μάιρον Φάγκαν, δεξιός συγγραφέας, παραγωγός και σκηνοθέτης στο κέντρο του αντικομμουνιστικού κυνηγιού μαγισσών στο Χόλιγουντ την κατήγγειλε αφού η Χέπμπορν είχε διαμαρτυρηθεί για λογαριασμό συντρόφων της ηθοποιών, σκηνοθετών και σεναριογράφων ενάντια στις διαβόητες μαύρες λίστες της δεκαετίας του 1940. Παρά την έλλειψη πραγματικής συμμετοχής (ή άλλων επίσημων δεσμών) της Χέπμπορν με το Αμερικανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ο Φάγκαν, στη μαχητική του ομιλία εναντίον των "Κόκκινων" στο Χόλιγουντ κατονόμασε τη Χέπμπορν ως "ένα παράδειγμα", προωθώντας τον ισχυρισμό πως "η αγάπη της Κάθριν Χέπμπορν για τον Ιωσήφ Στάλιν δεν είναι μυστικό."
Χέπμπορν και Σπένσερ Τρέισι
Η Χέπμπορν έκανε την πρώτη της εμφάνιση μαζί με τον Σπένσερ Τρέισι στο Η Γυναίκα της Χρονιάς (Woman of the Year,1942), σε σκηνοθεσία Τζορτζ Στίβενς. Στα παρασκήνια το ζευγάρι ερωτεύτηκε, ξεκινώντας ένα ειδύλλιο που θα γινόταν ένα από τα πιο διάσημα του Χόλιγουντ, παρά το γάμο του Τρέισι με άλλη γυναίκα.
Η Χέπμπορν και ο Τρέισι έγιναν ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα ζευγάρια εντός και εκτός οθόνης. Η Χέπμπορν με το εύστροφο μυαλό της και τη χαρακτηριστική προφορά της, συμπλήρωνε το αεράτο "αντριλίκι" του Τρέσι, που έμοιαζε να προέρχεται από την εργατική τάξη. Όταν ο Τζόζεφ Μανκιεβιτς τους σύστησε, η Χέπμπορν, η οποία φορούσε ειδικά τακούνια που πρόσθεταν αρκετά εκατοστά στο ψηλό και λιπόσαρκο σώμα της, είπε, "Φοβάμαι πως είμαι πολύ ψηλή για εσάς, κύριε Τρέισι.". Ο Μάνκιεβιτς ανταπάντησε, "Μην ανησυχείς, σύντομα θα σου κόψει τον αέρα." Όπως παρατήρησε η εφημερίδα The Daily Telegraph στη νεκρολογία της Χέπμπορν, "Η Χέπμπορν και ο Σπένσερ Τρέισι ήταν θελκτικότατοι όταν λογομαχούσαν δριμύτατα: δεν μπορούσε να πει κανείς αν απολάμβαναν περισσότερο τη μάχη ή ο ένας τον άλλο."
Οι περισσότερες από τις ταινίες που έκαναν μαζί η Χέπμπορν με τον Τρέισι τονίζουν τις εντάσεις που μπορεί να δημιουργηθούν όταν ένα ζευγάρι προσπαθεί να βρει μια ομαλή ισορροπία ισχύος μέσα στο σπίτι. Η σέξι διεκδίκηση δύναμης και ελέγχου μέσα στο σπίτι σχεδόν πάντα λύνεται με μια συμφωνία να τα μοιράζονται όλα και να τα μοιράζονται ίσα. Εμφανίστηκαν μαζί σε συνολικά εννέα ταινίες, συμπεριλαμβανομένων των Ο Φύλακας της Φλόγας (Keeper of the Flame, 1942), Από το Πλευρό του Αδάμ (Adam's Rib, 1949), Πατ και Μάικ (Pat and Mike,1952), Αυτή που σ' Όλα Απαντά (Desk Set, 1957), και Μάντεψε Ποιος θα' ρθει το Βράδυ (Guess Who's Coming to Dinner, 1967), για την οποία η Χέπμπορν κέρδισε το δεύτερο Όσκαρ της.
Η Χέπμπορν και ο Τρέισι έκρυψαν προσεκτικά το δεσμό τους από το κοινό, χρησιμοποιώντας πίσω πόρτες στα στούντιο και τα ξενοδοχεία και αποφεύγοντας επιμελώς τον τύπο. Αναμφισβήτητα, ήταν ζευγάρι για δεκαετίες αλλά δε ζούσαν κανονικά μαζί μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του Τρέισι. Ακόμα και τότε, διατηρούσαν ξεχωριστά σπίτια για να κρατούν τα προσχήματα. Η σχέση τους ήταν περίπλοκη και υπήρχαν συχνές περίοδοι που το ζευγάρι βρισκόταν σε διάσταση. Ο Τρέισι ήταν παντρεμένος με τη Λουίζ Τρέντουελ από το 1923 και παρέμεινε παντρεμένος μαζί της μέχρι το θάνατό του.
Η Χέπμπορν είχε αρκετούς ερωτικούς δεσμούς πριν τον Τρέισι, με τους πιο αξειοσημείωτους αυτούς με το ατζέντη της Λίλαντ Χέιουορντ, τον Τζον Φορντ και τον Χάουαρντ Χιουζ. Ωστόσο,ο Τρέισι φαίνεται πως ήταν η πραγματική της αγάπη. Ο Τρέισι είχε διάφορες ερωτικές περιπέτειες ενώ ήταν σε διάσταση με τη Χέπμπορν, με πιο αξιοσημείωτη αυτή με τη συμπρωταγωνίστριά του στην ταινία Ταξίδι Χωρίς Γυρισμό (Plymouth Adventure), Τζιν Τίρνεϊ. Η Χέπμπορν σταμάτησε να εργάζεται για πέντε χρόνια μετά Το μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα (Long Day's Journey Into The Night) για να φροντίσει τον Τρέισι, ενώ η υγεία του ήταν εξασθενημένη. Για λόγους κοινωνικής ευαισθησίας, ιδιαίτερα όσον αφορούσε την οικογένεια του Τρέισι, η Χέπμπορν δεν παρεβρέθηκε στην κηδεία του. Η ίδια είπε για τον εαυτό της πως ήταν τόσο πληγωμένη που δε θα μπορούσε να ξαναδεί το Μάντεψε Ποιος θα'ρθει το Βράδυ, λέγοντας πως της ξυπνούσε αναμνήσεις από τον Τρέισι, οι οποίες ήταν υπερβολικά επώδυνες ψυχικα.
Η Βασίλισσα της Αφρικής
Μία από τις καλύτερες ερμηνείες της Χέπμπορν ήταν ο ρόλος της στη Βασιλισσα της Αφρικής (The African Queen,1951), για την οποία έλαβε την πέμπτη υποψηφιότητά της για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, χάνοντας από τη Βίβιαν Λι από το Λεωφορείον ο Πόθος. Έπαιξε μια σεμνότυφη γεροντοκόρη ιεραπόστολο στην Αφρική (περίπου την εποχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου), η οποία πείθει το χαρακτήρα που υποδύεται ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ένα μεθύστακα καπετάνιο σε ένα μικρό ποταμόπλοιο, να χρησιμοποιήσει το πλοίο του για να κατστρέψει ένα γερμανικό πλοίο.
Η Βασίλισσα της Αφρικής κινηματογραφήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της σε τοποθεσίες στην Αφρική, όπου σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί υπέφεραν από ελονοσία και δυσεντερία- εκτός από το σκηνοθέτη Τζον Χιούστον και τον Μπόγκαρτ επειδή κανένας από τους δύο δεν έπινε ποτέ νερό. Η Χέπμπορν, πάντα η κόρη ουρολόγου, αποδοκίμαζε την κατανάλωση άλλων ποτών από τους δύο άντρες και έπινε ευλαβικά γαλόνια (1 γαλόνι=περίπου 4,5 λίτρα) κάθε μέρα για να τους πικάρει. Χτυπήθηκε τόσο άσχημα από δυσεντερία, που ακόμα και μήνες μετά την επιστροφή της στην πατρίδα της, η περίφημη για την ευρωστία ηθοποιός ήταν ακόμα άρρωστη. Το ταξίδι και η ταινία είχε τέτοιο αντίκτυπο στη Χέπμπορν που χρόνια αργότερα έγραψε ένα βιβλίο για τα γυρίσματα της ταινίας με τίτλο: "Τα Γυρίσματα της Βασίλισσας της Αφρικής΄: Ή Πώς Πήγα στην Αφρική Με τον Μπόγκαρτ, τη Μπακόλ και τον Χιούστον και Σχεδόν Έχασα το Μυαλό Μου", το οποίο την έκανε συγγραφέα ενός μπέστ σέλλερ σε ηλικία 77 ετών.
Σε μια συνέντευξη στο Πλέιμποϊ, ο Χιούστον μίλησε για το πώς τις μέρες που είχαν άδεια, εκείνος και ο Μπόγκαρτ πήγαιναν για κυνήγι μεγάλων θηραμάτων και για το πώς μια μέρα η Χέπμπορν ζήτησε να έρθει μαζί τους. Την περιέγραψε σα μια "Αρτέμιδα του Κυνηγιού"- εντελώς ατρόμητη- και ικανή να στοχεύει όπως οι καλύτεροι κυνηγοί.
Η Συνέχεια της Καριέρας της
Μετά τη Βασίλισσα της Αφρικής, η Χέπμπορν έπαιζε συχνά γεροντοκόρες, με πιο αξιοσημείωτες τις ερμηνείες που της έδωσαν και δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ στο Διακοπές στη Βενετία (Summertime, 1955) και στο Έτσι αρχίζει η ζωή (The Rainmaker, 1956). Οι κριτικοί σχολίασαν όμως το γεγονός ότι ήταν πλέον μεγάλη για αυτούς τους ρόλους. Έλαβε επίσης υποψηφιότητες για τις ερμηνείες της σε κινηματογραφικές μεταφορές θεατρικών δραμάτων, συγκεκριμένα ως κυρία Βενάμπλ στο Ξαφνικά, Πέρυσι το Καλοκαίρι (Suddenly, last summer, 1959) του Τένεσι Ουίλιαμς και ως Μαίρη Τάιρον στη μεταφορά του 1962 του έργου του Ευγένιου Ο' Νηλ, Μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα (Long Day's Journey Into The Night, 1962).
Η Χέπμπορν έλαβε το δεύτερο Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου για την ταινία Μάντεψε ποιος θα'ρθει το βράδυ (Guess Who's Coming to Dinner) αν και πίστευε πως στην πραγματικότητα ήθελαν να τιμήσουν τον Σπένσερ Τρέισι, ο οποίος πέθανε λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας. Την επόμενη χρονιά, κέρδισε το Όσκαρ, κάνοντας ρεκόρ, για το ρόλο της στο Λιοντάρι του Χειμώνα (The Lion in Winter), ένα βραβείο που μοιράστηκε εκείνη τη χρονιά με τη Μπάρμπρα Στρέιζαντ από το Ένα Αστείο Κορίτσι. Ο Πήτερ Ο' Τουλ, συμπρωταγωνιστής της στο Λιοντάρι του Χειμώνα, έχει πει σε πολλές συνεντεύξεις του πως η Χέπμπορν ήταν η αγαπημένη του συμπρωταγωνίστρια. Αυτός και η Χέπμπορν παρέμειναν φίλοι μέχρι το θάνατό της.
Η Χέπμπορν συνέχισε να κινηματογραφεί θεατρικά δραματικά έργα, συμπεριλαμβανομένων και της Τρελής του Σαγιό (The Madwoman of Chaillot,1969), των Τρωάδων (The Trojan Women,1971) του Ευριπίδη και το Ευαίσθητη Ισορροπία (A Delicate Balance) του Έντουαρντ Άλμπι. Το 1973 εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μια τηλεοπτική παραγωγή του έργου του Τένεσι Ουίλιαμς, Γυάλινος Κόσμος.
Δύο χρόνια μετά, η Χέπμπορν έλαβε ένα Έμμυ για την τηλεταινία Love among the Ruins, στην οποία πρωταγωνίστησε μαζί με το Σερ Λόρενς Ολίβιε και τη σκηνοθέτησε ο Τζορτζ Κιούκορ. Η Χέπμπορν εμφανίστηκε, επίσης, σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της ύστερης καριέρας της με τον Τζον Γουέιν στο Ο μονόφθαλμος (Rooster Cogburn, 1975), τη συνέχεια της ταινίας Αληθινό Θράσος που είχε χαρίσει στον Τζον Γουέιν το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου. Το Ο μονόφθαλμος ήταν ουσιαστικά Η Βασίλισσα της Αφρικής σε γουέστερν. Η Χέπμπορν κέρδισε το τέταρτο Όσκαρ της για την ταινία Στη Χρυσή Λίμνη (On Golden Pond, 1981) με το Χένρι Φόντα. Το 1994, η Χέπμπορν έδωσε την τελευταία της ερμηνεία της στη νέα έκδοση του Ο πόνος της αγάπης (Love Affair) με το Γουόρεν Μπίτι, ταινία που στην Ελλάδα προβλήθηκε ως Ένας μεγάλος έρωτας, ενώ εμφανίστηκε και στις τηλεοπτικές παραγωγές One Christmas, βασισμένη σε ένα διήγημα του Τρούμαν Καπότε και This Can't Be Love, που τη σκηνοθέτησε ένας από τους στενότερους φίλους της, ο Άντονι Χάρβεϊ (Το Λιοντάρι του Χειμώνα).
Θάνατος
Στις 19 Ιουνίου 2003 η Χέπμπορν πέθανε από φυσικά αίτια στην οικογενειακή κατοικία των Χέπμπορν στην πόλη Old Saybrook του Κονέκτικατ. Ήταν 96 χρονών και θάφτηκε στο νεκροταφείο Cedar Hill στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ. Προς τιμήν της εκτεταμένης θεατρικής προσφοράς της, τα φώτα του Μπρόντγουεϊ χαμήλωσαν για ώρα.
Το βιβλίο Kate Remembered, από το βραβευμένο Α. Σκοτ Μπεργκ, δημοσιεύτηκε μόλις 13 μέρες μετά το θάνατό της Χέπμπορν.
Η Κονστάνς Κολιέ ήταν μια καθηγήτρια υποκριτικής για πολλούς διάσημους ηθοποιούς, συμπεριλαμβανομένης και της Χέπμπορν (που τη γνώρισε όταν έπαιξε μαζί της στο Κατώφλι της Ευτυχίας) κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας περιοδείας της με παραστάσεις του Σαίξπηρ, τη δεκαετία του '50. Με το θάνατο της Κολιέ το 1955, η Χέπμπορν "κληρονόμησε" τη γραμματέα της Κολιέ, Φίλις Ουίλμπουρν, η οποία παρέμεινε γραμματέας της Χέπμπορν για 40 χρόνια.
Περισσότερα Άρθρα...
- Μάικλ Τζάκσον, ήταν Αμερικανός μουσικός, τραγουδιστής, χορευτής, χορογράφος, συνθέτης και παραγωγός, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία της μουσικής και του θεάματος
- Φάρα Φόσετ, ήταν Αμερικανίδα ηθοποιός, έγινε περισσότερο γνωστή από τον ρόλο της στην τηλεοπτική σειρά "Οι Άγγελοι του Τσάρλι"
- Τζορτζ Μάικλ, ήταν Βρετανός ποστ-ντίσκο ντας-ποπ τραγουδιστής, συνθέτης, στιχουργός και μουσικός παραγωγός
- Βασίλης Καζούλης, Έλληνας τραγουδοποιός της ροκ σκηνής