Άρθρα
Ζώης Καπλάνης, ήταν Έλληνας επιχειρηματίας και εθνικός ευεργέτης από την Ήπειρο
Ζώης Καπλάνης
Ο Ζώης Καπλάνης, ήταν Έλληνας επιχειρηματίας και εθνικός ευεργέτης από την Ήπειρο. (Γραμμένο Ιωαννίνων 1736 - Μόσχα 20 Δεκεμβρίου 1806)
Γεννήθηκε στο χωριό Γραμμένο των Ιωαννίνων το 1736. Ο πατέρας του λεγόταν Κωνσταντίνος, από το Γραμμένο. Η μητέρα του ήταν από το χωριό Τζιουντίλα. Από μικρός έχασε την μητέρα του και όπως λέγεται υπόφερε τόσο, που οι συγχωριανοί του τον έλεγαν «Πικροζώη».
Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε, και μετά από λίγα χρόνια απεβίωσε αφήνοντας τον Ζώη εντελώς ορφανό. Χωρίς αδέρφια, και με καμία περιουσία ο Ζώης σε μικρή ηλικία, ανέλαβε την υποχρέωση να θρέφει την μητριά του.
Νοίκιαζε γαϊδουράκι και πήγαινε στο κοντινό δάσος, το λεγόμενο «Μεγαλόγγο» για να κόβει ξύλα, τα οποία μετέφερε στα Γιάννενα και τα πουλούσε. Μια μέρα η μητριά του τον έδιωξε βάναυσα από το σπίτι, και έτσι ο Ζώης εγκατέλειψε το Γραμμένο και πήγε στα Γιάννενα για να βρει καλύτερη μοίρα.
Εκεί τέθηκε υπό την προστασία του πλούσιου Κονιτσιώτη γουνεμπόρου και επίσης ευεργέτη Παναγιώτη Χατζηνίκου.
Με την πάροδο των ετών ο Χατζηνίκου αντιλαμβανόμενος την αξία και την φιλομάθεια του Καπλάνη, ο οποίος στο μεταξύ είχε μάθει μόνος του γραφή και ανάγνωση, τον απάλλαξε από τις χειρωνακτικές εργασίες και τον προσέλαβε ως υπάλληλο του ενώ μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα τον έχρισε γραμματικό του και στη συνέχεια συνέταιρό του.
Υπό την νέα του ιδιότητα, ο Καπλάνης συνέβαλε στην ανάπτυξη της επιχείρησης που είχε ως έδρα το Βουκουρέστι (τόπος διαμονής του Χατζηνίκου) ενώ από το 1771 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μόσχα.
Εκεί κατάφερε να αποκτήσει βαθμιαία μεγάλη περιουσία ζώντας ταυτόχρονα μια λιτή και θεοσεβή ζωή.
Πολλά από τα πλούτη του, ο Καπλάνης τα διέθετε για εθνοφελής σκοπούς:
Ίδρυσε το 1797 την Καπλάνειο Σχολή στα Ιωάννινα την οποία προίκησε με αξιόλογη βιβλιοθήκη, εργαλεία Φυσικής κλπ, ενώ μέσω της διαθήκης του δώρισε σημαντικά χρηματικά ποσά στις σχολές της Πάτμου και του Αγίου Όρους καθώς και κληροδότημα για το νοσοκομείο των Ιωαννίνων και για άλλους φιλανθρωπικούς σκοπούς αλλά και στο Βασιλικό Ορφανοτροφείο της Μόσχας με τον όρο να στέλνονται οι τόκοι στους επιτρόπους των εκκλησιών των Ιωαννίνων με σκοπό την ενίσχυση των φτωχών κατοίκων του Γραμμένου και της Ζοντίλας (τόπος καταγωγής της μητέρας του).
Απεβίωσε στις 20 Δεκεμβρίου του 1806 σε ηλικία 70 ετών στη Μόσχα.
Τασσώ Καββαδία, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, ενώ εργάστηκε ως ραδιοφωνική παραγωγός, δημοσιογράφος και μεταφράστρια λογοτεχνικών και άλλων έργων
Τασσώ Καββαδία
Η Τασσώ Καββαδία, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, ενώ εργάστηκε ως ραδιοφωνική παραγωγός, δημοσιογράφος και μεταφράστρια λογοτεχνικών και άλλων έργων. (Πάτρα 10 Ιανουαρίου 1921 - 18 Δεκεμβρίου 2010)
Γεννήθηκε στην Πάτρα όπου έζησε τα παιδικά και νεανικά της χρόνια. Όταν θέλησε να σπουδάσει, ο πατέρας της, της το απαγόρευσε.
Μάλιστα την πάντρεψε, το 1942, σε ηλικία 21 ετών με έναν βιομήχανο, τον Αντώνη Σαλαπάτα και αποκτά τα τρία της παιδιά, τον Γιώργο τον Βασίλη και την Ευγενία. Ωστόσο, εφτά χρόνια αργότερα η νεαρή Τασσώ παίρνει τη δύσκολη -και κόντρα σε όλους- απόφαση να χωρίσει και να κυνηγήσει το όνειρό της! Είχε κάνει το θέλημα των γονιών της, ήταν τώρα ώρα να ακολουθήσει τη δική της επιθυμία.
Η ίδια είχε πει:«Εκείνα τα χρόνια με τον πρώτο σύζυγό μου ήταν πολύ δημιουργικά για μένα. Σπούδασα πιάνο, έμαθα τη γραφή των τυφλών και έγραφα βιβλία γι’ αυτούς, ήμουν νοσοκόμα και ανήκα στο τμήμα ψυχαγωγίας του Ερυθρού Σταυρού -γιατί τότε ήταν ο πόλεμος του ’40- κι ένα σωρό άλλα πράγματα, παράλληλα με τις υποχρεώσεις μου ως μητέρα. Εξέπεμπα όμως σε άλλο μήκος κύματος από εκείνον και διαλύσαμε τον γάμο μας».
Η Τασσώ φεύγει στο Παρίσι όπου σπουδάζει διακόσμηση. Ο Τσαρούχης είναι αυτός που την παροτρύνει να κάνει μαθήματα υποκριτικής στο Θέατρο Τέχνης με τον Κάρολο Κουν, ο οποίος επίσης συνεργαζόταν με τη Σχολή Σταυράκου.
Στη μεγάλη αγκαλιά του Καρόλου Κουν η Καββαδία θα βρει την κλίση της, αν και η εποχή είναι δύσκολη για την ίδια είχε πει: «Όταν πήγα στη Σχολή του Κουν, ήμουν είκοσι επτά χρόνων και τους είπα ότι είμαι μεγάλη, αλλά μου απάντησαν ότι δεν υπάρχει ηλικία στην τέχνη. Κοντά στον Κουν έμεινα επτά χρόνια, τρία στη Σχολή και τέσσερα στο Θέατρο Τέχνης της Σταδίου, που τότε στήθηκε. Έπαιξα πολλούς και διαφορετικούς ρόλους με μοναδική πληρωμή ένα φλιτζάνι καφέ και ένα πακέτο τσιγάρα»!
Το 1965 παντρεύτηκε με τον δημοσιογράφο Βασίλη Καζαντζή, αν και ο πρόωρος θάνατός του θα την αναγκάσει να περάσει τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής της μόνη. Κάτι όμως που δεν την ενοχλούσε, γιατί όπως δήλωνε: «Έχω ζήσει μια γεμάτη ζωή και ξέρω πως ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει μόνος του».
Από το 1954 έως το 1967 εργάστηκε στο ραδιόφωνο ως δημιουργός και εκτελέστρια.
Από το 1955 ως το 1969 εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά ως συντάκτρια του ελεύθερου και καλλιτεχνικού ρεπορτάζ. Επίσης ασχολήθηκε με λογοτεχνικές και άλλες μεταφράσεις.
Επαγγελματική πορεία
Η κινηματογραφική τυποποίηση της Καββαδία ήδη από τον πρώτο της ρόλο δεν άρεσε βέβαια καθόλου στον μεγάλο δάσκαλό της Κάρολο Κουν, που ένιωθε ότι το ποιοτικό ύφος της σχολής του δεν συμβάδιζε με το εμπορικό σινεμά. «Καυγαδίζαμε συνέχεια και θυμάμαι πόσο μαρτύρησα μαζί του όταν έμαθε ότι θα παίξω στη δεύτερη ταινία μου, τη “Στέλλα”».
Η Τασσώ συνεργάστηκε κατόπιν με τη Φίνος Φιλμ. Δίπλα στον γεννήτορα του ελληνικού σινεμά Φίνο θα γνωρίσει δόξα και φήμη ως η απόλυτη στρίγγλα της μεγάλης οθόνης. Η καριέρα της στη Φίνος θα ξεκινήσει το 1960 με την ταινία «Το Κλωτσοσκούφι», όπου ερμήνευσε τη στριμμένη αδελφή του Αλέκου Αλεξανδράκη, και θα απογειωθεί με τις ερμηνείες της στη «Μια τρελή τρελή σαραντάρα», όπου υποδύεται τη σοβαρή αδελφή της Ρένας Βλαχοπούλου, και στην «Αμαρτία της ομορφιάς», όπου μας χαρίζει ρεσιτάλ ερμηνείας ως αυταρχική μάνα.
Το 1971 ο Γιάννης Δαλιανίδης και ο Φίνος αποφασίζουν να γυρίσουν μια ταινία εμπνευσμένη από την μόδα της εποχής που ήταν τα καλλιστεία, αλλά και από τον «μύθο» των Ελλήνων εφοπλιστών που ήταν στη μεγάλη τους ακμή. Τίτλος της «Η αμαρτία της ομορφιάς». Ήταν η χρονιά που ο Φίνος ανακάλυψε μια νέα ηθοποιό, την Μπέτυ Λιβανού, στην οποία εμπιστεύθηκε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μαζί της στην ταινία ο Νίκος Γαλανός, που ήταν ο ζεν πρεμιέ της εποχής. Όπως λένε τα στοιχεία της Finos Film, η Τασσώ Καββαδία, αν και είχε αποφασίσει να μην ξαναπαίξει το ρόλο της κακιάς που συνήθιζε να ερμηνεύει μέχρι τότε, δέχτηκε να γίνει κακιά πεθερά εισπράττοντας την τριπλάσια αμοιβή από αυτή που συνήθως έπαιρνε.
Το μοναδικό της ταλέντο αλλά και η αρχοντική της παρουσία ήταν κομμένα και ραμμένα για τον ρόλο της ψηλομύτας και εκδικητικής, σε μια ευτυχή παντρειά κατά την οποία το ελληνικό σινεμά βρήκε τη μεγάλη του καρατερίστα. Η κινηματογραφική ακμή της Καββαδία κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια και η ίδια συμμετείχε σε 70 κοντά ταινίες, υποδυόμενη αρχοντικές και κακές γυναίκες. Η ίδια είχε πει:«Στην πρώτη μου ταινία έπαιξα μια άρρωστη γυναίκα που έχει χάσει το παιδί της και επειδή ζηλεύει τον άντρα της του κάνει τη ζωή πατίνι. Τους άρεσα πως έπαιζα αυτόν τον ρόλο και από τότε άρχισαν να μου προτείνουν ανάλογες ηρωίδες.
Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που έκανε τους σκηνοθέτες να μου προτείνουν να παίζω όλες τις στρίγκλες είχε πει. Ο Κακογιάννης μου είπε κάποτε ότι έχω κάτι στο βλέμμα μου που καρφώνει τον άλλον. Δεν θα ξεχάσω στα γυρίσματα της ‘‘Στέλλας’’ που η Μελίνα αναρωτιόταν πώς θα μου δώσει εκείνο το χαστούκι. ‘‘Μη σε νοιάζει’’, της απάντησε ο Κακογιάννης, ‘‘την ώρα που θα παίζετε, η Τασσώ θα σε κοιτάζει με τέτοιο βλέμμα που θα σε κάνει να της δώσεις τέσσερα χαστούκια’’. Ένα άλλο γεγονός που με έκανε να παίζω τελικά την κακιά του σινεμά ήταν ότι δεν με ένοιαζε να παίζω την άσχημη. Στην προσωπική μου ζωή είμαι εντελώς διαφορετική και οι νύφες μου λένε ότι είμαι καλή πεθερά».
Κακιά πεθερά, κακιά αδελφή, κακιά γειτόνισσα
Η Τασσώ Καββαδία με τις ερμηνείες της, σχεδόν πάντα έκανε τη ζωή δύσκολη στις συμπρωταγωνίστριές της. Ανάλογα με το σενάριο, ήταν αυστηρή, μοχθηρή, εκδικητική, ιντριγκαδόρα, ψηλομύτα ή απλώς κακιά. Το αυστηρό βλέμμα, η κοφτή φωνή, τα σουφρωμένα χείλη συνέθεταν την τέλεια εικόνα της κακιάς.
Ο κόσμος είχε ταυτίσει τόσο πολύ την ηθοποιό με τον ρόλο της, που πολλές φορές η ίδια νόμιζε ότι θα της επιτεθούν. «Ένιωθες πως θα με σκίσουν, αν με δουν μπροστά τους», είχε πει σε συνέντευξή της ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι αντιδράσεις του κόσμου τρόμαζαν τον σύζυγό της.
Παρόλο που είχε ταυτιστεί με την κακία και πολύς κόσμος τη μισούσε, η Καββαδία αναγνώριζε ότι ο ρόλος αυτός την έκανε γνωστή και της άνοιγε πόρτες στον κινηματογράφο. Αγαπούσε τον χαρακτήρα που ερμήνευε κι ας μην έμοιαζε με τον πραγματικό της.
Ωστόσο όσοι τη γνωρίζουν από κοντά μιλούν για έναν πολύ συμπαθή άνθρωπο. «Να χαμογελάτε! Κάθε μέρα κάτι άλλο θα φέρει, και μην τσιγκουνεύεστε την καλοσύνη» έλεγε η ίδια. Δηλωτικό του χαρακτήρα της είναι το γεγονός ότι την περίοδο της Κατοχής γίνεται Αδελφή του Ελέους δουλεύοντας για τον Ερυθρό Σταυρό.
Στη ζωή της δεν ήταν ποτέ κακιά – Πολλές φορές γινόταν αυστηρή, αλλά μόνο με το βλέμμα και όχι με τα λόγια
Με τον αυστηρό τρόπο και την υποκριτική μανιέρα τρόμαζε και τα εγγόνια της, όταν ήταν μικρά και έκαναν αταξίες. Ποτέ δεν ερχόταν σε ρήξη με τους συναδέλφους και τους προϊσταμένους της. Έφερνε εις πέρας όλες τις αρμοδιότητές της, χωρίς εντάσεις και ίντριγκες. Μόνο όταν ακουγόταν το «3,2,1 πάμε» και χτυπούσε η κλακέτα, η Τασσώ μεταμορφωνόταν. Από καλή κόρη, μητέρα, σύζυγος και συνεργάτης, γινόταν κακιά και αδίστακτη γυναίκα. «Η Αμαρτία της Ομορφιάς», ελληνική δραματική ταινία από το 1972. Εκεί ακούγεται μια από τις πιο δυνατές ατάκες: η ομίχλη του Λονδίνου. Και η έκρηξη ενάντια στη Μπέτυ Λιβανού.
Στο θέατρο, πάντως, έπαιξε ρόλους που κάλυπταν όλο το ρεπερτόριο, με μοναδική εξαίρεση την αρχαία τραγωδία. «Δεν έπαιξα αρχαία τραγωδία, γιατί τη σέβομαι πάρα πολύ, είναι κάτι μουσειακό για μένα. Ποτέ δεν μου έγινε πρόταση. Δεν μου αρέσει το μουσειακό θέατρο, μου αρέσει το καθημερινό θέατρο» είχε δηλώσει. Η πρώτη της θεατρική εμφάνιση έγινε το 1954 στο Θέατρο Τέχνης με τη «Μικρή μας πόλη» του Θόρντον Ουάιλντερ.
Χαρακτηρίζεται συνήθως ως η «κακιά» του ελληνικού κινηματογράφου καθώς λόγω του βλοσυρού παρουσιαστικού της ερμήνευε «αυστηρούς» ρόλους όπως της κακιάς πεθεράς, μάνας, αδερφής κ.ά.
Στο θέατρο έπαιξε ρόλους που κάλυπταν σχεδόν όλη την γκάμα του ρεπερτορίου εκτός από αρχαία τραγωδία.
Η εγγονή της Τασσώς Καββαδία σχεδιάζει ρούχα!
Η όμορφη νεαρή αν και σκέφτηκε να ασχοληθεί με την υποκριτική κατέληξε να σχεδιάζει ρούχα. Και έτσι, όμως, κατέληξε να ακολουθεί τα χνάρια της γιαγιάς της. Πώς; Η γνωστή ηθοποιός, όπως αποκαλύπτει τώρα η νεαρή εγγονή της είχε σπουδάσει σχέδιο μόδας στη Γαλλία, ωστόσο, την «κέρδισε» το σανίδι και η ηθοποιία και έτσι το όνειρο της ραπτικής έμεινε στο συρτάρι. Ώσπου το έβγαλε από αυτό η εγγονή της.
Η Τασσώ Καββαδία πέθανε πλήρης ημερών στα 91 της χρόνια το Σάββατο 18 Δεκεμβρίου του 2010
Τα τελευταία χρόνια τα πέρασε κλινήρης στο σπίτι της στο Φάληρο, καθώς την ταλαιπωρούσαν πολλά προβλήματα υγείας. Η γλυκύτατη κακιά του μεγάλου πανιού ήταν πάντα μια μεγάλη αγωνίστρια της ζωής και έφυγε από τον κόσμο στις 18 Δεκεμβρίου 2010. «Δεν πιστεύω ότι τελειώνει η ζωή όταν γεράσεις. Δεν πρέπει να εγκαταλείπεις. Πιστεύω ότι πρέπει να κάνεις όνειρα για το αύριο».
Στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας παίχτηκε η τελευταία «πράξη» για την αξέχαστη Τασσώ Καββαδία, μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες ηθοποιούς που σημάδεψε με τις ερμηνείες της τον ελληνικό κινηματογράφο.
Φίλοι και συγγενείς είχαν συνοδεύσει την Τασσώ Καββαδία στην τελευταία της κατοικία, απευθύνοντας το ύστατο χαίρε στην πιο ευγενική και καλοσυνάτη «κακιά» της μεγάλης οθόνης. Ανάμεσά τους ο Κώστας Πρέκας και ο Τρύφωνας Καρατζάς.
Μέντης Μποσταντζόγλου, γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Μποστ, ήταν Έλληνας σκιτσογράφος και γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος
Μέντης Μποσταντζόγλου
Ο Μέντης Μποσταντζόγλου, γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Μποστ, ήταν Έλληνας σκιτσογράφος και γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος. (Χρύσανθος Βοσταντζόγλου, 1918 - 13 Δεκεμβρίου 1995)
Γεννήθηκε το 1918 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε το 1995. Ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Μποσταντζόγλου, το γένος Παπαγιαννακοπούλου. Οι δυο γιοί του Κώστας και Γιάννης είναι σήμερα διακεκριμένοι στον χώρο της γραφιστικής και την υποκριτικής αντίστοιχα.
Το έργο του περιλαμβάνει πολιτικές γελοιογραφίες και χρονογραφήματα, εικονογραφήσεις βιβλίων και περιοδικών, δέκα θεατρικά έργα και πολλές ζωγραφικές συνθέσεις.
Για ένα διάστημα δούλεψε στη διαφήμιση όπου οι έντυπες καταχωρίσεις του για τη RENAULT (Ντοφίν εστί φιλοσοφείν), ακόμα και οι πιλότοι της Λουφτβάφε βάφουν με βαφές Φλόου Κοτ.), άφησαν κυριολεκτικά εποχή με την τόλμη και τη διαφορετικότητά τους.
Από το 1920 έως το 1926 έζησε με την οικογένειά του στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Αθήνα. Μαθητής Γυμνασίου άρχισε τα σκίτσα και απέκτησε το ψευδώνυμο Μέντης.
Το 1939 εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία όμως παράτησε μετά από έξι μήνες. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής έγινε μέλος του ΕΑΜ (1942) και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση.
Η καριέρα του ως σκιτσογράφου ξεκίνησε με εικονογραφήσεις περιοδικών και παιδικών βιβλίων. Το πρώτο προσωπικό του βιβλίο εκδόθηκε με δικά του έξοδα το 1945 και είχε τίτλο Ο Άγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών..Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι.
Το 1952 έπιασε δουλειά στην εφημερίδα Καθημερινή, την οποία τότε διηύθηνε η Ελένη Βλάχου, στην οποία αρχικά εργαζόταν ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος. Το 1955 αρχίζει να εργάζεται στο περιοδικό Εικόνες ως εικονογράφος και χαρτογράφος. Στη συνέχεια απασχολείται ως σκιτσογράφος στο περιοδικό Ταχυδρόμος.
Το 1959 παρουσίασε στη στήλη του, η οποία είχε τίτλο Το μποστάνι του Μποστ, τους τρεις πλέον γνωστούς ήρωες του: Μαμά- Ελλάς, Πειναλέων και Ανεργίτσα.
Τέλος στη συνεργασία του με την Ελένη Βλάχου δόθηκε λόγω του κειμένου Το επάγγελμα της μητρός μου (1961), για το οποίο κατηγορήθηκε ότι είχε ξεφύγει από τα όρια της ευπρέπειας.
Από το 1960 έως το 1963 είχε τακτικό εβδομαδιαίο σκίτσο στην εφημερίδα Ελευθερία, ενώ από το 1963 έως το 1966 καθημερινό πολιτικό χρονογράφημα και κυριακάτικο σκίτσο στην εφημερίδα Αυγή.
Το 1966 άνοιξε το δικό του κατάστημα δώρων με την επωνυμία "Λαϊκαί Εικόναι".
Διακόσμησε πάνω από 27.000 είδη δώρων, με σκίτσα και ζωγραφιές, καθώς και ανορθόγραφες επιγραφές, στιχάκια και αφιερώσεις.
Το 1973 δημοσίευσε αντιδικτατορικά σκίτσα και κείμενα στα περιοδικά Αντί και Ταχυδρόμος, συνεργασία που συνεχίστηκε και για τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Προδικτατορικά συνεργάστηκε επίσης με τις εφημερίδες Ομάδα, Μακεδονία, Ανεξάρτητος Τύπος, Εμπρός και Μεσημβρινή και με τα περιοδικά Δρόμοι της Ειρήνης και Θεατής. Λόγω των πολιτικών γελοιογραφιών του υπέστη διώξεις και δέχτηκε επανειλημμένα μηνύσεις.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, αφιερώθηκε στη ζωγραφική και το θέατρο. Τα σατιρικά θεατρικά του έργα είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο. Κατά διαστήματα ασχολήθηκε και πάλι με το σκίτσο και την πολιτική γελοιογραφία.
Μετά τη μεταπολίτευση συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό Ταχυδρόμος, τον Θούριο, το Men's Look και τις εφημερίδες Πρωινή και Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και Ριζοσπάστης. Πραγματοποίησε επίσης 16 προσωπικές εκθέσεις.
Έθεσε αρκετές φορές υποψηφιότητα ως βουλευτής κομμάτων της Αριστεράς (1964 με την ΕΔΑ, 1981 και 1985 με το ΚΚΕ), χωρίς ποτέ να εκλεγεί.
Πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου του 1995.
Χαρακτηριστικά του έργου του
Ο Μποστ θεωρείται ότι κατάφερε να δημιουργήσει ένα εντελώς προσωπικό και αναγνωρίσιμο σατιρικό ύφος ως σκιτσογράφος, κειμενογράφος, θεατρικός συγγραφέας, αλλά και ζωγράφος. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου του είναι η γλώσσα του και τα επίτηδες ανορθόγραφα κείμενα.
Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, γελοιοποιώντας την καθαρεύουσα πίστευε ότι ίσως μπορέσει να βοηθήσει στην ταχύτερη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Προκειμένου να σατιρίσει την καθαρεύουσα, ανακάτευε λόγιες εκφράσεις με λαϊκές και έγραφε εντελώς ανορθόγραφα, διεκτραγωδώντας τον ημιμαθή Έλληνα, που προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει την καθαρεύουσα, καθώς εκείνη την εποχή η δημοτική θεωρούνταν "ύποπτη", κατά δήλωση του ιδίου του Μποστ.
Συχνά με την παραφθορά των λέξεων ή την ανορθόγραφη απόδοση του ήχου της δημιουργούσε εσκεμμένα συνειρμούς, με άλλες έννοιες, τις οποίες διακωμωδεί. Επίσης συχνά, χρησιμοποιούσε μεταφορικές εκφράσεις με την κυριολεκτική τους έννοια.
Η σάτιρα του στοχεύει κυρίως τον μικροαστό Έλληνα των μεταπολεμικών δεκαετιών, τον καθωσπρεπισμό, την ημιμάθεια και το νεοπλουτισμό, την ξενομανία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας, καθώς και την ελληνική πολιτική ζωή.
Ο Μποστ σατιρίζει ιδιαίτερα την εξάρτηση της Ελλάδας από τον ξένο παράγοντα, την εθνικοφροσύνη των δεξιών κομμάτων και το θεσμό της Βασιλείας, ωστόσο σε πολλά κείμενα διακωμωδεί και την παράταξη της Αριστεράς, στην οποία ανήκε.
Σε πολλά από τα κείμενα του γράφει σε πρώτο πρόσωπο ως αφηγητής, ο οποίος διηγείται κάποια εμπειρία του και σχολιάζει δήθεν με αφέλεια τα γεγονότα.
Οι τρεις πλέον χαρακτηριστικοί ήρωες των γελοιογραφιών του και προσωπικά του δημιουργήματα είναι η Μαμά Ελλάς με τα παιδιά της, τον Πειναλέοντα και την Ανεργίτσα. Η Μαμά Ελλάς παρουσιάζεται αρχαιοπρεπής, αλλά φτωχοντυμένη και εξαθλιωμένη, το ίδιο και τα δύο μικρά παιδιά, που σχολιάζουν την επικαιρότητα με ανορθόγραφα γραμμένους στίχους.
Ένα από τα χαρακτηριστικά όλου του φάσματος του έργου του (σκίτσα, κείμενα, ζωγραφικά και θεατρικά έργα) ήταν ο συμφυρμός διαφόρων φάσεων της ελληνικής ιστορίας, καθώς στο έργο του συνυπάρχουν ήρωες της αρχαιότητας, του Βυζαντίου, του 1821, του έπους του 1940 με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ωνάση.
Ως ζωγράφος ήταν αυτοδίδακτος και τα έργα του ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένα από το ναΐφ ύφος της λαϊκής ζωγραφικής και κυρίως τον Θεόφιλο, αλλά και τις φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, με στοιχεία υπερρεαλισμού. Τα ζωγραφικά του έργα παρουσιάζουν ήρωες της αρχαιότητας και της Επανάστασης του 1821 και ιστορικά ζευγάρια.
Στα θεατρικά του έργα χρησιμοποιούσε δεκαπεντασύλλαβο στίχο στο προσωπικό του ύφος συμφυρμού πομπωδών καθαρευουσιάνικων εκφράσεων, με ξένες και λαϊκές εκφράσεις, ενώ συχνά εμφάνιζε ιστορικά ή μυθικά πρόσωπα να αναφέρονται σε σύγχρονες καταστάσεις.
Σε περιόδους χιουμοριστικών αναζητήσεων ο Μποστ έγραψε και στίχους για τρία ελαφρολαϊκά τραγούδια, πού έγιναν επιτυχίες στις αρχές της δεκαετίας του '60. Αυτά είναι "Οι Νεκροθάφτες" (μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, ερμηνεία Γιώργου Ζωγράφου) και τα "Η νήσος των Αζορών" και "Ρομβία" (μουσική Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση).
Έφτιαξε το εξώφυλλο του δίσκου "Το θαλασσινό τριφύλλι" σε μουσική Λίνου Κόκοτου και στίχους Οδυσσέα Ελύτη που κυκλοφόρησε το 1972.
Κατάλογος έργων του Μποστ
Ο Αγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών..Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι (1944)
Σκίτσα του Μποστ (1959)
Το λέφκομα μου (1960)
Σκίτσα και κείμενα (Πρώτη επιλογή Δεκέμβριος 1961)
Σκίτσα και κείμενα (Δεύτερη επιλογή Απρίλιος 1972)
Σκίτσα 73-74 (1975)
Αλληλογραφεια με τον Κοστα (Χρονογραφήματα από την Αυγή, Θεμέλιο, 1964)
Το Ημερολόγιο μιας χήρας. Δοκίμιον δια έργον "δύο εφχάριστων ορών" (1972)
18 Αντικείμενα ή Υπέρ Δικτατορείας Λόγος (1975)
Καλειδοσκόπιο (Gutenberg, 1975)
Σταυροφορίες (Γράμματα, 1992)
Κλασσικά Εικονογραφημένα : Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (κείμενο: Ειρήνη Φωτεινού, εικόνες: Μποστ) (1953)
Δον Κιχώτης (θεατρικό, 1961)
Όμορφη Πόλη (θεατρικό, 1962)
Φαύστα (θεατρικό, 1964)
Τα χρυσά φτερά (θεατρικό, 1973)
Οι εκλογές του Μποστ (θεατρική επιθεώρηση,1973)
Μαρία Πενταγιώτισσα (θεατρικό, 1982)
Κάνε το ΠΑΣΟΚ σου παξιμάδι (θεατρική επιθεώρηση, 1985)
Ιστιρικέ Ιστορίαι (θεατρικό, 1985)
40 χρόνια Μπόστ (θεατρικό, 1987)
Μήδεια (θεατρικό, 1993)
Το γελοίον του πράγματος: Ο ήρωας της Κολομβίας
Το γελοίον του πράγματος: Ο εφευρέτης
Ρωμαίος και Ιουλιέτα (θεατρικό, 1995)
Βασίλι Γκριγκόριεβιτς Ζάιτσεφ, ήταν Σοβιετικός σκοπευτής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Βασίλι Ζάιτσεφ
Ο Βασίλι Γκριγκόριεβιτς Ζάιτσεφ, ήταν Σοβιετικός σκοπευτής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. (23 Μαρτίου 1915 - 15 Δεκεμβρίου 1991)
Μέχρι τις 10 Νοεμβρίου 1942 σκότωσε 32 στρατιώτες των δυνάμεων του Άξονα, με τυπικό τουφέκι. Μεταξύ 10 Νοεμβρίου 1942 και 17 Δεκεμβρίου 1942, κατά τη διάρκεια της Μάχης του Στάλινγκραντ, σκότωσε 225 στρατιώτες του εχθρού συμπεριλαμβανομένων 11 σκοπευτών.
Ο Ζάιτσεφ έγινε διάσημος κατά τη διάρκεια του πολέμου και αργότερα του απονεμήθηκε ο τίτλος του ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης.
Η ζωή και η στρατιωτική του σταδιοδρομία αποτέλεσαν αντικείμενο πολλών βιβλίων και ταινιών: τα κατορθώματά του περιγράφονται λεπτομερώς στο βιβλίο του Γουίλιαμ Κρεγκ Εχθρός προ των πυλών:
Η μάχη για το Στάλινγκραντ που δημοσιεύθηκε το 1973. Απεικονίστηκε από τον Τζουντ Λο στην ταινία Εχθρός προ των Πυλών (2001).
Ο χαρακτήρας του Ζάιτσεφ εμφανίζεται επίσης στο ιστορικό μυθιστόρημα του Ντείβιντ Λ.Ρόμπινς το 1991, Πόλεμος των αρουραίων.
Ο Ζάιτσεφ γεννήθηκε στο Γιελενίνσκογιε, στο Κυβερνείο του Όρενμπουργκ, σε μια αγροτική οικογένεια ρωσικής εθνότητας. Μεγάλωσε στην περιοχή των Ουράλιων Ορέων, όπου έμαθε σκοποβολή κυνηγώντας ελάφια και λύκους μαζί με τον παππού και τον μεγαλύτερο αδερφό του. Έφερε στο σπίτι το πρώτο του τρόπαιο σε ηλικία 12 ετών. Αυτό το τρόπαιο ήταν ένας λύκος που πυροβόλησε με μία σφαίρα από το πρώτο του τουφέκι, ένα μεγάλο τουφέκι τύπου Μπερντάν, το οποίο τότε ήταν μετά βίας ικανός να κουβαλήσει στην πλάτη του λόγω του βάρους του τουφεκίου.
Ολοκλήρωσε επτά τάξεις του γυμνασίου. Το 1930 αποφοίτησε από ένα κολέγιο κατασκευών στην πόλη Μαγκνιτογκόρσκ, όπου έλαβε την ειδικότητα του εφαρμοστή. Αποφοίτησε από μαθήματα λογιστικής.
Από το 1937 άρχισε να υπηρετεί στο Στόλο του Ειρηνικού, όπου στρατολογήθηκε ως υπάλληλος του τμήματος πυροβολικού. Αφού σπούδασε στη Στρατιωτική Οικονομική Σχολή, διορίστηκε επικεφαλής της χρηματοοικονομικής μονάδας στο Στόλο του Ειρηνικού, στον Κόλπο Πρεομπραζένιε. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του εκεί ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Ο Ζάιτσεφ υπηρέτησε στο Σοβιετικό Ναυτικό ως υπάλληλος στο Βλαδιβοστόκ. Όταν η Ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, ο Ζάιτσεφ, παρομοίως με πολλούς από τους συντρόφους του, προσφέρθηκε να μεταφερθεί στην πρώτη γραμμή. Ήταν επικεφαλής αξιωματικός στο Πολεμικό Ναυτικό και έλαβε τον βαθμό ανώτερου ανθυπασπιστή κατά τη μεταφορά του στο στρατό.
Είχε υποβάλλει πέντε φορές αίτημα να τον στείλουν στο μέτωπο και τελικά, ο διοικητής δέχτηκε το αίτημά του.
Εντάχθηκε στο 1047ο σύνταγμα τουφεκιοφόρων της 284ης μεραρχίας τουφεκιοφόρων «Τομσκ», το οποίο έγινε μέρος της 62ης στρατιάς στο Στάλινγκραντ στις 17 Σεπτεμβρίου 1942.
Η ακρίβεια του Ζάιτσεφ στις βολές με τα τουφέκια ,τον οδήγησε να γίνει ελεύθερος σκοπευτής αφού συνδύαζε όλες τις ιδιότητες που συνυπάρχουν σε έναν ελεύθερο σκοπευτή. Ήξερε πώς να επιλέξει τις καλύτερες θέσεις και να τις καλύψει. Συνήθως κρυβόταν από στρατιώτες του εχθρού σε θέσεις όπου δεν μπορούσαν καν να τις φανταστούν. Ήδη από τις πρώτες μάχες με τον εχθρό, ο Ζάιτσεφ έδειξε ότι ήταν εξαιρετικός σκοπευτής. Από απόσταση 800 μέτρων από ένα παράθυρο, πυροβόλησε με ένα συνηθισμένο τουφέκι και σκότωσε τρεις στρατιώτες του εχθρού.
Κατά την περίοδο από τις 10 Νοεμβρίου έως τις 17 Δεκεμβρίου 1942, στις μάχες για το Στάλινγκραντ, σκότωσε 225 εχθρικούς στρατιώτες και αξιωματικούς, συμπεριλαμβανομένων 11 ελεύθερων σκοπευτών. Ο Ζάιτσεφ στα απομνημονεύματά του αναφέρει την μονομαχία του με έναν Στρατηγό Κένιγκ (σύμφωνα με τον Άλαν Κλαρκ -ήταν ο επικεφαλής της σχολής ελεύθερων σκοπευτών στο Τσόσεν,ο SS Standartenfuehrer (Συνταγματάρχης )Χάιντς Τόρβαλντ), ο οποίος είχε σταλθεί στο Στάλινγκραντ με ειδική αποστολή να καταπολεμήσει τους σοβιετικούς σκοπευτές. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Ζάιτσεφ στρατολόγησε και εκπαίδευσε άλλους σκοπευτές για να γίνουν ελεύθεροι σκοπευτές στο Στάλινγκραντ.
Ο Ζάιτσεφ πολέμησε στη μάχη του Στάλινγκραντ μέχρι τον Ιανουάριο του 1943 όταν μια έκρηξη νάρκης τον τραυμάτισε στα μάτια. Μεταφέρθηκε με αεροπλάνο στη Μόσχα και μόνο στις 10 Φεβρουαρίου 1943, μετά από αρκετές εγχειρήσεις, που εκτελέστηκαν εκεί από τον καθηγητή Βλαντιμίρ Φιλάτοφ, η όραση του αποκαταστάθηκε.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1943 τού απονεμήθηκε ο τίτλος του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης.
Επέστρεψε στο μέτωπο με το βαθμό του λοχαγού και συμμετείχε στην απελευθέρωση του Ντονμπάς, στη μάχη για το Δνείπερο, πολέμησε κοντά στην Οδησσό, στο Δνείστερο, στο Κίεβο και τελείωσε τον πόλεμο συμμετέχοντας στη Μάχη στα Υψώματα Ζέελοβ στη Γερμανία.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Ζάιτσεφ έγραψε δύο εγχειρίδια για ελεύθερους σκοπευτές όπου ανέλυσε επίσης την τεχνική των «έξι».
Μεταπολεμικά χρόνια
Μετά τον πόλεμο, ο Ζάιτσεφ εγκαταστάθηκε στο Κίεβο, όπου σπούδασε σε πανεπιστήμιο κλωστοϋφαντουργίας πριν αρχίσει να εργάζεται ως μηχανικός. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, έπεσε θύμα της μεταπολεμικής παράνοιας «κατασκοπείας», καθώς κρατήθηκε σε προδικαστικό κέντρο κράτησης το 1951 με 1953. Τελικά έγινε διευθυντής ενός εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας στο Κίεβο και παρέμεινε σε αυτήν την πόλη μέχρι που πέθανε στις 15 Δεκεμβρίου 1991 σε ηλικία 76 ετών, έντεκα ημέρες πριν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Αρχικά θάφτηκε στο Κίεβο παρά το τελευταίο αίτημά του να ταφεί στο Βόλγκογκραντ.
Εορτασμός 2006
Στις 31 Ιανουαρίου 2006, ο Βασίλι Ζάιτσεφ επαναενταφιάστηκε με πλήρη στρατιωτική τιμή στο μνημείο του Στάλινγκραντ στο λόφο Μαμάγιεφ στο Βόλγκογκραντ. Η τελευταία επιθυμία του Ζάιτσεφ ήταν να ταφεί στο μνημείο των υπερασπιστών του Στάλινγκραντ. Το φέρετρο του μεταφέρθηκε δίπλα σε ένα μνημείο όπου γράφτηκε το περίφημο απόσπασμα του: «Για εμάς δεν υπήρχε γη πέρα από το Βόλγα».
Στη λαϊκή κουλτούρα
Ταινία, Εχθρός προ των Πυλών
Η ταινία Εχθρός προ των πυλών (2001) με πρωταγωνιστή τον Τζουντ Λο στον ρόλο του Ζάιτσεφ, βασίστηκε σε μέρος του βιβλίου του Γουίλιαμ Κρεγκ Εχθρός προ των πυλών: Η μάχη για το Στάλινγκραντ που δημοσιεύθηκε το 1973, στο οποίο περιλαμβάνεται μια «μονομαχία ελεύθερων σκοπευτών» μεταξύ του Ζάιτσεφ και ενός ελεύθερου σκοπευτή της Βέρμαχτ, του Ταγματάρχη Έρβιν Κένιγκ.
Στα δικά του απομνημονεύματα ο Ζάιτσεφ γράφει ότι το περιστατικό αυτό συνέβη σε διάρκεια τριών ημερών μονομαχίας και ότι ο σκοπευτής που σκότωσε ήταν ο επικεφαλής μιας σχολής ελεύθερων σκοπευτών κοντά στο Βερολίνο.
Ωστόσο, ο ιστορικός Άντονι Μπίβορ δηλώνει ότι τα ρωσικά αρχεία του Υπουργείου Άμυνας έρχονται σε αντίθεση με αυτό και η μονομαχία είχε δημιουργηθεί ως σοβιετική προπαγάνδα.
Λογοτεχνία
Το ιστορικό μυθιστόρημα του Ντείβιντ Λ.Ρόμπινς, Πόλεμος των αρουραίων (1991) περιλαμβάνει τη μονομαχία ελεύθερων σκοπευτών στο Στάλινγκραντ μεταξύ του Ζάιτσεφ κι ενός Γερμανού αντιπάλου, του συνταγματάρχη Χάιντς Τόρβαλντ, ο οποίος αναγνωρίστηκε ως πραγματικός μαχητής στην εισαγωγή του βιβλίου από τον συγγραφέα.
Ο Ραμόν Ροσάνας έγραψε ένα κόμικ για τη σύγκρουση μεταξύ Ζάιτσεφ και Κένιγκ.
Νίκος Σταυρίδης, ήταν από τους σπουδαιότερους Έλληνες κωμικούς ηθοποιούς του κινηματογράφου και του θεάτρου
Νίκος Σταυρίδης
Ο Νίκος Σταυρίδης, ήταν από τους σπουδαιότερους Έλληνες κωμικούς ηθοποιούς του κινηματογράφου και του θεάτρου. (Βαθύ Σάμου 1910 - Σάμος 12 Δεκεμβρίου 1987)
Ο Νίκος Σταυρίδης ήταν μοναδικός ηθοποιός με πηγαίο χιούμορ και αφάνταστη αυτοσχεδιαστική ικανότητα. Ανήκε στην πρώτη φουρνιά των μεγάλων Ελλήνων κωμικών, που σηματοδότησαν την θρυλική εποχή του Ελληνικού Κινηματογράφου, αφήνοντας παρακαταθήκη αθάνατες ταινίες και θρυλικές ατάκες.
Γεννήθηκε στο Βαθύ Σάμου το 1910 σε φτωχή οικογένεια και πέρασε τα παιδικά του χρόνια δουλεύοντας στο μπακάλικο του πατέρα του. Αργότερα, έγινε βοηθός καραγκιοζοπαίχτη και μηχανικού προβολής. Στα τέλη της δεκαετίας του ’20 ήρθε στην Αθήνα και εργάστηκε σε μια αποθήκη πολεμικού υλικού στον Πειραιά, στην οποία ταίριαζε τις αρβύλες κατά μέγεθος, κερδίζοντας ίσα-ίσα το ψωμί του.
Γνωρίζοντας όμως την αξία της φωνής του, τόλμησε μια μέρα που περνούσε έξω από ένα μουσικό θέατρο στο οποίο πρωταγωνιστούσε ο Αυλωνίτης, να μπει μέσα την ώρα της πρόβας και να ζητήσει από τον μαέστρο να δοκιμαστεί στο τραγούδι. Το αποτέλεσμα ήταν να του ανατεθεί άμεσα ο ρόλος του λούστρου που γυάλιζε τα παπούτσια του Αυλωνίτη στο έργο "Λοβιτούρα". Μόλις τελείωνε το βάψιμο, έβγαζε από το κασελάκι του ένα χαρτονόμισμα των 30 λεπτών. Αφού το σάλιωνε, το κόλλαγε στο παπούτσι του Αυλωνίτη και τραγουδούσε: "Μια το βάψιμο, τριάντα το χαρτόσημο, μία και τριάντα», σατιρίζοντας τη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης μέσω του χαρτοσήμου".
Την επόμενη σαιζόν προσελήφθη σε μια θεατρική επιχείρηση του Μακέδου, σε έναν πάλι μικρό ρόλο, εκεί όμως ανακάλυψε το ταλέντο του η Άννα Καλουτά και του ζήτησε να κάνουν ένα νούμερο μαζί. Από τότε ο Νίκος Σταυρίδης αγαπήθηκε από το κοινό και δεν άργησε να γίνει καταξιωμένος πρωταγωνιστής του μουσικού θεάτρου, της οπερέτας και των βαριετέ.
Το 1939 ασχολήθηκε με την οπερέτα, αλλά από το 1942 και μετά, σχημάτισε θιάσους επιθεώρησης σε συνεργασία με γνωστούς ηθοποιούς, όπως οι αδερφές Καλουτά, η Μαρίκα Νέζερ, ο Τάκης Μηλιάδης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, η Καίτη Ντιριντάουα, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Σοφία Βέμπο, ο Κώστας Χατζηχρήστος κ.α., παίζοντας σε περισσότερα από 100 έργα που απογείωσαν την επιθεώρηση.
Ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη έκανε σχετικά αργά, με την κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου «Έλα στο Θείο» (1950), παραγωγή Φίνος Φιλμ, και συνέχισε να πρωταγωνιστεί σε ταινίες κυρίως του Τσιφόρου, του Λάσκου και του Σακελλάριου, αλλά και του Γλυκοφρύδη, του Γρηγορίου, του Ανδρίτσου και άλλων.
Οι τραγικές απώλειες
Έχασε τους γονείς και τον αδερφό του, ο οποίος πέθανε στην αγκαλιά της μητέρας τους. Όταν πληροφορήθηκε για τον θάνατο του πατέρα του ήταν σε περιοδεία και πρόλαβε οριακά να τον αποχαιρετήσει.
"Ο φοβερός νόμος του θεάτρου, σ’ αυτό το θέμα, δεν υπάρχει σε κανένα άλλο επάγγελμα", έλεγε. Μια ακόμα απώλεια σημάδεψε την ζωή του. Ο θάνατος της 27χρονης, πρώτης συζύγου του, Ντόρας Καριώτου, τον στιγμάτισε. Ήταν μια νέα ηθοποιός, με ταλέντο. Μόλις παντρεύτηκαν ανακάλυψαν ότι έχει όγκο στο κεφάλι. Πήγε στο εξωτερικό για θεραπείες, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε.
Ο ίδιος θυμόταν τις στιγμές και την δύναμη που έπρεπε να δείξει πάνω στη σκηνή: «Πέθανε στην Αγγλία, μετά από μία εγχείρηση όγκου στο κεφάλι. Εγώ γύρισα στη Θεσσαλονίκη σωστό ράκος. Έπαιζα τότε στο Μετροπόλ. Βγήκα στη σκηνή. Το θέατρο ήταν κατάμεστο. Το γεγονός του θανάτου της γυναίκας μου είχε μαθευτεί.
Ξαφνικά την είδα σαν όραμα μπροστά μου. Έχασα τα λόγια μου. Στην πλατεία φάνηκαν τα πρώτα μαντίλια που σφούγγιζαν κλαμένα μάτια.
Έπαιζα κωμωδία και αντί να γελάει ο κόσμος, έκλαιγε, και μάλιστα με λυγμούς. Πλησίαζε στο τέλος το νούμερό μου, όταν άρχισε να φτάνει στην πλατεία ένα βουητό "Φτάνει, φτάνει, φτάνει…". Και μετά ένα ξέφρενο χειροκρότημα.
Ο Σταυρίδης παντρεύτηκε άλλες δυο φορές και απέκτησε μια κόρη που λάτρευε, την Δανάη. Γηροκομήθηκε τελικά από την Μαρίνα Παυλίδη, κόρη της τελευταίας του συντρόφου, στο σπίτι του στη Κάτω Κηφισιά έχοντας σαν εγγονάκια του τα 2 παιδιά της Μαρίνας.
Ο δεύτερος γάμος του Νίκου Σταυρίδη ήταν, για δύο χρόνια, με την ηθοποιό του μουσικού θεάτρου Ξένη Δράμαλη.
Κατά τη Στρατιωτική δικτατορία συμμετείχε στους χουντικούς εορτασμούς της επετείου της 21ης Απριλίου στο Παναθηναϊκό Στάδιο ανάμεσα σε άλλους ηθοποιούς και τραγουδιστές.
Απεβίωσε στη Σάμο στις 12 Δεκεμβρίου του 1987 επισκεπτόμενος την αδερφή του. Κηδεύτηκε δύο μέρες αργότερα στην Κηφισιά.
Θίασοι
Τη δεκαετία του 1940 άρχισε να συγκροτεί δικούς του θιάσους και να συνεργάζεται με σπουδαίους συναδέλφους του, όπως τη Ρένα Βλαχοπούλου, τις αδελφές Καλουτά, την Καίτη Ντιριντάουα και τη Μαρίκα Νέζερ και την Καίτη Μπελίντα (1958: Τεντυμπόυς των Γιαλαμά-Θίσβιου-Πρετεντέρη), τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και τη Σοφία Βέμπο (1959), τον Κώστα Χατζηχρήστο (1963) κ.ά. Μεσολάβησε ένα διάστημα (1954-55) κατά το οποίο ίδρυσε μαζί με τον Τάκη Μηλιάδη και τη Νανά Σκιαδά το θίασο «Ελληνική Μουσική Κωμωδία», στον οποίο ανέβασε επιθεωρήσεις αλλά και έργα πρόζας, όπως η κωμωδία "Δέκα μέρες στο Παρίσι" (με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο το 1960).
Κινηματογράφος
Ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη έκανε σχετικά αργά.
Από τις 120 ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε, μόνο οι 3 ήταν της Φίνος Φιλμ, ταινίες ωστόσο ξεχωριστές που έγραψαν ιστορία στην ελληνική κινηματογραφική κωμωδία: Η πρώτη «Έλα στον Θείο» (1950) στο ρόλο του μεγαλομπακάλη της εποχής, μαζί με τη Σμαρούλα Γιούλη, τον Μίμη Φωτόπουλο και τη Σπεράντζα Βρανά, «Τα Κίτρινα Γάντια» (1954), στον αξέχαστο ρόλο του ζηλιάρη συζύγου της Μάρως Κοντού, και «Η Ωραία των Αθηνών» (1954), στο μοναδικό δίδυμο με την Γεωργία Βασιλειάδου. Μερικές άλλες ταινίες του είναι: «Οι παπατζήδες» (1954), «Γραφείο συνοικεσίων» (1956), «Μπαρμπαγιάννης ο Κανατάς» (1957), «Η Φτώχεια Θέλει Καλοπέραση» (1958), «Δουλειές με φούντες» (1958), «Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα» (1960), «Διαβόλου κάλτσα» (1960), «Φτωχαδάκια και λεφτάδες» (1960), «Ευτυχώς τρελάθηκα» (1961), «Σταμάτης και Γρηγόρης» (1962), «Η Αθήνα την νύχτα» (1962) «Τρίτη και 13» (1963), «Ο αδελφός μου ο τροχονόμος» (1963), «Ο χαζομπαμπάς» (1967), «Ψυχραιμία Ναπολέων» (1968), «Ξύπνα καημένε Περικλή» (1969), «Ο άνθρωπος ρολόι».
Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει για τη συνεργασία του με την Ελένη Προκοπίου στις ταινίες Ο Παραγυιός μου ο ραλίστας και τα ομορφόπαιδα το έτος 1971, στις οποίες ο εν λόγω μεγάλος κωμικός έπαιζε ρόλους νευρικού ηλικιωμένου, που στο τέλος μαλάκωνε υπό την "πίεση" της όμορφης ηθοποιού και χορεύτριας.
Η αξιοπρεπής αποχώρηση και το παράπονο Σε συνέντευξη που είχε δώσει στα τέλη της δεκαετίας του 1970, στην εφημερίδα «Ακρόπολις» είχε αποκαλύψει ότι η αποχώρηση του από τη σκηνή θα σήμαινε και το τέλος της ζωής του.
Η κατώτερη σύνταξη που του αναλογούσε ήταν 7.000 δραχμές. «Δεν θέλω σύνταξη παρηγοριάς. Προτιμώ να πεθάνω, πριν αναγκαστώ να πάρω αυτά τα χρήματα. Θα είναι μια ζωή χωρίς αξιοπρέπεια. Δεν θα μπορέσω να ζήσω», έλεγε στη δημοσιογράφο, Μαίρη Παραπονιάρη.
Παραδέχτηκε με πικρία ότι παρά το έργο που προσέφερε, δεν ανήκε στους καλά αμειβόμενους ηθοποιούς.
Περιέγραψε την συνεχή ανταπόκριση του κόσμου που του έδινε κουράγιο να συνεχίσει. «Δεν με αφήνουν να πληρώσω εισιτήριο στο τρόλεϊ. Οι ταξιτζήδες δεν μου παίρνουν λεφτά. Συγκινούμαι με τον τρόπο που ο κόσμος μου δείχνει την αγάπη του». Ο Σταυρίδης θέλησε να φύγει από την σκηνή πριν ξεθωριάσει η εικόνα του. Όπως είπε πήρε την απόφαση της αποχώρησης για να μην ακούσει την έκφραση «ο καημένος».
Ο Νίκος Σταυρίδης ήταν απλός και προσιτός και σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης. Μεγάλοι ηθοποιοί, όπως ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Γιάννης Γκιωνάκης, ο Σωτήρης Μουστάκας κ.α., τον θεωρούσαν σπουδαίο δάσκαλο τους.
Πέθανε σε ηλικία 77 ετών στη γενέτειρά του τη Σάμο, στις 14 Δεκεμβρίου 1987 και κηδεύτηκε δυο μέρες αργότερα στην Κηφισιά. Ο θάνατός του άφησε δυσαναπλήρωτο κενό, σφραγίζοντας το τέλος μιας εποχής στην ελληνική επιθεώρηση και στις κωμωδίες του ελληνικού μεταπολεμικού κινηματογράφου.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org - mixanitouxronou.gr - finosfilm.com
Περισσότερα Άρθρα...
- Ναπολέων Ζέρβας, ήταν Έλληνας Στρατιωτικός, Κινηματίας, Ιδρυτής του ΕΔΕΣ και Πολιτικός
- Μένης Κουμανταρέας, ήταν από τους σπουδαιότερους έλληνες πεζογράφους, γνωστός στο ευρύ κοινό από το μυθιστόρημά του "Η φανέλα με το 9", που μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Παντελής Βούλγαρης το 1988
- Σπύρος Μαρινάτος, ήταν Έλληνας αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός με σπουδαία ανασκαφική δραστηριότητα
- Κώστας Τσάκωνας ήταν ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, περισσότερο γνωστός από τις κωμικές ταινίες του