Άρθρα
Χέλμουτ Νιούτον, ήταν Γερμανός φωτογράφος, που ασχολήθηκε κυρίως με τη φωτογραφία μόδας και τη γυμνή φωτογράφηση
Χέλμουτ Νιούτον
Ο Χέλμουτ Νιούτον, ήταν Γερμανός φωτογράφος, που ασχολήθηκε κυρίως με τη φωτογραφία μόδας και τη γυμνή φωτογράφηση. Από το 1974 οι φωτογραφίες του πρωτοστατούν σε γνωστά περιοδικά μόδας, ενώ συνεργάστηκε επίσης και με ανδρικά περιοδικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Χέλμουτ Νιούτον έπασχε από αχρωματοψία. (Helmut Newton, 31 Οκτωβρίου 1920 - 23 Ιανουαρίου 2004)
Ο Νιούτον γεννήθηκε το 1920 στο Βερολίνο και ήταν εβραϊκής καταγωγής. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Neustädter. Στα 12 του αποκτά την πρώτη του φωτογραφική μηχανή.
Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης επιχείρησης με κουμπιά και αγκράφες, η Αμερικανίδα μητέρα του, μόνιμα κοντά στον Νιούτον, διατηρούσε τον στοργικό και υπερπροστατευτικό της ρόλο.
Ο Νιούτον εγγράφεται στο αμερικάνικο σχολείο του Βερολίνου, αλλά η φοίτησή του δεν θα ολοκληρωθεί. Η έκδηλη τεμπελιά του για τα μαθήματα και η υπέρμετρη λατρεία του για την κολύμβηση, τα κορίτσια και τη φωτογραφία θα αναγκάσουν τον διευθυντή του σχολείου να τον αποβάλει.
Το 1936 προσεγγίζει την Έλσα Σίμον (Ιβα), διάσημη φωτογράφο, και μαθητεύει δίπλα της έως το 1938. Εκείνη τη χρονιά η τελευταία δολοφονείται από τους ναζιστές. Την ίδια χρονιά η οικογένεια Νιούτον αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Γερμανία αφήνοντας όμως πίσω τον Χέλμουτ ο οποίος, μη έχοντας ολοκληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του, καθυστερεί ένα μήνα τη αποχώρησή του περιμένοντας την έκδοση του διαβατηρίου του.
Το ταξίδι του μέσα στο Conte Rosso μαζί με εκατοντάδες άλλους φυγάδες θα εξελιχθεί γι’ αυτόν μία αναπάντεχη εμπειρία. Όπως είχε δηλώσει:
Αυτό το πλοίο ήταν για εμάς παράδεισος. Κάθε απόγευμα χορεύαμε, πίναμε, ικανοποιούσαμε τα σεξουαλικά μας απωθημένα. Προσέγγιζα πάντα τις μεγαλύτερες γυναίκες. Με γοήτευαν η λάμψη τους, η εξυπνάδα τους και η σεξουαλικότητα που εξέπεμπαν.
Ο Νιούτον δεν ολοκληρώνει το ταξίδι του μέχρι τη Χιλή, όπου περιμένουν οι δικοί του, αλλά αποβιβάζεται στη Σιγκαπούρη. Θα εργαστεί ως ρεπόρτερ στη «Singapore Straits Times» και ως φωτογράφος πορτρέτων.
Μετά τον διωγμό των βρετανικών αρχών το 1940 θα βρεθεί στην Αυστραλία για να δουλέψει ως γεωργός. Κατατάσσεται στον αυστραλιανό στρατό και το 1946 πολιτογραφείται Αυστραλός και το Neustaedter θα μετατραπεί σε Νιούτον. Την ίδια χρονιά δημιουργεί το προσωπικό του στούντιο στο κοσμικό Φλίντερ Λέιν της Μελβούρνης.
Το 1948 νυμφεύεται την ηθοποιό και μοντέλο Τζουν Μπράουν, γνωστή ως Τζουν Μπρουνέλ. Η ίδια θα αποδειχθεί αξιόλογη φωτογράφος που θα δράσει κάτω από το ψευδώνυμο Άλις Σπρινγκς. Η σχέση τους διατήρησε το στοιχείο της διακριτικότητας, όσα χρόνια και αν πέρασαν.
Το 1953 πραγματοποιεί την πρώτη του έκθεση μαζί με τον Αυστραλό φωτογράφο Βόλφγκανγκ Σίβερς (Wolfgang Sievers). Λίγα χρόνια αργότερα θα συνεργαστεί με τον Χένρι Τάλμποτ (Henry Talbot), επίσης διωκόμενο Εβραίο, και το στούντιο θα μετονομαστεί σε «Χέλμουτ Νιούτον & Χένρι Τάλμποτ».
Η επαγγελματική και φιλική τους σχέση θα συνεχιστεί και μετά το 1957, όταν ο Νιούτον θα φύγει για το Λονδίνο με ετήσιο συμβόλαιο στην αγγλική «Vogue». Προτού ολοκληρωθεί ο χρόνος πηγαίνει στο Παρίσι όπου θα δουλέψει για γαλλικά και γερμανικά περιοδικά.
Σύντομα θα επιστρέψει στην Αυστραλία με ένα συμβόλαιο στην αυστραλιανή «Vogue» και μετά πάλι πίσω στο Παρίσι (1961) όπου θα συνεχίσει τη δουλειά του ως φωτογράφος μόδας.
Το 1976 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «White Women». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του περιορίζει τις μετακινήσεις του ανάμεσα στο Μόντε Κάρλο και το Λος Άντζελες.
Στις 23 Ιανουαρίου 2004, καθώς οδηγούσε πιθανολογείται ότι υπέστη καρδιακή προσβολή, με αποτέλεσμα η Κάντιλακ που οδηγούσε να πέσει πάνω στον τοίχο του διάσημου «Chateau Marmont», το ξενοδοχείο στη οδό Σάνσετ Μπούλεβαρντ (Sunset Boulevard) του Λος Άντζελες, όπου κατοικούσε για πολλά χρόνια. Η τέφρα του τοποθετήθηκε δίπλα σε αυτήν της Μαρλέν Ντίτριχ στο Βερολίνο.
Καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά
Ο Χέλμουτ Νιούτον θεωρήθηκε από πολλούς κάτι παραπάνω από φωτογράφος μόδας. Το οικογενειακό του μοντέλο και ο τρόπος ζωής του επηρέασαν με υπόγειο τρόπο την τεχνική και τη θεματογραφία του.
Στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του οι γυναίκες καταφέρνουν ακόμα και μέσα από τη γύμνια τους να εκπέμψουν απίστευτη δυναμικότητα. Ζουν, κοιμούνται, αναπνέουν με άψογο μακιγιάζ, βαριά κοσμήματα, προκλητικά τακούνια στιλέτο. «Στο λεξιλόγιό μου η λέξη “τέχνη” είναι μια πρόστυχη, βρώμικη λέξη» έχει δηλώσει. Στην τέχνη του ο Νιούτον καταργεί την πραγματικότητα και εξυψώνει τον πόθο, χρησιμοποιεί το στοιχείο της βίας, του σαδομαζοχισμού.
Πίσω από κάθε του λήψη υποβόσκει και μία μικρή ιστορία, συνήθως αμφιλεγόμενη, βίαιη, σεξουαλικά φορτισμένη.
Ο ερχομός του κινήματος του υπερρεαλισμού θα προσφέρει σε κάποιους το πάτημα να αποδεχτούν την εκκεντρικότητά του Νιούτον. Είναι αλήθεια ότι ο ίδιος έπασχε από αχρωματοψία. Το γεγονός αυτό τον ώθησε στην προτίμηση έντονων χρωματικών αντιθέσεων και στην εκτύπωση ζωηρών χρωμάτων στις μεταγενέστερες έγχρωμες φωτογραφίες του.
Παρά το χαρακτηρισμό του καλλιτεχνικού έργου του Χέλμουτ Νιούτον ως πορνογραφικό από κάποιους κριτικούς, η ποιότητα και η συνεισφορά του στην φωτογραφική τέχνη θεωρούνται πραγματικότητα.
Ζαν Μορό, ήταν σημαντική Γαλλίδα ηθοποιός στο θέατρο και τον κινηματογράφο, σκηνοθέτρια και σεναριογράφος
Ζαν Μορό
Η Ζαν Μορό, ήταν σημαντική Γαλλίδα ηθοποιός στο θέατρο και τον κινηματογράφο, σκηνοθέτρια και σεναριογράφος. (Ζαν Μορώ) (γαλλικά: Jeanne Moreau, 23 Ιανουαρίου 1928 - 31 Ιουλίου 2017)
Γεννήθηκε στο Παρίσι από Γάλλο πατέρα και Αγγλίδα μητέρα. Ξεκίνησε την καριέρα της το 1947 στο θέατρο, έγινε βασικό στέλεχος της Κομεντί Φρανσαίζ την περίοδο 1947-1951 (τότε ήταν το νεότερο σε ηλικία μέλος αυτού του οργανισμού), στη συνέχεια συνεργάστηκε με το Theatre National Populaire και κατόπιν έκανε προσωπικούς θιάσους.
Ερμήνευσε πρωταγωνιστικούς ρόλους σε έργα των Σαίξπηρ, Μολιέρου, Μαριβώ, Ζωρζ Φεντώ, Ιβάν Τουργκένιεφ, Αντρέ Ζιντ, Ζαν Κοκτώ, Τζωρτζ Μπέρναρ Σω, Τένεσι Γουίλιαμς, Πέτερ Χάντκε, Χάινερ Μύλερ και συνεργάστηκε με μεγάλους σκηνοθέτες όπως ο Πήτερ Μπρουκ, ο Κλωντ Ρεζύ, ο Αντουάν Βιτέζ και ο Κλάους Μίκαελ Γκρύμπερ).
Θέατρο
Στις μεγάλες θεατρικές επιτυχίες της συγκαταλέγονται ο ρόλος της Βέρα στο έργο του Ιβάν Τουργκένιεφ Ένας μήνας στην εξοχή (1947, σε ηλικία μόλις 19 ετών), ο ρόλος της Ελίζα Ντούλιτλ στο έργο του Τζωρτζ Μπέρναρ Σω Πυγμαλίων (1954), ο ρόλος της Μάγκι στο έργο του Τένεσι Γουίλιαμς Η λυσσασμένη γάτα (1957), ο ρόλος της Λούλου στο έργο του Φρανκ Βέντεκιντ Λούλου (1976), ο ρόλος της Τσερλίν στο έργο του Χέρμαν Μπροχ Η διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίν (1986-1988), για το οποίο τιμήθηκε με βραβείο Μολιέρ Α' γυναικείου ρόλου το 1988, και ο ρόλος της Σελεστίνας στο έργο του Φερνάρντο Ντε Ρόχας Η Σελεστίνα (1989).
Κινηματογράφος
Το 1949 έκανε το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο στο φιλμ Dernier amour. Πρωταγωνίστησε τόσο σε ταινίες του παραδοσιακού εμπορικού κυκλώματος, όσο και σε ταινίες του Νέου Γαλλικού Κύματος και συνεργάστηκε με σκηνοθέτες όπως ο Φρανσουά Τρυφώ, ο Λουί Μαλ, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και ο Ζαν Ρενουάρ. Πρωταγωνίστησε σε πολύ σημαντικές δημιουργίες του γαλλικού σινεμά, όπως οι ταινίες του Τρυφώ Ζυλ και Τζιμ (1962, στον θρυλικό ρόλο της Κατρίν, της νεαρής χαρισματικής γυναίκας που εμπλέκεται σε ένα επικίνδυνο ερωτικό τρίγωνο με δύο επιστήθιους φίλους) και Η νύφη φορούσε μαύρα (1967, στον ρόλο της Ζυλί Κολέρ, μιας νεαρής γυναίκας που αποφασίζει να εκδικηθεί τους πέντε άντρες που ευθύνονται για τη δολοφονία του συζύγου της), οι ταινίες του Μαλ Ασανσέρ για δολοφόνους (1958, στον ρόλο της Φλοράνς Καραλά, μιας γοητευτικής άπιστης συζύγου που περιπλανιέται στο νυχτερινό Παρίσι, περιμένοντας μάταια τον εραστή της που έχει παγιδευτεί σε ένα ασανσέρ), Οι εραστές (1958, στον ρόλο της Ζαν Τουρνιέ, μιας νεαρής γυναίκας που εγκαταλείπει τον σύζυγό της και τη μικρή της κόρη για έναν φοιτητή που μόλις έχει γνωρίσει) και Βίβα Μαρία (1965, όπου η Ζαν Μορό και η Μπριζίτ Μπαρντό υποδύονται δύο χορεύτριες του μιούζικ-χωλ, που εμπλέκονται σε μια επανάσταση στο Μεξικό στις αρχές του εικοστού αιώνα), η ταινία του Ζακ Ντεμύ Το λιμάνι των αγγέλων (1963, στον ρόλο της Τζάκι, μιας μοιραίας γυναίκας παθιασμένης με τον τζόγο), η ταινία του Ροζέ Βαντίμ Επικίνδυνες σχέσεις (1959, στον ρόλο της σατανικής Ζυλιέτ Ντε Μερτέιγ), η ταινία του Φιλίπ Ντε Μπροκά Παράνομη ευτυχία (1972, στον ρόλο της Λουίζ, μιας 40άρας δασκάλας που ερωτεύεται έναν πολύ νεότερό της άντρα) και η ταινία του Μπερτράν Μπλιέ Ο χορός των διεφθαρμένων (1974, στον ρόλο της Ζαν, μιας γυναίκας που βγαίνει από τη φυλακή και έχει μια ερωτική περιπέτεια με δύο νεότερούς της άντρες).
Εκτός συνόρων
Εκτός από ταινίες Γάλλων σκηνοθετών, η Μορό πρωταγωνίστησε σε έργα του Λουίς Μπουνιουέλ, (Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας, 1964, στον ρόλο της Σελεστίν, μιας φιλόδοξης καμαριέρας που προσπαθεί να ανέλθει κοινωνικά στην επαρχιακή Γαλλία του Μεσοπολέμου), του Μικελάντζελο Αντονιόνι (Η νύχτα, 1961, στον ρόλο της Λίντια, της αποξενωμένης συζύγου ενός διάσημου συγγραφέα), του Όρσον Γουέλς (Η δίκη, 1962, Οι καμπάνες του μεσονυκτίου, 1966, Αθάνατη ιστορία, 1968, στον ρόλο της Βιρζινί, μιας πόρνης που δέχεται να συμμετάσχει στην αναπαράσταση ενός θρύλου), του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (Ο καβγατζής, 1982, στον ρόλο της Μαντάμ Λυζιάν, μοναδικής γυναικείας παρουσίας σε ένα ανδροκρατούμενο σύμπαν), του Θόδωρου Αγγελόπουλου (Το μετέωρο βήμα του πελαργού, 1991, στον ρόλο της Γαλλίδας συζύγου ενός εξαφανισμένου Έλληνα πολιτικού), του Τόνι Ρίτσαρντσον (Φλογισμένη σάρκα, 1966, στον ρόλο μιας δαιμονικής δασκάλας, Ο ναύτης του Γιβραλτάρ, 1967, στον ρόλο της Άννα, μιας γοητευτικής Γαλλίδας που αναζητεί τον νεανικό της έρωτα), του Πήτερ Μπρουκ (Έξι μέρες, επτά νύχτες, 1960, στον ρόλο της Αν Ντεμπαρέντ, μιας παντρεμένης αστής που ερωτεύεται έναν εργάτη), του Ηλία Καζάν (Ο τελευταίος των μεγιστάνων, 1976, στον ρόλο μιας Γαλλίδας σταρ στο Χόλυγουντ της δεκαετίας του 1930), του Τζόζεφ Λόουζι (Εύα, 1962, στον εμβληματικό ρόλο της Εύα, μιας πόρνης πολυτελείας που ταπεινώνει έναν νεαρό συγγραφέα σε μια Βενετία που αργοπεθαίνει, Μίστερ Κλάιν, 1976, Η πέστροφα, 1982), του Μάρτιν Ριτ (Η Γιοβάνκα και οι άλλες, 1960), του Βιμ Βέντερς (Μέχρι το τέλος του κόσμου, 1991) και του Μανουέλ ντε Ολιβέιρα (Ο Γκέμπο και η σκιά του, 2012). Έπαιξε, επίσης, σε αρκετές χολυγουντιανές παραγωγές, όπως Οι νικητές (1963) του Καρλ Φόρμαν, Η κίτρινη Ρολς-Ρόυς (1964) του Άντονι Άσκουιθ, Το τραίνο (1964) του Τζον Φρανκενχάιμερ, Η Μεγάλη Αικατερίνη (1968) του Γκόρντον Φλέμινγκ και Μόντυ Γουώλς (1970) του Γουίλιαμ Φρέικερ.
Ερμήνευσε συχνά ρόλους απελευθερωμένης μοιραίας γυναίκας, με έντονο πάθος και δυναμισμό, και συμπρωταγωνίστησε με διάσημους ηθοποιούς όπως ο Ζαν Γκαμπέν, ο Ζεράρ Φιλίπ, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ο Πήτερ Ο' Τουλ, ο Μπαρτ Λάνκαστερ, ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό, ο Αλαίν Ντελόν, ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, ο Λι Μάρβιν, ο Μισέλ Πικολί, ο Μαξ Φον Σίντοφ, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο και ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Επιπρόσθετα, σκηνοθέτησε η ίδια δύο ταινίες (Φως, 1976 και L'adolescente, 1979) και ασχολήθηκε και με το τραγούδι.
Βραβεία
Έχει λάβει το βραβείο καλύτερης ηθοποιού στο φεστιβάλ των Καννών (από κοινού με τη Μελίνα Μερκούρη) για το Μοντεράτο Καντάμπιλε, το BAFTA καλύτερης ξένης ηθοποιού για το Βίβα Μαρία και το Σεζάρ Α' γυναικείου ρόλου για το La vieille qui marchait dans la mer. Για τη συνολική της προσφορά, έχει λάβει τον Τιμητικό Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ Βενετίας, το Τιμητικό BAFTA της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, την Τιμητική Χρυσή Άρκτο του Φεστιβάλ Βερολίνου και το Τιμητικό Σεζάρ.
Διετέλεσε Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Καννών δύο φορές, το 1975 και το 1995, και Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Βερολίνου το 1983.
Προσωπική ζωή
Παντρεύτηκε δύο φορές: με τον Γάλλο σκηνοθέτη και ηθοποιό Ζαν-Λουί Ρισάρ (1949-1956), με τον οποίο απέκτησαν έναν γιο, τον Ζερόμ, και με τον Αμερικανό σκηνοθέτη Γουίλιαμ Φρήντκιν (1977-1979).
Πέθανε στις 31 Ιουλίου 2017 στο Παρίσι.
Εντουάρ Μανέ, ήταν Γάλλος ζωγράφος, θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της μοντέρνας τέχνης ενώ συνδέθηκε έντονα και με το κίνημα του ιμπρεσιονισμού
Εντουάρ Μανέ
Ο Εντουάρ Μανέ, ήταν Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της μοντέρνας τέχνης ενώ συνδέθηκε έντονα και με το κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Αποτέλεσε επιπλέον έναν από τους πλέον αμφιλεγόμενους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα. (Édouard Manet, 23 Ιανουαρίου 1832 – 30 Απριλίου 1883)
Νεανικά χρόνια
Ο Εντουάρ Μανέ γεννήθηκε το 1832 στο Παρίσι και μεγάλωσε μέσα σε ένα μεγαλοαστικό οικογενειακό περιβάλλον.
Ο πατέρας του, Ωγκύστ Μανέ (Auguste Manet), ήταν δικαστής, ενώ η μητέρα του, Εζενί-Ντεζιρέ Φουρνιέ (Eugénie-Desirée Fournier) ήταν κόρη διπλωμάτη.
Από νωρίς ο Μανέ ήρθε σε επαφή με τον χώρο της τέχνης χάρη στη συμβολή του θείου του, Σαρλ Φουρνιέ (Charles Fournier), ο οποίος επιπλέον τον ενθάρρυνε να ακολουθήσει το επάγγελμα του ζωγράφου. Αντιθέτως, ο πατέρας του τον προορίζει για μία καριέρα στη νομική.
Σε ηλικία 12 ετών ο Μανέ φοιτά στο κολέγιο Rollin και οι μαθητικές του επιδόσεις καταγράφονται ως απογοητευτικές, γεγονός που αναγκάζει τους γονείς του να αποδεχτούν την επιθυμία του να δώσει εξετάσεις ώστε να γίνει δεκτός στη Ναυτική Ακαδημία.
Ο Μανέ αποτυγχάνει στις εξετάσεις αλλά το Δεκέμβριο του 1848 μπαρκάρει με το πλοίο Havre et Guadeloupe με προορισμό το Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας. Οι εμπειρίες που αποκομίζει κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού καταγράφονται σε αρκετά από τα μεταγενέστερα έργα του.
Ο Μανέ επιστρέφει από τη Λατινική Αμερική τον Ιούνιο του 1849 και αφού αποτυγχάνει για δεύτερη φορά να γίνει δεκτός στη Ναυτική Ακαδημία αποφασίζει να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Μετά από σχετική έγκριση των γονέων του, το διάστημα 1850 - 1856 σπουδάζει στο ατελιέ του ακαδημαϊκού ζωγράφου Τομά Κουτύρ (Thomas Couture).
Την περίοδο της εξαετούς εκπαίδευσής του, αφοσιώνεται στις διαφορετικές τεχνικές και συνηθίζει να αντιγράφει έργα κλασικών δημιουργών, τα οποία εκτίθενται στο Μουσείο του Λούβρου. Την ίδια περίοδο, πραγματοποιεί διάφορα ταξίδια σε όλη την Ευρώπη όπου έρχεται σε επαφή με έργα άλλων καλλιτεχνών επισκεπτόμενος πολλά μουσεία.
Μεταξύ άλλων επισκέπτεται την Ιταλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία. Μετά από διαφωνία με τον δάσκαλό του, εγκαταλείπει τελικά το ατελιέ του το 1856.
Δημόσιες εκθέσεις
Μετά από μερικά χρόνια κατά τα οποία ο Μανέ εξακολουθεί να αντιγράφει κλασικά έργα, αποφασίζει να εκθέσει για πρώτη φορά δημόσια έργο του, συμμετέχοντας στο Σαλόν του 1859 με τον πίνακα Πότης Αψεντιού ( Le Buveur d'absinthe). Το συγκεκριμένο έργο ακολουθεί τα πρότυπα του ρεαλισμού αν και θεωρείται πως αποτελεί ένα είδος φόρου τιμής στον Ισπανό Ντιέγκο Βελάσκεθ, τον οποίο ο ίδιος ο Μανέ θεωρούσε ως τον σημαντικότερο ζωγράφο.
Παρόλα αυτά ο πίνακας δεν γίνεται δεκτός αλλά απορρίπτεται από την επιτροπή της Ακαδημίας. Την ίδια περίοδο, ο Μανέ εστιάζει το ενδιαφέρον του στη ζωγραφική της ιβηρικής χερσονήσου και αποστρέφεται ολοένα και περισσότερο τα καθιερωμένα ακαδημαϊκά πρότυπα που κυριαρχούν στην τέχνη της εποχής.
Το 1863 συμμετέχει για δεύτερη φορά στο Σαλόν του Παρισιού με το έργο του Πρόγευμα στη χλόη, το οποίο αν και επίσης απορρίπτεται, τελικά μετά από απόφαση του αυτοκράτορα Ναπολέοντος Γ΄ καθιερώνεται μία ειδική έκθεση για όλα τα απορριφθέντα έργα μεταξύ των οποίων και αυτό του Μανέ.
Η δημόσια έκθεση του έργου - που απεικονίζει μια γυμνή γυναικεία μορφή - προκαλεί έντονες αντιδράσεις και θεωρείται σήμερα ένα από τα αμιγώς ιμπρεσιονιστικά έργα του Μανέ. Δύο χρόνια αργότερα, ένας άλλος πίνακας του Μανέ, υπό τον τίτλο Ολυμπία θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερο σκάνδαλο καθώς θεωρήθηκε ιδιαιτέρως προκλητικός.
Τα επόμενα χρόνια ο Μανέ συμμετέχει σε αρκετά σαλόν του Παρισιού και αρκετά έργα του απορρίπτονται. Παρά τις αρνητικές κριτικές και τις κατηγορίες για προσβολή της δημοσίας αιδούς που δέχτηκε ο Μανέ για τα έργα του, κατάφερε παράλληλα να αυξήσει σημαντικά την επιρροή του σε νέους και μοντέρνους καλλιτεχνικούς κύκλους.
Ιμπρεσιονιστές
Ο Μανέ συνδέθηκε με τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους μεταξύ των οποίων ο Εντγκάρ Ντεγκά, ο Κλωντ Μονέ, ο Πωλ Σεζάν, ο Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ και ο Καμίλ Πισαρό.
Στην πραγματικότητα, αν και διαπνέονταν από κοινές πεποιθήσεις και το έργο του Μανέ αποτέλεσε σημαντική επιρροή για τους ιμπρεσιονιστές, ο ίδιος ο Μανέ δεν συμμετείχε στις εκθέσεις τους ούτε και επιθυμούσε να εκλαμβάνεται ως εκπρόσωπος του κινήματος.
Είναι γεγονός πως και ο Μανέ δέχτηκε με τη σειρά του επιδράσεις από τους ιμπρεσιονιστές και ιδιαίτερα από τον Μονέ. Πολλά έργα του ακολούθησαν την ιμπρεσιονιστική τεχνοτροπία και τις τεχνικές που χρησιμοποιούσαν οι ιμπρεσιονιστές.
Εκτός από τους ιμπρεσιονιστές, το έργο του Μανέ υπερασπίστηκαν δημόσια και άλλες προσωπικότητες όπως οι λογοτέχνες Εμίλ Ζολά, Στεφάν Μαλαρμέ και Σαρλ Μπωντλαίρ. Ιδιαίτερα δημοφιλή είναι και τα πορτραίτα που φιλοτέχνησε ο Μανέ για τους Ζολά και Μαλαρμέ.
Τελευταία χρόνια
Το 1870 ο Μανέ υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός στο Γαλλο-Πρωσσικό πόλεμο και το 1881 παρασημοφορήθηκε με το Μετάλλιο της Τιμής.
Πέθανε το 1883 στο Παρίσι από σύφιλη, η οποία του προκάλεσε και μερική παράλυση στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Έντεκα ημέρες πριν το θάνατό του αναγκάστηκε να υποστεί τον ακρωτηριασμό του αριστερού του ποδιού λόγω γάγγραινας.
Αδαμάντιος Διαμαντής, ήταν Κύπριος ζωγράφος, από τους σημαντικότερους Κύπριους καλλιτέχνες, θεωρείται ο πατέρας της Κυπριακής τέχνης
Αδαμάντιος Διαμαντής
Ο Αδαμάντιος Διαμαντής ήταν Κύπριος ζωγράφος. Από τους σημαντικότερους Κύπριους καλλιτέχνες, θεωρείται ο πατέρας της Κυπριακής τέχνης. Έργα του σήμερα υπάρχουν σε ιδιωτικές συλλογές αλλά και στην Εθνική Πινακοθήκη της Λευκωσίας. (Λευκωσία, 23 Ιανουαρίου 1900 - Λευκωσία, 28 Απριλίου 1994)
Σπούδασε ζωγραφική στο Λονδίνο και ακολούθως έγινε καθηγητής τέχνης στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας από το 1926 έως το 1962.
Ήταν μέλος της εταιρίας Κυπριακών σπουδών, συλλέκτης έργων λαϊκής τέχνης και ιδρυτής του μουσείου λαϊκής τέχνης Κύπρου του οποίου ήταν και πρώτος διευθυντής.
Τον συνέδεσε μεγάλη φιλία με τον Γιώργο Σεφέρη, o Γιώργος Σεφέρης του είχε αφιερώσει το ποίημα Λεπτομέρειες στην Κύπρο.
Βραβεύτηκε το 1923 με το Α΄ βραβείο σχεδίου από το Royal College of Art του Λονδίνο. Το 1976 από την Ακαδημία Αθηνών για τις υπηρεσίες του σαν καθηγητής τέχνης αλλά και τη γενική του προσφορά.
Επίσης τιμήθηκε το 1989 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά και το 1993 με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.
Τα έργα του
Τα έργα του ήταν εμπνευσμένα κυρίως από τη φύση, σημαντικότερο έργο του θεωρείται ο πίνακας Ο κόσμος της Κύπρου, με διαστάσεις 17,50 μέτρα μήκος και 1,75 μέτρα ύψος, που το ζωγράφισε ανάμεσα στα 1967 - 1972.
Σε κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΓΩΝ (12 Ιουνίου 1975) με τίτλο, Αδαμ. Διαμαντή: Ο κόσμος της Κύπρου,ο Γ.Χατζηκωστής παρουσιάζει το βιβλίο του ζωγράφου με τίτλο Ο κόσμος της Κύπρου-Αφήγηση (12 Ιουνίου 1975), καταλήγοντας με το χαρακτηρισμό για το "δίκλωνο έργο του Διαμαντή".
Μετά το θάνατό του, ο γιος του δώρισε τη βιβλιοθήκη του, που περιλάμβανε 1.200 βιβλία, στο πανεπιστημίου Κύπρου.
Ενδεικτική εργογραφία
Οι Φυτεύτριες, (1932/33)
Ο κόσμος της Κύπρου (1967-1972)
Οι Λεύκες της Λαπήθου
Στο Πανηγύρι της Παναγιάς του Άρακα
Οι Αμαξάρηδες της Ασμάλτι
Κορίτσια της Πάφου
Αγωνίες
Δόρα Στράτου, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός, χορογράφος και θιασάρχης και ιδρύτρια του ομώνυμου συγκροτήματος Ελληνικών Χορών
Δόρα Στράτου
Η Δόρα Στράτου, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός, χορογράφος και θιασάρχης. Ήταν η ιδρύτρια του ομωνύμου συγκροτήματος Ελληνικών Χορών, το οποίο στεγάζεται στην Πλάκα. (Δωροθέα Στράτου, 18 Νοεμβρίου 1903 - 19 Ιανουαρίου 1988)
Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν κόρη του δικηγόρου, πολιτικού και πρωθυπουργού Νικόλαου Στράτου και της Μαρίας Κορομηλά (κόρης του θεατρικού συγγραφέα Δημητρίου Κορομηλά).
Σπούδασε πιάνο, τραγούδι, χορό και θέατρο. Μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό περιβάλλον με πολλές επιρροές από κλασσικά θεατρικά έργα αλλά και από τους μεγάλους χορούς των Ανακτόρων, Πρεσβειών κλπ.
Η θανατική ποινή και εκτέλεση του πατέρα της στις 15 Νοεμβρίου 1922 τής δημιούργησε τη μεγαλύτερη τραυματική εμπειρία στη ζωή της.
Μετά τη δήμευση της περιουσίας των γονιών της και τον κοινωνικό υποβιβασμό, έφυγε με τη μητέρα της και τον αδελφό της Ανδρέα στο εξωτερικό (Βερολίνο, Παρίσι και Νέα Υόρκη) για 10 χρόνια, όπου συνέχισε τις σπουδές.
Το 1932 επέστρεψε στην Ελλάδα και βοήθησε τον Κάρολο Κουν στη δημιουργία του θεάτρου του. Στη διάρκεια της κατοχής συνεργάστηκε δραστήρια στο φιλανθρωπικό έργο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και συμμετείχε στον Εθνικό Οργανισμό Χριστιανικής Αλληλεγγύης.
Λαϊκή τέχνη
Η πρωτοπορία της στο τομέα της λαϊκής τέχνης άρχισε το 1951, όταν η Βασίλισσα Φρειδερίκη αναζήτησε άξιο λόγου χοροδιδασκαλείο των ελληνικών δημοτικών χορών στην Αθήνα, που όμως δεν υπήρχε. Συνέπεσε τότε να έρθει στη Ελλάδα ένα ξένο πολυμελές φολκλορικό συγκρότημα που αφενός μεν θεωρήθηκε πρωτοφανές και αφετέρου υπογράμμιζε την παντελή έλλειψη παρόμοιου ελληνικού. Ο τότε καθηγητής του Πανεπιστημίου Γ. Μέγας έριξε την ιδέα μιας τέτοιας δημιουργίας για την διάσωση και διάδοση των ελληνικών χορών. Η Δόρα Στράτου ανέλαβε την επιμέλεια και ο Σοφοκλής Βενιζέλος (αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Πλαστήρα) ανέλαβε να βοηθήσει.
Το 1952 δημιουργήθηκε το συγκρότημα Ελληνικών Λαϊκών Χορών και το 1953 άρχισαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα τακτικές θεατρικές παραστάσεις ελληνικών λαϊκών χορών και τραγουδιών σε επίπεδο επαγγελματικών αξιώσεων. Τον ίδιο χρόνο η Δόρα Στράτου δημιούργησε κοινωφελές σωματείο με την επωνυμία «Εταιρία Ελληνικών Λαϊκών Χορών και Τραγουδιού» με περιοδείες του συγκροτήματος πλέον και στο εξωτερικό δίνοντας παραστάσεις σχεδόν σε όλες τις Ηπείρους.
Άλλα ιδρύματα
Το 1954 δημιουργήθηκε το υπαίθριο θέατρο Δόρας Στράτου στο αρχαίο θέατρο του Πειραιά, με καθημερινές παραστάσεις σε όλη τη θερινή περίοδο που κράτησε μέχρι το 1964, οπότε και δημιουργήθηκε το Θέατρο Κήπου του Θησείου για ένα όμως χρόνο. Τέλος το 1965 με τη βοήθεια και συνεργασία του σκηνογράφου Σπύρου Βασιλείου δημιουργείται το Θέατρο Δόρας Στράτου στο χώρο του Φιλοπάππου.
Επίσης η Δόρα Στράτου ήταν ιδρύτρια του κοινωφελούς σωματείου «Ελληνικοί Χοροί – Δόρα Στράτου», του σωματείου «Ζωντανό Μουσείο – Δόρα Στράτου» καθώς και ιδρυτικό μέλος του Θεάτρου Τέχνης και του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (Αντιπρόεδρος του κέντρου μέχρι το 1966) και μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου θεάτρου (1951-1966).
Το 1967 συνελήφθη με την κατηγορία ότι έκρυβε στην οικία της τον δημοσιογράφο Χρήστο Λαμπράκη. Την αποφυλάκισή της πέτυχε από το εξωτερικό η Μελίνα Μερκούρη.
Συγγραφή
Έγραψε τρία βιβλία «Μια παράδοσις, μια περιπέτεια» (1963), «Οι λαϊκοί χοροί – ένας ζωντανός δεσμός με το παρελθόν» (1966) και «Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί» (1970) που μεταφράσθηκαν σε πολλές γλώσσες. Επίσης είχε παρουσιάσει τέσσερις εκθέσεις συγκριτικής φωτογραφίας στην Ελλάδα και εξωτερικό και μια μεγάλη σειρά δημοτικών τραγουδιών.
Το έργο της αναγνωρίσθηκε διεθνώς και επιχορηγήθηκε από το Ίδρυμα Φορντ (1968-1972). Βραβεύθηκε από την Ένωση Αμερικανικού Εκπαιδευτικού Θεάτρου και από την Ακαδημία Αθηνών (1974), ενώ τιμήθηκε με Αργυρό Μετάλλιο από τον Όμιλο Ροταριανών (1975).
Θάνατος
Για λόγους υγείας αποσύρθηκε από την ενεργό δράση της το 1983. Ήταν μόνιμη κάτοικος Αθηνών (οδού Υπατίας) και μιλούσε Γαλλικά και Αγγλικά. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Περισσότερα Άρθρα...
- Μάριος Πλωρίτης, ήταν Έλληνας δημοσιογράφος-επιφυλλιδογράφος, κριτικός, μεταφραστής, λογοτέχνης, και θεατρικός σκηνοθέτης
- Χρόνης Εξαρχάκος, ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου
- Βασίλης Τσιβιλίκας, ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός με σημαντική παρουσία στον ελληνικό κινηματογράφο, την τηλεόραση και ιδιαίτερα το θέατρο
- Νεόφυτος Δούκας, Έλληνας κληρικός και λόγιος, με έντονη συγγραφική δραστηριότητα, από τις πιο σημαντικές μορφές του Νεολελληνικού Διαφωτισμού