Άρθρα
Παναγής Τσαλδάρης, ήταν νομικός και πολιτικός ενώ υπήρξε διακεκριμένη πολιτική φυσιογνωμία της συντηρητικής παράταξης στα χρόνια του Μεσοπολέμου
Παναγής Τσαλδάρης
1868 – 1936
Ο Παναγής Τσαλδάρης ήταν νομικός και πολιτικός από την Κορινθία. Διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας την τριετία 1932-1935. Ήταν ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, υπήρξε διακεκριμένη πολιτική φυσιογνωμία της συντηρητικής παράταξης στα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Ο Παναγής (Παναγιώτης) Τσαλδάρης γεννήθηκε στο Καμάρι Κορινθίας το 1868 από οικογένεια μικρασιατικής καταγωγής, που είχε εγκατασταθεί στην Πελοπόννησο περί το 1750. Ο πατέρας του, Επαμεινώνδας Τσαλδάρης, ήταν δικολάβος, έμπορος και καλλιεργητής γης.
Μαθήτευσε στο Δημοτικό Σχολείο της γενέτειράς του, στο Ελληνικό Σχολείο του Ξυλοκάστρου και στο Γυμνάσιο Κόρινθου. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1888) και αναγορεύθηκε αριστούχος διδάκτωρ το 1889.
Το 1890 διορίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Πατρών και το ίδιο έτος αναχώρησε στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές σπουδές. Παρακολούθησε νομικά μαθήματα στα πανεπιστήμια Γοτίγγης, Λειψίας και Παρισίων.
Επανήλθε στην Ελλάδα τον Ιούλιο τού 1893. Το ίδιο έτος μετατέθηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα. Αρχικά, ο κύκλος των εργασιών του ήταν πολύ περιορισμένος και αναγκάστηκε να ιδρύσει νομικό φροντιστήριο για να αντιμετωπίσει τις βιοτικές ανάγκες του.
Ένας από πιο διακεκριμένους μαθητές του ήταν ο μετέπειτα πρωθυπουργός Αλέξανδρος Διομήδης. Τελικά, η νομική του εμβρίθεια αναγνωρίστηκε και διορίστηκε γραμματέας της Επιτροπής Σύνταξης του Αστικού Κώδικα.
Ο Παναγής Τσαλδάρης πολιτεύθηκε για πρώτη φορά το 1910. Εξελέγη βουλευτής Αργολιδοκορινθίας στις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 για την ανάδειξη της Α' Αναθεωρητικής Βουλής. Δεν έλαβε μέρος στις επόμενες εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 (Β' Αναθεωρητική Βουλή), ακολουθώντας την τακτική των παλαιών κομμάτων, που απείχαν της εκλογικής διαδικασίας. Μετέσχε, όμως, στις εκλογές της 11ης Μαρτίου 1912, κατά τις οποίες επανεξελέγη βουλευτής Αργολιδοκορινθίας και από τότε εκλεγόταν συνεχώς.
Στη Βουλή ακολουθούσε ως ανεξάρτητος τον Δημήτριο Γούναρη, με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία. Στις 25 Φεβρουάριου 1915 ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης στην κυβέρνησή του και παραιτήθηκε στις 10 Αυγούστου, όταν το Κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δημητρίου Γούναρη αποδοκιμάστηκε στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915.
Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού εκτοπίστηκε στην Ύδρα και κατόπιν στη Σκόπελο. Εκεί γνωρίστηκε με τη Λίνα Λάμπρου (1887-1981), θυγατέρα τού διαπρεπούς βυζαντινολόγου και πρώην πρωθυπουργού Σπυρίδωνος Λάμπρου, επίσης εκτοπισμένου. Το ζευγάρι παντρεύτηκε στην Κηφισιά στις 10 Ιουλίου 1919.
Στις κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν μετά την ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, υπό τους Δημήτριο Ράλλη, Νικόλαο Καλογερόπουλο και Δημήτριο Γούναρη, μετέσχε ως υπουργός Εσωτερικών και Συγκοινωνίας (4 Νοεμβρίου 1920 - 24 Ιανουαρίου 1921 και 24 Ιανουαρίου 1921 - 26 Μαρτίου 1921) και υπουργός Συγκοινωνίας (26 Μαρτίου 1921 - 2 Μαρτίου 1922).
Τον Μάρτιο του 1922 αναχώρησε για το εξωτερικό για λόγους υγείας και επανήλθε στην Ελλάδα τον Αύγουστο, όταν είχε αρχίσει να καταρρέει το Μέτωπο στη Μικρά Ασία. Συνελήφθη και φυλακίστηκε από την Επανάσταση του 1922, αποφυλακίστηκε όμως στις 8 Ιανουαρίου 1923, μετά τη χορήγηση αμνηστίας για τα πολιτικά αδικήματα.
Δεν έλαβε μέρος στις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923, όπως και το κόμμα του, για την εκλογή της Δ' Συντακτικής Συνέλευσης, διαμαρτυρόμενος για τις διώξεις που ακολούθησαν το κίνημα Λεοναρδόπουλου - Γαργαλίδη. Τον Ιανουάριο του 1924 ανέλαβε την προσωρινή αρχηγία του Λαϊκού Κόμματος, όπως είχε μετονομαστεί από τον Νοέμβριο 1920 το Κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δημητρίου Γούναρη, και στις 4 Μαΐου 1924 την οριστική αρχηγία.
Εκ πεποιθήσεως βασιλόφρων, εργάστηκε για την επικράτηση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας κατά το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924 και δεν αναγνώρισε το αποτέλεσμα τούτου, που απέβη υπέρ της αβασίλευτης (προεδρευομένης) δημοκρατίας, διότι θεώρησε ότι αυτό δεν υπήρξε γνήσιο. Αντιτάχθηκε στη δικτατορία Πάγκαλου και στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926, που ακολούθησαν την πτώση του δικτάτορα, το Λαϊκό Κόμμα, υπό την αρχηγία του, εξασφάλισε 60 έδρες.
Επειδή κανένα κόμμα δεν εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία, σχηματίστηκε Οικουμενική Κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, στην οποία ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών (4 Δεκεμβρίου 1926 - 17 Αυγούστου 1927).
Στις εκλογές της 19 Αυγούστου 1928 το Λαϊκό Κόμμα πέτυχε την εκλογή μόνο 19 βουλευτών, λόγω του εκλογικού νόμου, και στις γερουσιαστικές εκλογές της 21ης Απριλίου 1929 μόνο 10 γερουσιαστών. Στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932 το κόμμα του εξέλεξε 95 βουλευτές και στις 4 Νοεμβρίου 1932 σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας με την ανοχή των λοιπών κομμάτων και με τη σύμπραξη του αρχηγού του Εθνικού Ριζοσπαστικού Κόμματος, Γεωργίου Κονδύλη, του αρχηγού των Ελευθεροφρόνων, Ιωάννη Μεταξά, και του απόστρατου υποναυάρχου Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου, που, εν τω μεταξύ, είχε αλλάξει στρατόπεδο.
Ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης και πίσω του ο Γεώργιος Κονδύλης.Πριν από την ορκωμοσία του ως πρωθυπουργός, με έγγραφη δήλωσή του αναγνώρισε ανεπιφύλακτα το υφιστάμενο πολίτευμα της προεδρευομένης δημοκρατίας. Η κυβέρνησή του διατηρήθηκε στην εξουσία έως τις 16 Ιανουαρίου 1933, οπότε ανατράπηκε από τα κόμματα και τις προσωπικότητες που τη στήριζαν.
Κατά τις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 συνεργάστηκε με τους Γεώργιο Κονδύλη, Iωάννη Μεταξά και Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο και πλειοψήφησε με 135 βουλευτές. Τη νύκτα της 5ης προς 6η Μαρτίου 1933, όταν έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα, εξερράγη στρατιωτικό κίνημα υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα. Το κίνημα, όμως, δεν επικράτησε και σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση από τον αντιστράτηγο Αλέξανδρο Οθωναίο, η οποία παραιτήθηκε μετά λίγες ημέρες, και ο Παναγής Τσαλδάρης ανέλαβε και πάλι την πρωθυπουργία στις 10 Μαρτίου 1933.
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης πρωθυπουργίας του έγινε η δεύτερη δολοφονική απόπειρα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου, στις 6 Μαρτίου 1933. Ο Τσαλδάρης ήταν αμέτοχος και μάλιστα την αποδοκίμασε. Παρά ταύτα, το γεγονός αυτό έφερε σε δύσκολη θέση την κυβέρνησή του, καθώς η εγκληματική πράξη αποδόθηκε σε οπαδούς του Λαϊκού Κόμματος. Εξάλλου, τρία επίλεκτα μέλη του κόμματός του, ο Ιωάννης Ράλλης, ο Γεώργιος Στράτος και ο Γρηγόριος Ευστρατιάδης, εκφράσθηκαν δημόσια υπέρ της βασιλείας.
Παρότι ο Τσαλδάρης αποδοκίμασε τις δηλώσεις των στελεχών του, τα πνεύματα οξύνθηκαν και πάλι. Οι Φιλελεύθεροι ένιωσαν ότι απειλείται το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας και προκάλεσαν το Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Το Κίνημα κατεστάλη και επακολούθησαν διώξεις κατά των ενεχόμενων πολιτικών και των μετασχόντων αξιωματικών.
Μία από τις αξιοσημείωτες πολιτικές ενέργειες του Παναγή Τσαλδάρη ήταν η υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου στην Αθήνα (9 Φεβρουαρίου 1934), με το οποίο η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία και η Τουρκία εγγυήθηκαν την ασφάλεια και την ακεραιότητα των βαλκανικών συνόρων. Ανάλογη συμφωνία είχε υπογράψει με την Τουρκία κατά την επίσκεψή του στην Άγκυρα στις 14 Σεπτεμβρίου 1933.
Την Πρωταπριλιά του 1935 καταργήθηκε η Γερουσία και διαλύθηκε η Βουλή. Προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 9 Ιουνίου 1935, με σκοπό την ανάδειξη Αναθεωρητικής Βουλής. Στις εκλογές, κατά το αντίστροφο προηγούμενο του Δεκεμβρίου του 1923, δεν έλαβαν μέρος τα κηρυγμένα υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας κόμματα. Από τις εκλογές προέκυψε η Ε' Εθνική Συνέλευση, η οποία εξέδωσε ψήφισμα για τη διενέργεια δημοψηφίσματος, με σκοπό την επίλυση του πολιτειακού θέματος (10 Ιουλίου 1935) και διέκοψε τις εργασίες της έως τις 10 Οκτωβρίου 1935.
Παναγής Τσαλδάρης - Ιωάννης ΜεταξάςΟι αδιάλλακτοι βασιλόφρονες Ιωάννης Μεταξάς, Iωάννης Ράλλης και Γεώργιος Στράτος συνέπηξαν την «Ένωσιν Βασιλοφρόνων» και δήλωσαν ότι σε περίπτωση υπερψήφισής τους θα κατέλυαν το πολίτευμα δια της Εθνικής Συνέλευσης. Αντίθετα, ο Παναγής Τσαλδάρης υποστήριζε ότι για να τερματιστεί οριστικά το πολιτειακό θέμα έπρεπε να προηγηθεί δημοψήφισμα. Ο ίδιος με δήλωσή του στις 9 Σεπτεμβρίου 1935 τάχθηκε υπέρ της επαναφοράς της βασιλείας. Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ορίστηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (28 Σεπτεμβρίου 1935) για τις 3 Νοεμβρίου 1935.
Στις 10 Οκτωβρίου, όμως, οι αρχηγοί των τριών επιτελείων, ο αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, ο υποναύαρχος Δημήτριος Οικονόμου και ο υποστράτηγος αεροπορίας Γεώργιος Ρέππας, σε συνεννόηση με τον Γεώργιο Κονδύλη, εξανάγκασαν σε παραίτηση τον Τσαλδάρη, ο οποίος παραιτήθηκε για να αποφευχθεί αιματοχυσία, όπως δήλωσε. Την ίδια ημέρα σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Κονδύλη.
Ο Παναγής Τσαλδάρης, ο πρόεδρος της Εθνικής Συνέλευσης, Xαράλαμπος Βοζίκης, και ολιγάριθμοι βουλευτές αποχώρησαν από τη Βουλή, όταν παρουσιάστηκε ο Γεώργιος Κονδύλης για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Με ψήφισμα της Ε' Εθνικής Συνέλευσης (10 Οκτωβρίου 1935) ανακηρύχθηκε η βασιλευομένη δημοκρατία, με αντιβασιλέα τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Γεώργιο Κονδύλη.
Στις 3 Νοεμβρίου διεξήχθη το δημοψήφισμα, που απέβη υπέρ της βασιλευομένης δημοκρατίας και στις 25 Νοεμβρίου 1935 επανήλθε ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’. Στις 16 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους διαλύθηκε η Ε' Εθνική Συνέλευση και προκηρύχθηκαν εκλογές Αναθεωρητικής Βουλής για τις 26 Ιανουαρίου 1936.
Στις εκλογές αυτές το Λαϊκό Κόμμα διασπάστηκε και αποσχίστηκε ομάδα υπό τον Ιωάννη Θεοτόκη, η οποία ίδρυσε το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα. Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 κανένα κόμμα δεν εξασφάλισε απόλυτη πλειοψηφία. Με την ανοχή των κομμάτων διατηρήθηκε την πρωθυπουργία ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής, μέχρι του θανάτου του στις 13 Απριλίου 1936.
Ο Παναγής Τσαλδάρης πέθανε στην Αθήνα από ουραιμία στις 17 Μαΐου 1936, σε ηλικία 68 ετών.
Νωρίτερα είχαν αποβιώσει δύο άλλοι από τους πρωταγωνιστές του Μεσοπολέμου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος (18 Μαρτίου 1936) και Γεώργιος Κονδύλης (1 Φεβρουαρίου).
Ο Παναγής Τσαλδάρης υπήρξε έγκριτος νομομαθής. Νουνεχής ως άνθρωπος, απέφευγε τις οξύτητες. Ως πολιτικός ήταν συνεπής και πιστός στην κοινοβουλευτική και συνταγματική τάξη. Με τη μετριοπαθή πολιτική του πέτυχε να ανασυντάξει το Λαϊκό Κόμμα, παρά τις δυσμενείς περιστάσεις. Διατήρησε τις πολιτειακές θέσεις του και τις διακήρυξε στην κατάλληλη κοινοβουλευτικά στιγμή. Ήταν μία ήρεμη φωνή μέσα στο Κοινοβούλιο και επιτύγχανε χωρίς οξύτητα τον επιδιωκόμενο σκοπό του, φυλάσσοντας το πλαίσιο των θεσμών.
Σχετικά
Η σύζυγός του, Λίνα Τσαλδάρη (1887-1981), υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα που ανέλαβε υπουργικό χαρτοφυλάκιο. Από τις 29 Φεβρουαρίου 1956 έως τις 5 Μαρτίου 1958 χρημάτισε υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας στη δεύτερη κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Ο ανιψιός του, Κωνσταντίνος Τσαλδάρης (1884-1970), ανέλαβε την ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.
Τη δυναστεία Τσαλδάρη στην πολιτική έκλεισε ο Αθανάσιος Τσαλδάρης (1921-1997), γιος του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, ο οποίος πολιτεύτηκε με την ΕΡΕ και τη Νέα Δημοκρατία. Μεταξύ άλλων, διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής από το 1989 έως το 1993.
Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι, ήταν Ρώσος συγγραφέας, κορυφαία μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας
Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι
Ο Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι ήταν Ρώσος συγγραφέας, κορυφαία μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας. (11 Νοεμβρίου 1821 - 9 Φεβρουαρίου 1881)
Γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1821 στη Μόσχα. Ο πατέρας του ήταν γιος κληρικού, και δεν ήταν αριστοκράτης. Σύμφωνα με την παράδοση της εποχής θα έπρεπε να γίνει και αυτός κληρικός, κατόρθωσε όμως να σπουδάσει ιατρική, έγινε στρατιωτικός γιατρός και με τη σταδιοδρομία του αυτή μπήκε στην κληρονομική αριστοκρατία. Φεύγοντας από τη στρατιωτική υπηρεσία τελείωσε την καριέρα του ως διευθυντής ενός πτωχοκομείου στη Μόσχα.
Έτσι η κοινωνική αφετηρία του Ντοστογιέφσκι βρισκόταν κατά κάποιον τρόπο στο σύνορο της αριστοκρατίας και των Rasnotchinzen, (που κατά λέξη μεταφράζεται άνθρωποι από άλλη τάξη) οι οποίοι είναι άτομα του μη αριστοκρατικού μεσαίου στρώματος, με προσωπικές ικανότητες και επιτεύγματα, τα οποία είχαν κατορθώσει να αποκτήσουν πρόσβαση στο ανώτερο στρώμα, κυρίως ως καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, δάσκαλοι (ιδίως οικοδιδάσκαλοι), γιατροί, επίσης σε άλλα επαγγέλματα διανοουμένων που ως προϋπόθεση είχαν ένα υψηλότερο πνευματικό επίπεδο.
Έτσι, ο πατέρας του ήταν «ευγενής πρώτης γενιάς κι από νομική άποψη ανήκε στα προνομιούχα ανώτερα στρώματα, χωρίς όμως κοινωνικό κύρος.»
Ο πατέρας του Ντοστογιέφσκι θα αγοράσει το 1831 ένα μεγάλο αγρόκτημα με τρία χωριά και για να εξασφαλίσει την οικογένειά του και για να έχει πρόσβαση στην αριστοκρατία.
Έτσι ο νεαρός Φιοντόρ «δεν μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και στη στέρηση» αλλά μέσα σε συνεχείς οικονομικούς υπολογισμούς και παρατηρώντας την πραγματική φτώχεια στους ασθενείς του πτωχοκομείου.
Ο πατέρας του θα δολοφονηθεί το 1839 επειδή ήταν ιδιαίτερα μισητός από τους χωρικούς λόγω του σκληροτράχηλου και αυταρχικού του χαρακτήρα.
Ο Ντοστογιέφσκι ύστερα από μία αρχική κατ΄οίκον διδασκαλία πήγε οικότροφος σε δύο σχολεία στη Μόσχα, ένα από τα οποία γαλλικό. Όταν τέλειωσε το σχολείο συνέχισε τις σπουδές του στην Πετρούπολη σε κρατική στρατιωτική σχολή μηχανικών και για σύντομο χρονικό διάστημα άσκησε αυτό το επάγγελμα.
Το 1843 αποχωρώντας οριστικά από αυτό το επάγγελμα έλαβε την απόφαση να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία. Αυτό δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα μίας μακράς πορείας, η οποία ξεκινούσε από τα χρόνια της σχολικής εκπαίδευσής του: σταθερός ήταν ο προσανατολισμός του στη λογοτεχνία.
H σύλληψη, η δίκη και η καταδίκη του σε εξορία.
Τον Απρίλιο του 1849 ο Ντοστογιέφσκι συνελήφθη και πέρασε από έκτακτο στρατοδικείο. Η κατηγορία ήταν για συμμετοχή σε προδοτική συνωμοσία. Την άνοιξη του 1849 είχε προσχωρήσει σε μια πολιτικοφιλοσοφική λέσχη που έγινε γνωστή ως κίνηση Πετρασέφσκι ή οι Πετρασέφσκηδες.
Η ποινή που επιβλήθηκε στον Ντοστογιέφσκι ήταν τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα και στρατιωτική υπηρεσία ως απλός στρατιώτης για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα.
Στο δικαστήριο δεν αρνήθηκε ούτε τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις του ούτε το ενδιαφέρον του για τον ουτοπικό σοσιαλισμό, ιδιαίτερα για τις ιδέες του Σαρλ Φουριέ ή τη διαμαρτυρία του για πολλά φαινόμενα της ρωσικής πραγματικότητας.
Παρουσίασε τον εαυτό του ως έναν «αφελή-έντιμο ανθρωπιστή και λόγιο ο οποίος απέβλεπε στο γενικό καλό της ανθρωπότητας», κυρίως όμως ήθελε μέσα από την πλούσια βιβλιοθήκη των Πετρασέφσκι «να γνωρίσει τα νεότατα λογοτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης».
Το δικαστήριο δεν δέχθηκε αυτή του την εξήγηση και «ίσως είχε τους λόγους του να είναι δύσπιστο». Έτσι από μεταγενέστερες μαρτυρίες είναι λ.χ. γνωστό ότι συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια λειτουργίας παράνομου τυπογραφείου, ενώ «ευκαιριακά είχε δηλώσει πως ήταν διατεθειμένος να πάρει μέρος εν ανάγκη και σε μια ένοπλη εξέγερση».
Στις 16 Νοεμβρίου 1849 ο Ντοστογιέφσκι και οι σύντροφοί του δικάστηκαν και καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Ακολούθησε ένας πόλεμος νεύρων με εικονικές εκτελέσεις και ατέλειωτες ώρες παραμονής σε μια πλατεία της Πετρούπολης, στις 22 Δεκεμβρίου του 1849, σε αναμονή του εκτελεστικού αποσπάσματος. Η ποινή του μετατράπηκε τελικά σε τετραετή εξορία και καταναγκαστικά έργα στο Ομσκ της Σιβηρίας.
Το φθινόπωρο του 1855 έγινε υπαξιωματικός και τον επόμενο χρόνο προήχθη σε αξιωματικό. Τον Μάρτιο του 1859 του επιτράπηκε να επιστρέψει στην Ευρωπαϊκή Ρωσία, όχι όμως ακόμα στις μεγάλες πόλεις. Αυτό θα γίνει τον Δεκέμβριο του 1859.
Την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας θα κάνει τον πρώτο του γάμο: γνωρίζει και παντρεύεται τον Φεβρουάριο του 1857 την Μαρία Ισάγιεβα που λίγο πριν είχε χηρέψει. Ήταν "μία πραγματικά μορφωμένη και με τον τρόπο της γοητευτική γυναίκα, συνάμα όμως έπασχε από ανίατο πνευμονικό νόσημα, νευρική και ευερέθιστη, προφανώς υστερική, αν όχι ψυχοπαθής".
Μετά την επιστροφή του από την εξορία.
Το 1859 επέστρεψε στην Πετρούπολη και εξέδωσε μαζί με τον αδελφό του δύο περιοδικά τα οποία, όμως, δεν σημείωσαν επιτυχία με αποτέλεσμα ο Ντοστογιέφσκι να βρεθεί καταχρεωμένος. Ο μόνος τρόπος για να συγκεντρώσει χρήματα και να ξεπληρώσει τα χρέη του ήταν η συγγραφή.
Την ίδια περίοδο εκδηλώθηκε το σχεδόν νοσηρό του πάθος για τα τυχερά παιχνίδια-ακριβώς ως αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής δυσχέρειας- που τον έφερε στο χείλος της υλικής και της σωματικής καταστροφής.
Σε αυτό το διάστημα έγραψε τα καλύτερα του έργα: Ο παίκτης, Οι αδερφοί Καραμαζώφ, Έγκλημα και Τιμωρία, Ο Ηλίθιος, Οι δαιμονισμένοι. Όταν κατάφερε πλέον να ανασάνει από το βάρος των χρεών ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού "Πολίτης" και λίγα χρόνια αργότερα εξέδωσε το δικό του περιοδικό, Το Ημερολόγιο Ενός Συγγραφέα, που σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκδοτικές εμπειρίες σημείωσε τεράστια επιτυχία
Το σπίτι-μουσείο του Ντοστογιέφσκι
Στις αρχές Οκτώβρη του 1878, ο Ντοστογιέφσκι με την οικογένειά του μετακόμισε σ' ένα διαμέρισμα στην Οδό Κουζνέτσνυ αριθ. 5.
Η απόφαση να πάει σ' ένα νέο σπίτι συνδέεται με τον τραγικό θάνατο του μικρότερου γιου του στις 16 Μαΐου 1878 από επιληψία, αρρώστια που είχε κληρονομήσει από τον ίδιο τον πατέρα του.
Το διαμέρισμα αυτό της Κουζνέτσνυ αριθ. 5, όπου ο Ντοστογιέφσκι έζησε για 2 1/2 χρόνια μέχρι το θάνατό του, ήταν στο δεύτερο όροφο με έξι δωμάτια και παράθυρα με θέα στην Εκκλησία του Αγίου Βλαντίμιρ, όπου ο Ντοστογιέφσκι εκκλησιαζόταν στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Σ' αυτό το σπίτι με την ταπεινή επίπλωση, ο Ντοστογιέφσκι έγραψε το τελευταίο μυθιστόρημά του Οι αδελφοί Καραμαζώφ. Το Νοέμβριο του 1991, με τη συμπλήρωση 150 χρόνων από τη γέννηση του συγγραφέα, το Μουσείο Ντοστογιέφσκι της Αγίας Πετρούπολης άνοιξε στο κοινό τις πύλες του στο σπίτι αυτό.
Ο Ντοστογιέφσκι, πέρα από επιληπτικός, υπέφερε σ' όλη του τη ζωή και από ασθένεια των πνευμόνων. Στις 26 Γενάρη του 1881, είχε μια σοβαρή πνευμονική αιμορραγία. Το βράδυ της ίδιας ημέρας κάλεσαν τον ιερέα της γειτονικής Εκκλησίας του Αγίου Βλαντίμιρ κι ο Ντοστογιέφσκι εξομολογήθηκε και δέχτηκε τη Θεία Κοινωνία.
Όπως γράφει στο "Ημερολόγιό" της η 'Αννα Γρηγόριεβνα Ντοστογιέφσκι, όταν διαβεβαίωνε τον Ντοστογιέφσκι ότι θα ζούσε ακόμη για πολλά χρόνια, εκείνος της απάντησε: "Όχι, το ξέρω, θα πεθάνω σήμερα! Άναψε μια λαμπάδα, 'Αννια, και δώσ`μου το Ευαγγέλιο".
Στις 28 Γενάρη (9 Φεβρουαρίου με το νέο ημερολόγιο), ώρα 8.36 το βράδυ, ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι πέθανε. Τα νέα για το θάνατο του Ντοστογιέφσκι τάραξαν αφάνταστα τους Ρώσους της Αγίας Πετρούπολης.
Για δυο συνεχείς ημέρες, 29-30 του Γενάρη, το διαμέρισμα της Οδού Κουζνέτσνυ αριθ. 5 κατακλυζόταν από κόσμο, που συνέρρεε για το τελευταίο αντίο - μπροστά στο ξεσκέπαστο φέρετρο στη μέση του γραφείου του - στον πολυαγαπημένο του συγγραφέα.
Όλα τα δωμάτια του σπιτιού ήταν κατάμεστα με κόσμο. Μεγάλες μορφές της ρωσικής λογοτεχνίας συνωστίζονταν γύρω από το φέρετρό του.
Το Σάββατο στις 31 Γενάρη, η σορός του Ντοστογιέφσκι μεταφέρθηκε από το σπίτι της Οδού Κουζνέτσνυ αριθ. 5.
Όλη η Αγία Πετρούπολη, δίχως άλλο προηγούμενο, ακολούθησε τη νεκρική πομπή προς το Μοναστήρι του Αλεξάντερ Νιέφσκι, όπου θα γινόταν η ταφή.
Πρωτομηνιά, Φλεβάρης του 1881, μετά την εξόδιο λειτουργία στην Εκκλησία του Αγίου Πνεύματος της Μονής και με την παρουσία τεράστιου πλήθους ανθρώπων, ο Ντοστογιέφσκι τάφηκε στο Κοιμητήριο Τίχβιν (Tikhvin) του Μοναστηριού Αλεξάντερ Νιέφσκι, δίπλα στον τάφο του Ρώσου ποιητή Βασίλι Ζουκόφσκι.
Στα 1883, σε επιτάφια τελετή, έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου και της προτομής του Ντοστογιέφσκι, έργο του γλύπτη Ν. Λαβρέτσκυ.
Όχι μακρυά από τον τάφο του Ντοστογιέφσκι, βρίσκονται και οι τάφοι διάσημων συνθετών της Ρωσίας - Τσαϊκόφσκι, Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, Μουσόργκσκι, Μποροντίν και Γκλίνκα.
Πέθανε το 1881 στην Πετρούπολη σε ηλικία 60 ετών.
Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, ήταν Έλληνας ιερομόναχος και έγινε ευρέως γνωστός για το βίο και το έργο του, από νεαρή ηλικία
Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης
Ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, ήταν Έλληνας ιερομόναχος που έζησε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα (1906-1991) και έγινε ευρέως γνωστός για το βίο και το έργο του, από νεαρή ηλικία.
Ανακηρύχθηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 27 Νοεμβρίου 2013. (κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης, 7 Φεβρουαρίου 1906 - 2 Δεκεμβρίου 1991)
Ο Όσιος Πορφύριος γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 στο χωριό Άγιος Ιωάννης του σημερινού Δήμου Ταμιναίων της Εύβοιας. Το κοσμικό όνομά του ήταν Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης και από πολύ νωρίς έδειξε έφεση προς το μοναχισμό.
Έτσι, σε ηλικία 13 χρόνων και έχοντας τελειώσει μόνο την Β' Δημοτικού, μετέβη στη σκήτη της Αγίας Τριάδος, τα γνωστά "Καυσοκαλύβια" του Αγίου Όρους, όπου έζησε τα επόμενα 6 περίπου χρόνια, ως υποτακτικός σε δύο γέροντες μοναχούς, λαμβάνοντας το όνομα Νικήτας.
Κατόπιν, λόγω σοβαρής ασθένειας, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Εύβοια, όπου και εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Χαραλάμπους Λευκών Ευβοίας, στο Αυλωνάρι της Εύβοιας.
Σε ηλικία 20 ετών συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο του Σινά Πορφύριο, ο οποίος αναγνωρίζοντας σε αυτόν πνευματικά χαρίσματα, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, δίνοντάς του και το όνομα με το οποίο έμελλε να γίνει γνωστός.
Τα επόμενα χρόνια, επειδή το μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών έγινε γυναικείο, ο π. Πορφύριος εγκαταστάθηκε στη Μονή Αγίου Νικολάου, στην Άνω Βάθεια του σημερινού Δήμου Αμαρυνθίων, επίσης στην Εύβοια.
Το 1940, σε ηλικία 34 ετών, μετέβη στην Αθήνα, όπου στις 12 Οκτωβρίου διορίστηκε ως Εφημέριος στην εκκλησία του Αγίου Γερασίμου, στην Πολυκλινική Αθηνών στην Ομόνοια.
Στις 16 Μαρτίου 1970, έχοντας συμπληρώσει 35ετία, έλαβε μικρή σύνταξη από το Ταμείο Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος και αποχώρησε από τη θέση του εφημερίου του Αγίου Γερασίμου, όπου όμως συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως το 1973.
Τη χρονιά εκείνη έφυγε από την Αθήνα για να εγκατασταθεί αρχικά στον Άγιο Νικόλαο, στα Καλλίσια (σημερινή Καλλιθέα) της Πεντέλης και μετά από μερικά χρόνια στο Μήλεσι της Μαλακάσας, όπου και οικοδόμησε το Ιερό Ησυχαστήριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Απέκτησε σημαντική φήμη και πολλοί πιστοί τον επισκέπτονταν στον τόπο διαμονής του.
Το Νοέμβριο του 1991 μετέβη στο παλαιό κελί του, στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου και κοιμήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Κατατάχθηκε στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στη συνεδρίασή της που διεξήχθη στις 27 Νοεμβρίου 2013.
Λόγοι
...Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να δούμε τον Χριστό. Αυτός είναι ο φίλος μας, ο αδελφός μας. Είναι ό,τι πιο καλό και όμορφο. Αυτός είναι το παν. ...Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι φίλος και θέλει να μας φωνάζει "Είστε φίλοι μου, δεν το καταλαβαίνετε αυτό; Είμαστε αδέλφια. Δεν σας απειλώ. Σας αγαπώ. Θέλω να απολαμβάνετε τη ζωή μαζί μου."
...Δεν πρέπει να θέσουμε τίποτα πάνω από την αγάπη του Χριστού. Είναι η χαρά. Αυτός είναι η ζωή, το φως. Ο Χριστός είναι το παν. Αυτός είναι η απώτερη επιθυμία. Τα πάντα είναι όμορφα στον Χριστό.
...Κάποιος που είναι με τον Χριστό πρέπει να αγαπά τον Χριστό, και όταν αγαπάει τον Χριστό έχει ξεφύγει από τον Διάβολο, από την κόλαση και από το θάνατο.
...Η ζωή των γονέων είναι το μόνο πράγμα που κάνει καλά παιδιά. Οι γονείς θα πρέπει να είναι πολύ υπομονετικοί και «άγιοι» στα παιδιά τους. Θα πρέπει να αγαπούν πραγματικά τα παιδιά τους. Και τα παιδιά θα μοιραστούν αυτήν την αγάπη! Για την κακή συμπεριφορά των παιδιών, αυτοί που είναι συνήθως υπεύθυνοι γι 'αυτό είναι οι γονείς τους.
Οι γονείς δεν βοηθούν τα παιδιά τους από τα κηρύγματά τους και τις συνεχόμενες συμβουλές ή κάνοντάς τα να υπακούουν σε αυστηρούς κανόνες για την επιβολή πειθαρχίας. Εάν οι γονείς δεν γίνουν «άγιοι» (ενάρετοι) ώστε πραγματικά να αγαπήσουν τα παιδιά τους και αν δεν αγωνίζονται για αυτό, τότε κάνουν ένα τεράστιο λάθος. Με την αρνητική τους στάση οι γονείς μεταφέρουν στα παιδιά τους αρνητικά συναισθήματα. Στη συνέχεια, τα παιδιά τους γίνονται αντιδραστικά και με ανασφάλεια, όχι μόνο στο σπίτι τους, αλλά και στην κοινωνία.
Γέροντας Νεκτάριος Βιτάλης, ήταν Ορθόδοξος μοναχός και πνευματικός ηγέτης
Γέροντας Νεκτάριος Βιτάλης
Ο Γέροντας Νεκτάριος Βιτάλης ήταν Ορθόδοξος μοναχός και πνευματικός ηγέτης. Υπήρξε χαρισματικός από μικρό παιδί. (Πειραιάς, 1930 - Άγιος Κωνσταντίνος Λαυρεωτικής, 8 Φεβρουαρίου 2018)
Σύμφωνα με τον Μιλτιάδη Γ. Βιτάλη Νομικό, συγγραφέα και αρθρογράφο, έδειχνε να αγιάζει κιόλας από αυτή την ηλικία.
Το κοσμικό όνομά του ήταν Βασίλειος. Είχε άλλα 16 αδέλφια. Είχε ορθόδοξη πίστη και τον ενδιέφεραν θέματα της χριστιανικής παιδείας, την οποία και είχε. Μάλιστα, σαν παιχνίδι, του άρεσε να ντύνεται με άμφια Ιερέα και να κάνει "Λειτουργίες" και "Μυστήρια" με τη φαντασία του. Ήταν πολύ ταπεινός, από νεαρή ηλικία και τις ελεύθερες ώρες του διάβαζε θρησκευτικά βιβλία.
Έκρυβε τα Σημεία που του έστελνε ο Θεό, γι' αυτό δεν έγιναν γνωστά τότε και πολλοί άνθρωποι δεν καταλάβαιναν την κλήση, αλλά και τα χαρίσματά του.
Υπήρξε για πολλά χρόνια παπαδάκι στην ενορία του, όπου Εφημέριος και πρώτος πνευματικός του ήταν ο Αρχιμανδρίτης π. Μακάριος Κυκκώτης, ο μετέπειτα αείμνηστος Εθνάρχης και Αρχιεπίσκοπος Κύπρου.
Παρά την αδιαφορία και κυρίως άγνοια των πολλών, εκείνος είχε ανθίσει πνευματικά και ακολουθούσε δια Χριστόν πνευματικό βίο.
Χαρακτηριστικό του χαρακτήρα του ήταν ότι πάντα θεωρούσε τον εαυτό του όχι απλά κατώτερο από τους άλλους, αλλά ένα "μηδενικό". Υπήρξε Εφημέριος και κτήτωρ του Ι. Ναού του Αγίου Νεκταρίου στην Καμάριζα Λαυρίου και παράλληλα Καθηγούμενος της Ι. Μονής Αγ. Αθανασίου Κουβαρά (από το 1992).
Ήταν πατριώτης και υποστηρικτής της απειλούμενης Μακεδονίας και μάλιστα για ΄κείνην έλεγε: "Την Ελλάδα μας πρέπει να φυλάξουμε και να υπερασπιστούμε. Ο Ιησούς Χριστός ευλογεί την πατρίδα μας με το ένα χέρι και την πατρίδα μας και με τα δυο".
Ο Γέροντας απέκτησε και πολλά πνευματικά τέκνα, για τα οποία προσευχόταν με τον Παρακλητικό Κανόνα της Παναγίας και άλλες αυτοσχέδιες προσευχές. Με αυταπάρνηση προσευχόταν, επίσης, για όλους τους πιστούς που έρχονταν στον Ι. Ναό, στην Καμάριζα Λαυρίου, αλλά και για όλο τον κόσμο.
Ήταν γνωστός για την διακονία του στο φτωχό κόσμο της περιοχής και είχε επισκεφτεί πολλές ενορίες βγάζοντας λόγους. Θεωρείται από τους πιο σπουδαίους Έλληνες Ορθόδοξους μοναχούς που είχε η Ελλάδα. Με την προσευχή του είχαν γίνει πάρα πολλά θαύματα. Η προσωπική του η ζωή ήταν γεμάτη από αυτά και είχε ακόμα μιλήσει για τις δύσκολες εποχές που η χώρα μας περνάει, αλλά και θα περάσει.
Ο Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης προστάτης και φίλος του Γέροντα
Η πνευματική σχέση του με τον Άγιο Νεκτάριο Αιγίνης, Μητροπολίτη Πενταπόλεως, φέρεται να είναι γνωστή από τα εφηβικά χρόνια του Βασιλείου, που αργότερα πήρε τ΄ όνομα Νεκτάριος.
Στα 17 του πραγματοποίησε επίσκεψη στην Αίγινα, μαζί με τ' αφεντικό του και προσκύνησε στον τάφο του Αγίου. Ήταν Απρίλιος του 1948. Εκεί, μετά από σχετική ερώτησή του, με τρόπο θαυμαστό του αποκαλύφθηκε από τον Άγιο Νεκτάριο ότι θα γινόταν Ιερέας και θα ονομαζόταν Νεκτάριος. Αυτό το γεγονός τον σημάδεψε τόσο, που ο Άγιος έγινε προστάτης του και αχώριστος "φίλος του".
Έμαθε από αυτόν πολλά πράγματα, όπως για παράδειγμα τι σημαίνει ακτημοσύνη, ελεημοσύνη, καρτερία. Μετά από τρία χρόνια, σε ηλικία 20 ετών, ο Βασίλειος "εκάρη" μοναχός, με τ' όνομα Νεκτάριος, στην Ι. Μονή Αγ. Μελετίου, στον Κιθαιρώνα, δηλαδή στην νοτιοανατολική Βοιωτία, στα σύνορα της Αττικής κι αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, πρωτοπρεσβύτερος, Αρχιμανδρίτης.
Το 1965, αξίζει να σημειωθεί πως για μέρες ολόκληρες ήταν σε άσχημη κατάσταση λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου, που όμως δεν του άφησε σοβαρά προβλήματα, γιατί θεραπεύτηκε από τον προστάτη του Άγιο Νεκτάριο. Μόλις ανάρρωσε διορίστηκε στο Λαύριο και μετά από λίγους μήνες είδε τον Άγ. Νεκτάριο στον ύπνο του, ο οποίος του ζήτησε να του χτίσει εκεί το σπίτι του και του υποσχέθηκε πως θα τον βοηθήσει.
Για την επίτευξη του στόχου αυτού, επειδή δεν είχε χρήματα, όπως του συνέστησε ο Άγιος, πούλησε τον επιστήθιο σταυρό του και ξεκίνησε να φτιάξει ένα προσκυνητάρι στο κοιμητήριο, για να βάλει την Εικόνα του. Τον είδε όμως στον ύπνο του και του υπέδειξε πού ακριβώς ήθελε να του χτίσει Ι. Ναό κι όχι προσκυνητάρι, όπως προαναφέραμε.
Πράγματι ξεκίνησε με πολύ χαρά, προσβλήθηκε όμως από καρκίνο και το έργο δεν προχωρούσε. Αλλά το 1980 είχε ζωντανή συνομιλία με τον Άγιο Νεκτάριο, που εμφανίστηκε μέσα στον Ι. Ναό και του είπε, παρουσία και δύο άλλων προσώπων, ότι η αρρώστια του (καρκίνος στον πνεύμονα διαγνωσμένος) ήταν δοκιμασία, πως θα γινόταν καλά και το θαύμα θ' ακουγόταν σ' ολο τον κόσμο, όπως κι έγινε.
Μετά από δυόμισυ μήνες (6/1980), ο Δ/ντής του Νοσοκομείου του Αγ. Σάββα, έκπληκτος, τον διαβεβαίωσε πως είχε εντελώς θεραπευθεί. Το μεγάλο αυτό θαύμα διαδόθηκε γρήγορα, οπότε πολλοί προσέφεραν χρήματα και ως εκ θαύματος χτίστηκε στην Καμάριζα περικαλλής Ι. Ναός και η προσφορά τους έπιασε τόπο, καθόσον πολλοί προσκυνητές προσήλθαν στο προσκύνημα και χιλιάδες ακόμη συνεχίζουν μέχρι σήμερα, γιατί είναι αναρίθμητα τα θαύματα που επιτελούνται εκεί από τον Άγ. Νεκτάριο.
Η μεταθανάτια εμπειρία του
Το 2015, ο Γέροντας σωριάστηκε κατά γης κατά τη διάρκεια της Αποκαθήλωσης, τη Μεγάλη Παρασκευή. Είχε νιώσει μεγάλη αναταραχή και δυσφορία και διαγνώστηκε κλινικά νεκρός. Επανήλθε όμως στη ζωή από θαύμα, σύμφωνα με τους γιατρούς. Ύστερα περιέγραψε σε βίντεο τα όσα είδε και έζησε στον Παράδεισο μπροστά στα έκπληκτα μάτια πολλών.
Ο θάνατος του, η κηδεία, τα "Σημεία"
Εξεδήμησε στις 8 Φεβρουαρίου 2018 και ώρα 05.30΄ τα ξημερώματα, σε ηλικία 88 ετών (1930-2018). Κατάκοιτος δεχόταν τους προσκυνητές τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ενώ πάντοτε μνημόνευε τον Άγιο Νεκτάριο, που σύμφωνα με τα λεγόμενα του τον έσωσε από πολλά δεινά και τον είχε δει πολλές φορές τόσο στον ύπνο του, αλλά και ξύπνιος.
Πριν καθηλωθεί ο Γέροντας οδηγούσε πιστούς, αλλά και τα πνευματικά του παιδιά, μπροστά στην Εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, εξιστορώντας λεπτομέρειες του βίου του προς όφελός τους. Έλεγε τότε: «Σας αγαπώ, παιδιά μου, και προσεύχομαι για εσάς, αλλά μη με ξεχνάτε και εσείς στις προσευχές σας».
Επίσης, συνήθιζε να λέει στα άτεκνα ζευγάρια αν θα τεκνοποιήσουν και τι θα απογίνει το παιδί τους, αλλά και σε περίπτωση που δεν τεκνοποιούσαν για ποιο λόγο δεν το επέτρεπε ο Θεός.
Η κηδεία του τελέσθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2018, στις 12 το μεσημέρι, στον Ιερό Ναό Αγίου Νεκταρίου στο Λαύριο. Η συγκέντρωση του κόσμου είχε αρχίσει από τη νύχτα, ενώ πολλοί πιστοί ζητούσαν από τον ιερέα ν΄ ακουμπήσει αντικείμενα τους πάνω στο νεκρό σώμα του γέροντος.
" Άγιος", βροντοφώναζε ο λαός εκείνες τις ώρες. Γιατί, όντως, έχει καθιερωθεί στη συνείδηση των πιστών σαν Άγιος κι όσοι τον γνώρισαν εύχονται να γίνει σύντομα και η επίσημη αγιοκατάταξή του.
Ο τάφος του βρίσκεται στη βάση του κωδωνοστασίου του Ι. Ναού Αγ. Νεκταρίου (Καμάριζα). Τον είχαν ετοιμάσει από χρόνια πνευματικά του παιδιά, κάτι που τον ευχαρίστησε ιδιαίτερα, γιατί, εκτός των άλλων, θα βρισκόταν πολύ κοντά στο σημείο της συνάντησής του με τον προστάτη του Άγιο.
Θαυμαστά γεγονότα στη ζωή του (συνοπτικά)
• Όταν βαπτίστηκε εσπευσμένα, γιατί κινδύνευε να πεθάνει, στην κολυμβήθρα σχηματίστηκε ένας Σταυρός κι ο Ιερέας είπε: Ή θα πεθάνει ή θα φορέσει Σταυρό.
• Μια μέρα, όντας 17 ετών, πήγε στον τάφο του Αγίου Νεκταρίου και τον ρώτησε αν θα γίνει Ιερέας. Εκείνος του απάντησε πως θα γίνει κι ότι θα πάρει τ΄όνομά του.
• Την ίδια χρονιά βρήκε με θαυμαστό τρόπο (κατόπιν σχετικού ενυπνίου) μια Εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, θαμμένη στη γη.
• Η απαλλαγή του απο τα προβλήματα που προκλήθηκαν από το εγκεφαλικό επεισόδιο που έπαθε το 1965.
• Η θεραπεία του από τον καρκίνο. "Με έσωσε ο Άγιος Νεκτάριος", έλεγε ο ίδιος.
Κάρολος Ντίκενς, υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους Άγγλους μυθιστοριογράφους και θεωρείται ένας πό τους καλύτερους συγγραφείς της Βικτωριανής Εποχής
Κάρολος Ντίκενς
Ο Κάρολος Ντίκενς υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους Άγγλους μυθιστοριογράφους και θεωρείται ένας από τους καλύτερους συγγραφείς της Βικτωριανής Εποχής (19ος αιώνας). Η δημοτικότητά του ποτέ δεν μειώθηκε στη διάρκεια της ζωής του και σήμερα ακόμη η εκτίμηση για το έργο του είναι πολύ υψηλή. (ορθότερα Τσαρλς Ντίκενς, Charles Dickens, 7 Φεβρουαρίου 1812 - 9 Ιουνίου 1870)
Πολλά από τα μυθιστορήματά του, με το έντονο ενδιαφέρον που παρουσίαζαν για την κοινωνική μεταρρύθμιση, εμφανίστηκαν αρχικά στα περιοδικά σε συνέχειες, κάτι που εκείνη την εποχή ήταν πολύ διαδεδομένο.
Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, οι οποίοι ολοκλήρωναν τα μυθιστορήματά τους πριν τα εκδώσουν σε συνέχειες, ο Κάρολος Ντίκενς έγραφε το μυθιστόρημά του και το εξέδιδε συγχρόνως σε συνέχειες. Η πρακτική αυτή προσέδωσε στις ιστορίες του ένα συγκεκριμένο ρυθμό, ο οποίος τονιζόταν από δραματικές στιγμές με αποτέλεσμα το κοινό να περιμένει με ανυπομονησία τη συνέχεια του μυθιστορήματος.
Η συνεχής δημοτικότητα των μυθιστορημάτων και των μικρών ιστοριών του είναι τέτοια που δε σταμάτησαν ποτέ να εκδίδονται.
Η δουλειά του έχει επαινεθεί, για την καλλιέργεια της πεζογραφίας και τις μοναδικές μορφές που δημιούργησε, από συγγραφείς όπως ο Τζορτζ Γκίσινγκ, ο Λέων Τολστόι και ο Γκίλμπερτ Κηθ Τσέστερτον, αν και άλλοι, όπως ο Χένρι Τζέιμς και η Βιρτζίνια Γουλφ, την επέκριναν για τη συναισθηματικότητα και την αληθοφάνειά της.
Ο Κάρολος Ντίκενς ήταν γιος του Τζον Ντίκενς, δημοσίου υπαλλήλου με μικρό μισθό, που ποτέ δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα έξοδά του. Όταν τέλος οι δανειστές του τον κυνήγησαν και τον έριξαν στη φυλακή για τα χρέη του, ο νεαρός Κάρολος πληγώθηκε τόσο βαθιά, ώστε πήρε την απόφαση να αγωνιστεί για να γλυτώσει από τη φτώχεια και τα χρέη.
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο και να εργαστεί σε εργοστάσιο βερνικιών για να συντηρήσει την οικογένειά του. Από την περιπέτεια αυτή άντλησε πολύτιμες εμπειρίες για το κατοπινό του έργο.
Μια απροσδόκητη κληρονομιά ήρθε να βγάλει τον Τζον Ντίκενς από την φυλακή και να απαλλάξει τον Κάρολο από τη δουλειά που μισούσε. Αφού πήγε άλλον ένα χρόνο στο σχολείο, έπιασε δουλειά στο γραφείο ενός δικηγόρου. Κι αυτή η δουλειά δεν του άρεσε, γι' αυτό έμαθε στενογραφία και έγινε ανταποκριτής εφημερίδος. Κανείς άλλος ανταποκριτής στο Λονδίνο δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Κάρολο Ντίκενς στην ακρίβεια και στην ταχύτητα των ειδήσεων.
Στις διαθέσιμες ώρες του έγραφε διηγήματα, βάζοντας μέσα τα πρόσωπα που γνώριζε, τους ανθρώπους που συναντούσε στο δρόμο και τους τύπους που δημιουργούσε με τη γόνιμη φαντασία του, εμφυσώντας στον καθένα τη γνώριμη πνοή του Ντίκενς. Το πρώτο του έργο, με τίτλο "Σκιαγραφήματα του Μποζ", τυπώθηκε το 1836.
Την ίδια χρονιά, ένα άλλο από τα διηγήματά του δημοσιεύθηκε και αποτέλεσε την εκκίνηση της σταδιοδρομίας που επρόκειτο να δικαιώσει τη βαθιά πεποίθηση που είχε από τα πρώτα του παιδικά χρόνια ότι επρόκειτο να γίνει μεγάλος.
Το Μάρτιο του 1836 κυκλοφόρησαν τα "Χαρτιά του Πίκγουικ", που έγιναν ανάρπαστα από το αναγνωστικό κοινό. Μετά εκδόθηκε ο "Όλιβερ Τουίστ", εμπνευσμένος από όσα είχε δει και γνωρίσει ο Ντίκενς στις περιοδείες του ως ανταποκριτής εφημερίδος.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων αυτών επιτυχιών του, ο Ντίκενς είχε παντρευτεί την Αικατερίνη Χόγκαρθ και η οικογένειά του μεγάλωσε με γοργό ρυθμό καθώς απέκτησε εννέα παιδιά. Τα οικονομικά του επίσης βελτιώθηκαν πολύ και συνεχώς άλλαζε σπίτι, το ένα πιο μεγάλο από το άλλο.
Η δημοτικότητα του Ντίκενς μεγάλωνε κι αυτή.Έγινε γνωστός στην Αμερική όσο ήταν και στην Αγγλία.
Το 1842 διέσχισε τον Ατλαντικό και οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν με τον χαρακτηριστικό ενθουσιασμό τους. Κι όμως, του νεαρού Ντίκενς οι Αμερικανοί τού φάνηκαν ακαλλιέργητοι και θορυβώδεις, μασούσαν καπνό, είχαν δούλους και δεν σέβονταν την ξένη πνευματική ιδιοκτησία.
Δεν δίστασε καθόλου να εκφράσει τις απόψεις του και γυρίζοντας στην Αγγλία έγραψε τις όχι και τόσο κολακευτικές εντυπώσεις από την Αμερική στα "Αμερικάνικα Σημειώματα" (1842) και στο "Μάρτιν Τσάζλγουϊτ" (1843-1844). Το 1843 είχε εκδώσει τα "Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα" που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα ακολούθησε ο "Δαβίδ Κόπερφιλντ".
Ο "Δαβίδ Κόπερφιλντ" (1849-1850) είναι σχεδόν η αυτοβιογραφία του Ντίκενς. Στο έργο αυτό απαθανατίζει τον πατέρα του στο πρόσωπο του κ. Μικόμπερ, και τον εαυτό του στο πρόσωπο του Δαβίδ. Το 1859 εξέδωσε την "Ιστορία δύο πόλεων" και το 1860-1861 εξέδωσε σε σειρές τις "Μεγάλες Προσδοκίες".
Το 1867 μια πολύ δελεαστική προσφορά από την Αμερική τον έκανε να διασχίσει πάλι τον Ατλαντικό. Οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν μ' ένα ενθουσιασμό άνευ προηγουμένου. Ξέχασαν τα όσα είχε γράψει κάποτε γι' αυτούς, αλλά κι αυτός αναίρεσε εκείνα τα λόγια του. Σ' ένα συμπόσιο που έκανε προς τιμήν του το Τυπογραφείο Ντελμόνικο της Νέας Υόρκης, έκανε μια πολύ εύγλωττη έκκληση για τη φιλία των δύο αγγλόφωνων λαών.
Το 1868 ο Ντίκενς επέστρεψε στην Αγγλία και δύο χρόνια αργότερα, το 1870, πέθανε στο Ρότσεστερ. Η σορός του τάφηκε στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ.
Περισσότερα Άρθρα...
- Φρίντα Κάλο, η Μεξικανή ζωγράφος που με το έργο και τη ζωή της συνεχίζει να εμπνέει εκατομμύρια γυναίκες σε όλο τον κόσμο, καλλιτέχνες και μη
- Ηγουμένη Ευγενία Κλειδαρά, ήταν Ελληνίδα μοναχή και λογοτέχνιδα, Ηγουμένη της Ιεράς Μονής του Αγίου Ραφαήλ στη Θερμή Λέσβου
- Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, ήταν Έλληνας επιχειρηματίας και ο τελευταίος ισχυρός άνδρας της Χαλυβουργικής
- Ανατόλι Κάρποφ, Ρώσος συγγραφέας, πολιτικός και γκρανμαίτρ στο σκάκι, που έγινε ο δωδέκατος Παγκόσμιος Πρωταθλητής Σκακιού