DIASKEDASI.INFO

Η διασκέδαση On Line

Πωλ Γκωγκέν, ήταν σημαντικός Γάλλος ζωγράφος, εκπρόσωπος του ρεύματος του μεταϊμπρεσιονισμού, θεωρείται σήμερα ένας από τους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών

Paul Gogen

Πωλ Γκωγκέν
Ο θεολόγος των χρωμάτων!

Ο Πωλ Γκωγκέν ήταν σημαντικός Γάλλος ζωγράφος, εκπρόσωπος του ρεύματος του μεταϊμπρεσιονισμού και έντονα πειραματικός καλλιτέχνης που επηρέασε τα ρεύματα της μοντέρνας τέχνης. Θεωρείται σήμερα ένας από τους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών. (γαλλικά: Eugène Henri Paul Gauguin, Παρίσι, 7 Ιουνίου 1848 – Νήσοι Μαρκέζας, 8 Μαΐου 1903)

Τον Πωλ Γκωγκέν δεν θα τον συναντήσει κανείς καταχωρημένο ανάμεσα στους επαναστάτες, αν κι ελάχιστοι άνθρωποι έχουν τόσο δικαίωμα σ’ αυτόν τον τίτλο όσο αυτός. Πολύ δε περισσότερο, που η επανάσταση του δεν κατέληξε στα συνηθισμένα λουτρά αίματος των κοινών επαναστάσεων, αλλά υπήρξε ένα ακόμα “αγκωνάρι” στόν μεγάλο καθεδρικό του Ωραίου που υψώνει εδώ και χιλιάδες χρόνια η Ανθρωπότητα. Τίποτε δεν προέλεγε το τι θα γινόταν αυτός ο μέσος Γάλλος αστός και τίποτε δεν συνέτεινε για να περάσει στα βιβλία της μνήμης. Η ζωγραφική δεν περιλαμβανόταν στις πρέπουσες ασχολίες ενός καθωσπρέπει κύριου κι έτσι, τίποτα δεν τον συνέδεσε μ’ αυτήν μέχρι τα 25 χρόνια του. Συνηθισμένος άνθρωπος, με συνηθισμένη μόρφωση και μάλλον κοινότυπη εργασία, στον χρηματιστηριακό οίκο Μπερτέν.

Παντρεύεται την Δανή Μέτε Σοφί Γκάντ, καλής οικογένειας, με την οποία θα αποκτήσουν και 5 παιδιά. Όλα μοιάζουν προδιαγεγραμμένα, χωρίς εκπλήξεις και δράματα κι η θέση του στο οικογενειακό κοιμητήριο τον περιμένει στο τέρμα μιας σεβάσμιας ζωής. Μόνο που ένα χρόνο μετά το γάμο του αρχίζει τελείως ανεξήγητα να εκδηλώνει ενδιαφέρον για την ζωγραφική.
Γύρω του μαίνεται η εικαστική έκρηξη των ιμπρεσιονιστών, από τους οποίους έλκεται σαν μύγα στο γάλα. Αρχίζει τις πρώτες του δειλές, καθαρά ερασιτεχνικές προσπάθειες και ξεκλέβοντας όσο χρόνο μπορεί από τις επαγγελματικές κι οικογενειακές υποχρεώσεις του, επιδιώκει να βρίσκεται κοντά τους, γύρω τους, δίπλα τους.

Όντας μοναδικός ανάμεσα τους με χρήματα μόνιμα στην τσέπη, είναι καλόδεκτος, αν και κανείς δεν φαίνεται να παίρνει και τόσο σοβαρά αυτόν τον ζωγράφο της Κυριακής, όπως ονομάζουν ειρωνικά τους ερασιτέχνες. Εκείνος «εισπράττει» ταπεινά όσα μπορεί.
Είναι τον Ιανουάριο του 1883, που σε ηλικία 38 ετών, κάνει την δική του επανάσταση. Τέρμα το χρηματιστήριο, τέρμα η οικογένεια, τέρμα η αστική ζωή, τέρμα η προδιαγεγραμμένη πορεία.
Συνειδητοποιώντας ότι ευκαιριακός ζωγράφος ίσον ευκαιριακό «μηδενικό», τινάζει στον αέρα τα πάντα για ν’ ακολουθήσει το δικό του μονοπάτι, που κανένα σημάδι  δεν δείχνει ότι μπορεί να είναι φωτεινό. Με την σκληρότητα ενός δημιουργού, αδιαφορεί για την ανέχεια και τις επιπτώσεις της. Σε τρία χρόνια, η σύζυγος του τον εγκαταλείπει.
Εκείνος ταξιδεύει, όπως κι οι άλλοι ομότεχνοι του, στην γαλλική ύπαιθρο, πρώτα στα περίχωρα του Παρισιού κι ύστερα στην Βρετάνη και στην Αρλ. Στην τελευταία, θα συνδεθεί με στενή φιλία με τον Βαν Γκόγκ, μέχρι που αυτός θα εκδηλώσει τις πρώτες κρίσεις της σχιζοφρένειας. Ζει πια στα όρια της πείνας μια μποέμικη ζωή, μπόλικο αψέντι, φτηνό κρασί και γυναίκες της μιας νύχτας,  αναπόφευκτο «τίμημα» τής δημιουργικής ελευθερίας.

Πλησιάζει πια στην ωριμότητα. Κατανοεί ότι ο ιμπρεσσιονισμός που τον μάγεψε τείνει να γίνει μια ακόμα φορμαλιστική παγίδα και με αποφασιστικότητα λυτρώνεται από τα ξόρκια του. Θ’ ακολουθήσει πια το προσωπικό του όραμα. Σε ηλικία 42 ετών φεύγει για την Ταϊτή, όπου και θα μείνει για δυο χρόνια. Τι ψάχνει; Τί άλλο από εκείνο που ψάχνουμε όλοι μας, τον τελευταίο Παράδεισο, τον τόπο όπου όλα θα είναι όπως έπρεπε να είναι. Δεν τον βρίσκει. Η Ταϊτή είναι πια πολύ μολυσμένη από την αποικιοκρατία. Επιστρέφει στην πατρίδα του, αλλά μόνο για τρία χρόνια.

Το 1895, σε ηλικία 46 ετών, φεύγει οριστικά πια για τα νησιά Μαρκέσας του Ειρηνικού. Δεν ξέρουμε αν βρήκε ο ίδιος τον Παράδεισο, αλλά η ζωγραφική του σίγουρα βρήκε τον δικό της. Θα ζήσει άλλα 9 χρόνια εκεί, άσημος κι απόβλητος των πάντων.
Τα ζωγραφικά του έργα, όσα διασώθηκαν, θα «περιπλανηθούν» κάμποσο καιρό μεταξύ ιμπρεσσιονισμού κι εξπρεσσιονισμού.
Όπως όλοι οι μεγάλοι, δεν ανήκει πουθενά, είναι από μόνος του μια ολόκληρη όσο και μοναδική Σχολή, κι αυτό μπερδεύει τους αναλυτές και τους μελετητές της Τέχνης. Επιπλέον, ο Γκωγκέν εμφανίζεται πολύ «πρωτόγονος». Περιφρονεί εξίσου τους νεωτερισμούς των ιμπρεσσιονιστών όσο και τον κλασσικισμό.

Παραμερίζει επίσης κάθε τέχνασμα και των δύο, είτε την προοπτική, είτε την χρωματική σύνθεση.
Αυτό που προσπαθεί να προσεγγίσει είναι μια αρχαϊκή «θρησκευτικότητα», ένα συνδυασμένο απόηχο των προϊστορικών σπηλαίων, των πρωτοχριστιανικών αγιογραφήσεων και των μεσαιωνικών βιτρώ. Πλάθει μια νέα Εδέμ, όπου τα πάντα είναι θεϊκά, ένα λουλούδι, ένα άλογο, μία γυναίκα, ανόθευτα από τον πολιτισμένο άνθρωπο που μολύνει ό,τι αγγίζει.
O Γκωγκέν δεν ανήκει στους “προικισμένους” από την φύση δημιουργούς. Ανοίγει κάθε πόρτα με αγωνία και αγώνα, παλεύοντας για την κάθαρση βήμα με βήμα.  
Βασανισμένος όσο λίγοι, έδωσε ζωή (αυτό δεν σημαίνει ζωγραφική;) σ’ ένα σύμπαν γεμάτο με άγια μειλιχιότητα κι ιερό σεβασμό για κάθε ύπαρξη.
O Πώλ Γκωγκέν έδειξε, ίσως καλύτερα από κάθε άλλον, ότι η ζωγραφική μπορεί να είναι ένας ακόμα δρόμος για να αγγίξει κανείς τα έσχατα μυστικά τής ύπαρξης.