Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ, ήταν βοημικής καταγωγής συνθέτης όπερας
Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ
Ο Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ ήταν βοημικής καταγωγής συνθέτης όπερας. (Christoph Willibald Gluck, 2 Ιουλίου 1714 – 15 Νοεμβρίου 1787)
Σε ηλικία 13 ετών εγκατέλειψε την πατρική εστία για να γίνει πλανόδιος μουσικός. Κατά βάση αυτοδίδακτος, εργάστηκε στην Πράγα και στη Βιέννη προτού καταλήξει στην Ιταλία. Εκεί γνωρίστηκε με τον συνθέτη Τζιοβάνι Μπατίστα Σαμαρτίνι, υπό την προστασία του οποίου ξεκίνησε το 1741 τη σταδιοδρομία του ως συνθέτης του λυρικού θεάτρου γνωρίζοντας πολλές και σημαντικές επιτυχίες.
Η προτίμηση της εποχής προς το ιταλικό μελόδραμα, το οποίο ήταν αρκετά διαδεδομένο στην Πράγα, έφερε τον Γ. στο Μιλάνο, όπου παρουσίασε τις πρώτες του όπερες: Αρταξέρξης (1741), Κλεονίκη (1745), Υπερμνήστρα και Πώρος (1744), Ιππόλυτος (1745).
Το 1746 διορίστηκε διευθυντής ενός λυρικού θιάσου που διηύθυνε ο Πιέτρο Μινγκότι, ένας Βενετός ιμπρεσάριος με φωτισμένο πνεύμα. Το 1750 παντρεύτηκε την πλούσια κόρη ενός Βιεννέζου τραπεζίτη και έτσι μπόρεσε να αφοσιωθεί στη σύνθεση χωρίς οικονομικές έννοιες.
Το 1756, ως διευθυντής χορωδίας στη Βασιλική Όπερα της Βιέννης, γνώρισε τη μεγαλύτερη αναγνώριση και τιμή. Ωστόσο, η επιτυχία ώθησε τον Γ. να προβεί σε μια βαθύτερη αναθεώρηση της συνθετικής σταδιοδρομίας του και αποτέλεσε το έναυσμα για την ανανέωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας.
Το 1762, με τη θριαμβευτική παράσταση του έργου Ορφέας και Ευρυδίκη στη Βιέννη, σε λιμπρέτο του Καλτσαμπίτζι, ο Γ. εγκαινίασε τη δράση του ως αναμορφωτή και ανακαινιστή του μελοδράματος, εκθέτοντας τις γενικές του αρχές στον πρόλογο του μελοδράματος Άλκηστις (1767).
Βασισμένη σε μια σχέση αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη μουσική και στην ποίηση, η μεταρρύθμιση του Γ. αποσκοπούσε από τη μία μεριά να ξεπεράσει τη μηχανικότητα του μεταστασιανού λιμπρέτου και από την άλλη να περιορίσει, αλλά ταυτόχρονα να ενισχύσει τη συμμετοχή της μουσικής, που αναλάμβανε πλέον να εκφράσει εκ των ένδον το βαθύτερο νόημα του μελοδράματος, φωτίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις.
Η στάση του Γ., συμπίπτοντας χρονικά με την εμφάνιση του προ-ρομαντικού κινήματος, είχε τεράστια απήχηση στις γερμανικές χώρες. Έγινε μάλιστα η βάση της θεατρικής εμπειρίας του Μότσαρτ, του Μπετόβεν (στον Φιντέλιο) και του ρομαντικού μελοδράματος, που προοριζόταν να υποκαταστήσει –όχι δίχως πολεμική, πάντως, στην οποία ο Γ. στάθηκε πρωταγωνιστής και θύμα– τον μελοδραματικό κόσμο του 18ου αι. Παρά την υποστήριξη της Μαρίας-Αντουανέτας, ο Γ. πλήρωσε το μεταρρυθμιστικό του θάρρος.
Οι παρισινές παραστάσεις των σπουδαιότερων μελοδραμάτων του –Ιφιγένεια εν Αυλίδι (1744), Αρμίδα (1777) και Ιφιγένεια εν Ταύροις (1779)– εμποδίστηκαν από πραγματικές συμπλοκές, ανάμεσα στους υποστηρικτές του παλαιού ύφους και τους δημιουργούς του καινούργιου.
Επιστρέφοντας στη Βιέννη, όπου προσβλήθηκε πολλές φορές από παράλυση και συνάντησε οικονομικές δυσκολίες, ο Γ. περίμενε γαλήνιος τον θάνατο, μια προαίσθηση του οποίου υπάρχει, μάλιστα, στο De profundis για χορωδία και ορχήστρα, που γράφτηκε γύρω στο 1782.
Η καθιέρωση στο προσκήνιο του Μότσαρτ και του Μπετόβεν είχε ως αποτέλεσμα την απομόνωση του Γ., ο οποίος λησμονήθηκε και από τη μεταγενέστερη κριτική και ανακαλύφθηκε εκ νέου μόλις στις αρχές του 20ού αι., οπότε πραγματοποιήθηκε η συστηματική έκδοση των έργων του, στα οποία περιλαμβάνονται μελοδράματα, συμφωνικές εισαγωγές, μπαλέτα, καθώς και διάφορες σονάτες και μελοποιημένα ποιήματα.