DIASKEDASI.INFO

Η διασκέδαση On Line

Ιωάννης Μεταξάς, το όνομά του συνδέθηκε με μία από τις μεγαλύτερες και πλέον ιστορικές σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας στον 20ο αιώνα, όταν τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940

Ioannis Metaxas 2

Ιωάννης Μεταξάς

Ioannis Metaxas 1Ο Ιωάννης-Μιχαήλ Μεταξάς, Έλληνας εθνικιστής, ανώτατος αξιωματικός του Πυροβολικού, πολιτικός που εκλέχθηκε βουλευτής, υπήρξε αρχηγός κόμματος, διατέλεσε Υπουργός διαφόρων κυβερνήσεων και ως ο επικεφαλής του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, διατέλεσε πρωθυπουργός από την 4η Αυγούστου 1936 έως την ημέρα του θανάτου του, γεννήθηκε στις 12 Απριλίου 1871 στην Ιθάκη και πέθανε από επιπλοκές πυώδους αμυγδαλίτιδας ή σύμφωνα με άλλες πηγές δολοφονήθηκε, την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 1941 στο σπίτι του στην Κηφισιά. Το όνομά του συνδέθηκε με μία από τις μεγαλύτερες και πλέον ιστορικές σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας στον 20ο αιώνα, όταν τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, αρνήθηκε το Ιταλικό τελεσίγραφο λέγοντας στον πρέσβη «Alors, c'est la guerre», [«Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»]. Η νεκρώσιμη ακολουθία ψάλθηκε στο Μητροπολιτικό ναό Αθηνών και η ταφή του έγινε την Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 1941, στον τάφο της οικογένειας Μεταξά στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Παντρεύτηκε στις 31 Ιουλίου 1909, με την Ελένη, [Λέλα], Κωνσταντίνου Χατζηιωάννου, από την Τήνο, με την οποία στις 18 Οκτωβρίου 1911 απέκτησαν την μεγάλη τους κόρη, τη Λουκία-Άννα, σύζυγο του Γεώργιου Μαντζούφα και στις 7 Δεκεμβρίου 1912 τη δεύτερη κόρη τους, Ιωάννα-Νανά, σύζυγο του καθηγητή ιατρικής και πρύτανη Ευγένιου Φωκα.

Βιογραφία

Η ιστορία της οικογένειας Μεταξά ξεκινά από το 1081, στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ένα μέλος της οικογένειας από την πλευρά του πατέρα του στην περίοδο των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων του οίκου των Κομνηνών, σύμφωνα με την «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, είχε το αξίωμα του Υπουργού του Αλέξιου Κομνηνού. Στην πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, ο Μάρκος Αντώνιος Μεταξάς, συμπολεμιστής του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του τελευταίου Αυτοκράτορα, διακρίθηκε για τη γενναιότητα του και την αφοσίωση του. Την ημέρα της αλώσεως κατάφερε διέφυγε και περνώντας από τη Χίο και την Κρήτη, έφθασε στην Κεφαλλονιά όπου εγκαταστάθηκε στη περιοχή «Φραντζάτα» που μετονομάσθηκε σε «Μεταξάτα». Από τότε η οικογένεια του έδωσε στο Έθνος, αρχιερείς, στρατηγούς, πολιτικούς, διπλωμάτες και άλλους που διακρίθηκαν στα γράμματα και τις επιστήμες. Ανάμεσα τους ο Ανδρέας και ο Κωνσταντίνος Μεταξάς οι οποίοι ηγήθηκαν σημαντικής δυνάμεως αγωνιστών της Κεφαλλονιάς που πολέμησαν στην Πελοπόννησο κατά την Εθνεγερσία του 1821.
Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν απόγονος του οικονομικά ξεπεσμένου Κεφαλληνιακού κλάδου των Αντζουλακάτων της παλαιάς Βυζαντινής οικογένειας των Μεταξάδων, ενώ η οικογένεια αναφέρεται στο «Libro d'Oro» του Ραγκαβή ως μία από αυτές που το 1691, είχαν αποκτήσει από την Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, τον τίτλο του κόμη. Ο Νικόδημος Μεταξάς, Έλληνας μοναχός, είναι ο πρώτος τυπογράφος στην Ανατολή, ο οποίος ίδρυσε τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη το 1627, κι αργότερα το μετέφερε στην Κεφαλληνία. Γονείς του Ιωάννη ήταν ο Έπαρχος Παναγής Μεταξάς-Αντζουλακάτος, με καταγωγή από την Κεφαλλονιά και η Ελένη Κωνσταντίνου Τριγώνη, από το Αγρίνιο και καταγωγή από τα Γρεβενά, των οποίων ήταν το πρωτότοκο παιδί και αδέλφια του ήταν ο Κωνσταντίνος, ο οποίος σπούδασε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά σχετικά νέος οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο γι' αυτό και ο Ιωάννης Μεταξάς του είχε ιδιαίτερη αδυναμία, και η Μαριάνθη.
Σπουδές
Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια παρ' όλες τις οικονομικές δυσκολίες της οικογενείας του και από μικρός διακρινόταν για το ήθος του και την ευφυΐα του. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο Άργος το 1880, με βραβείο επιμέλειας και χρηστοήθειας, που το συνόδευε το βιβλίο «Βίοι Παράλληλοι διαπρεψάντων Πολιτικών Ανδρών», του Αναστασίου Γούδα, που περιλαμβάνει και την ιστορία των προγόνων του Ανδρέα που διατέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδος, ο πρώτος που έφερε τον τίτλο, και Κωνσταντίνου Μεταξά, που πολέμησαν το 1822, στην μάχη του Λάλα. Η οικονομική τους κατάσταση επιδεινώθηκε το 1879, όταν ο πατέρας του έχασε την πολιτική θέση που κατείχε και αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Κεφαλλονιά. Την περίοδο από το 1883 έως το 1885 ήταν μαθητής στο Γυμνάσιο του Αργοστολίου, με ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά, από το οποίο αποφοίτησε με επιτυχία.

Στρατιωτική καριέρα
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1885, σε ηλικία 14 ετών, εισήλθε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και στις 10 Αυγούστου 1890, μετά από επιτυχημένη παρουσία, στη διάρκεια της οποίας αρίστευσε σε όλες τις τάξεις, αποφοίτησε με βαθμολογία 19.90, ως Ανθυπολοχαγός του Μηχανικού. Υπήρξε συμφοιτητής, στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, με τους Αμβρόσιο Φραντζή και Ξενοφώντα Στρατηγό με τον οποίο ήταν αδερφικοί φίλοι. Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία, αφού στο ίδιο σώμα υπηρετούσαν δύο συγγενείς του, ο Γεράσιμος και ο Νικόλαος Μεταξάς, μετέπειτα υπουργός των Στρατιωτικών. Το Σεπτέμβριο του 1892 μπήκε στη σχολή Μηχανικών Στρατού και υπηρέτησε έως το 1894 στην Κέρκυρα, ενώ παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Πυροβολικού.

Περίοδος 1894-1912
Το 1894 μετατέθηκε στην τοπική φρουρά του Ναυπλίου και έως το 1897 υπηρέτησε στη Διεύθυνση Μηχανικού, στο Ναύπλιο, όπου ζούσε με την οικογένεια του, αφού ο πατέρας του είχε μετατεθεί στο Ναύπλιο. Το 1896, άρχισε να γράφει το «Ημερολόγιο» του, όταν βρίσκονταν ακόμη στο Ναύπλιο κι ήταν για έβδομο έτος στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, όπως σημείωσε ο ίδιος. Τον επόμενο χρόνο μετατέθηκε στο υπουργείο Στρατιωτικών, δίπλα στον θείο του, τον υπουργό Νικόλαο Μεταξά και τον ίδιο χρόνο πήρε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, όταν μετά από δικό του αίτημα μετατέθηκε στο επιτελείο του τότε Αντιστράτηγου, στη θέση του υπευθύνου των εμπιστευτικών αρχείων του επιτελείου. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο, κερδίζοντας την εύνοια του Βασιλιά. Το 1889, με Βασιλική υποτροφία συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου, στη Γερμανία, όπου μαζί με τους αξιωματικούς Ιπποκράτη Παπαβασιλείου και Ξενοφώντα Στρατηγό, φοίτησαν από τις 7/19 Σεπτεμβρίου 1899 έως τις 5/18 Σεπτεμβρίου 1901 και αποφοίτησε με ιδιαίτερες διακρίσεις.
Το 1903, όταν επανήλθε στην Ελλάδα, τοποθετήθηκε στο νεοσύστατο Γενικό Επιτελείο Στρατού και συνέβαλε στην οργάνωση του στρατού, ενώ συνεργάστηκε με τον Βίκτωρα Δούσμανη στη σύνταξη των νέων στρατιωτικών κανονισμών, οι οποίοι ψηφίστηκαν στη Βουλή το 1904, ύστερα από εισήγηση του Θεοτόκη. Το 1906, προήχθη σε Λοχαγό πρώτης τάξεως. Στο Γενικό Επιτελείο ανέπτυξε στενή φιλία με τον πρίγκηπα Ανδρέα, αδερφό του διαδόχου Κωνσταντίνου, ενώ το 1907 του ζητήθηκε να αναλάβει τη στρατιωτική εκπαίδευση του διαδόχου και μετέπειτα Βασιλιά Γεωργίου Β', στον οποίο δίδαξε για τα επόμενα δύο χρόνια, στρατιωτική ιστορία και τακτική. Το 1909, όταν επικράτησε το Κίνημα στου Γουδή, οι κινηματίες μετέθεσαν το Μεταξά στη Λάρισα. Στις 19 Οκτωβρίου του 1910 ο Βασιλιάς διόρισε πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και την ίδια μέρα ο Μεταξάς, αφού ανακλήθηκε στην Αθήνα, έλαβε πρόσκληση να επισκεφθεί τον Βενιζέλο, ο οποίος του πρόσφερε τη θέση του στρατιωτικού συμβούλου και πρώτου υπασπιστή του κι ουσιαστικά έγινε σύνδεσμος μεταξύ του πρωθυπουργού και των ανακτόρων.

Βαλκανικοί πόλεμοι
Λίγο πριν την έκρηξη του 1ου Βαλκανικού πολέμου, ο Μεταξάς ταξίδεψε στη Σόφια, ως απεσταλμένος της Ελληνικής κυβερνήσεως, για να διαπραγματευτεί τη στρατιωτική συνθήκη μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, που υπογράφηκε στις 5 Οκτωβρίου. Στη συνέχεια επισκέφθηκε το Βελιγράδι και στις 17 Οκτωβρίου επέστρεψε στην Ελλάδα και μετέβη στη Λάρισα, όπου είχε εγκατασταθεί το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Εκείνη την εποχή ήταν τέταρτος στην ιεραρχία του επιτελείου, όμως στην ουσία ήταν ο στρατιωτικός εγκέφαλος του Επιτελείου. Πήρε όλες στις μάχες του πρώτου Βαλκανικού πολέμου, ενώ μαζί με τον Βίκτωρα Δούσμανη διαπραγματεύτηκε την παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Ταξίν Χασάν Πασά. Το πρωτόκολλο παραδόσεως υπογράφηκε στις 26 Οκτωβρίου 1912.
Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ο Μεταξάς ταξίδεψε στο Λονδίνο ως στρατιωτικός σύμβουλος του Βενιζέλου, για τη διαπραγμάτευση των όρων της συνθήκης ειρήνης με την Τουρκία, όμως στις 16 Ιανουαρίου του 1913, ανακλήθηκε και στάλθηκε αμέσως στην Ήπειρο. Επιμελήθηκε το σχέδιο καταλήψεως του Μπιζανίου, ενώ ήταν αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην παράδοση των Ιωαννίνων. Τον Απρίλιο του 1913 προήχθη στο βαθμό του Ταγματάρχη λόγω αρχαιότητας και διορίστηκε Διοικητής του Επιτελείου. Πήρε μέρος στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο και μετά τη λήξη του προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και τοποθετήθηκε Διευθυντής Επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού, καθώς και ως Διευθυντής της Ανώτερης Στρατιωτικής Ακαδημίας. Τον Οκτώβριο του 1913, παρασημοφορήθηκε από τον Βασιλιά με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, ενώ στη διάρκεια της κρίσεως των σχέσεων με την Τουρκία το 1914, για το ζήτημα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, συνέταξε και σχέδιο αιφνίδιας αποβάσεως και καταλήψεως των νησιών.
Στις 14 Ιανουαρίου 1915 υπέβαλε υπόμνημα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, με τίτλο «Μικρά Ασία: Δυνατότητες διαμονής», με το οποίο εξέθετε τις ισχυρές του επιφυλάξεις σχετικά με το ενδεχόμενο εκστρατείας. Το Φεβρουάριο του 1915, ασκούσε καθήκοντα αρχηγού στο Γενικό Επιτελείο Στρατού [Γ.Ε.Σ.] ως αντικαταστάτης του Βίκτωρα Δούσμανη, όταν εκείνος διαφώνησε με το Ελευθέριο Βενιζέλο στο θέμα της εξόδου ή μη της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και παραιτήθηκε. Ο Βενιζέλος επέμενε στην υποστήριξη της Αντάντ κι ο Μεταξάς, τον Μάρτιο του 1915, υπέβαλε την παραίτηση του, καθώς δεν συμφωνούσε με τον επικείμενο πόλεμο.

Επίστρατοι
Στις 6 Οκτωβρίου του 1915, ο Ελευθέριος Βενιζέλος απομακρύνθηκε από τη θέση του πρωθυπουργού και ο Μεταξάς ανακλήθηκε στο σώμα ως υπαρχηγός του Επιτελείου. Στις 26 Μαΐου του 1916 οι γερμανικές και βουλγαρικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο οχυρό Ρούπελ στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα κι ο Μεταξάς, ύστερα από πιέσεις του Βασιλιά, έδωσε εντολή να παραδοθεί το οχυρό. Στις 27 Ιουνίου, ύστερα από το τελεσίγραφο των Μεγάλων Δυνάμεων, δημοσιεύτηκε το διάταγμα της γενικής αποστρατεύσεως και με την αποστράτευσή του ο Μεταξάς προήχθη στο βαθμό του Συνταγματάρχη.
Ακολούθησε η οργάνωση των αποστράτων σε ομάδες εφέδρων, κυρίως υπαξιωματικών και στρατιωτών, που προέρχονταν από τα κοινωνικά στρώματα που αποκαλούνται «μεσαία». Ήταν άνθρωποι που ζούσαν ευπρεπώς αλλά με τον ιδρώτα του προσώπου τους και τον κόπο των χεριών τους, οι οποίοι έγιναν γνωστοί ως «Επίστρατοι» και ανεπίσημος αρχηγός τους ήταν ο Μεταξάς. Πρόκειται για την πρώτη μαζική οργάνωση στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδος. Ο ίδιος ο Μεταξάς σε άρθρο του το 1934 έγραφε ότι, «...Ο κ. Βενιζέλος με κατηγόρησε και με κατηγορεί σήμερον, ότι υπήρξα ό οργανωτής της κινήσεως ταύτης. 'Αλλ' αυτό το θεωρώ εγώ τιμήν μου. Ναι! την κίνησιν εδημιούργησε μόνη της ολόκληρος ή ελληνική νεολαία της εποχής εκείνης. Και εγώ έτέθην εις την υπηρεσίαν αυτής και ήγωνίσθην μετά πλήθους άλλων αλησμόνητων συνεργατών, όπως λάβη ωργανωμένην μορφήν...».
Ο επίσημος τίτλος των «Επιστράτων» ήταν, «Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εφέδρων» [«Π.Σ.Ε.»]. Ο Σύνδεσμος ιδρύθηκε στις αρχές Ιουνίου 1916 και εξαπλώθηκε με γοργούς ρυθμούς σε ολόκληρη τη χώρα, παράλληλα με τη γενική αποστράτευση που είχε επιβάλει η Αντάντ στο βασιλιά Κωνσταντίνο Α'. Ο πρόδρομος και πυρήνας τους ήταν ο «Σύνδεσμος Εφέδρων Υπαξιωματικών» που ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1913 κι είχε κατορθώσει τη ματαίωση ψηφίσεως νομοσχεδίου του Βενιζέλου που απέκλειε τους έφεδρους υπαξιωματικούς παλαιότερων κλάσεων από το δικαίωμα προαγωγής στο βαθμό του αξιωματικού. Με βάση αυτό το συμβάν, ο έφεδρος λοχίας Γεώργιος Καμαρινός φαίνεται να συνέλαβε την ιδέα της οργάνωσης όλων των επιστρατευμένων εφέδρων την άνοιξη του 1916. Στις 30 Μαΐου υπογράφτηκε το πρακτικό ίδρυσης του Συνδέσμου από είκοσι ιδρυτικά μέλη. Η σύνταξη του καταστατικού ανατέθηκε στον Ιωάννη Θεοφιλάκη και ψηφίστηκε στις 5 Ιουνίου, ενώ ο σκοπός του, όπως δηλώνεται στο καταστατικό του, είναι α) πρόνοια για τους εφέδρους και τις οικογένειές τους, β) διαπαιδαγώγηση του ελληνικού λαού στα εθνικά ζητήματα.
Οι σύμμαχοι απαίτησαν από την Ελληνική κυβέρνηση να τους παραδώσει το μεγαλύτερο μέρος του στόλου μαζί με πολεμοφόδια και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος αρνήθηκε. Ο Γάλλος αντιναύαρχος Φουρνέ αποβίβασε 3.000 στρατιώτες στο Φάληρο και στον Πειραιά, με σκοπό να προελάσουν προς στην Αθήνα. Οι «Επίστρατοι» τους εμπόδισαν και συγκρούσθηκαν μαζί τους στην περιοχή του Φιλοπάπου, στις 18 και 19 Νοεμβρίου 1916, όταν υπερασπίστηκαν νικηφόρα το βασιλιά και την πρωτεύουσα από τα συμμαχικά αγήματα και στη συνέχεια έπνιξαν την απόπειρα βενιζελικού κινήματος. Οι σύμμαχοι ηττήθηκαν και την επόμενη μέρα αποσύρθηκαν προς το Φάληρο, ενώ ο συμμαχικός στόλος άρχισε να βομβαρδίζει από το Φάληρο την Αθήνα. ΟΙ επίστρατοι κατόρθωσαν να πιάσουν αιχμάλωτο τον Γάλλο ναύαρχο, που ήταν επικεφαλής των δυνάμεων της θρασύτατης επιθετικής ενέργειας. Το γεγονός χαιρετίστηκε ως νίκη του Ελληνικού Στρατού και Λαού σε βάρος των «Μεγάλων Δυνάμεων». Η δράση των Επιστράτων συνεχίστηκε μέχρι το 1920, και ο μερικός μετασχηματισμός τους σε οργανώσεις του Λαϊκού κόμματος συνέβαλε στην εκλογική ήττα των βενιζελικών στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920.

Η δίκη του Επιτελείου
Οι Ιωάννης Μεταξάς, Βίκτωρ Δούσμανης, Ξενοφών Στρατηγός και Αθανάσιος Εξαδάκτυλος ήταν κατηγορούμενοι και δικάστηκαν στο έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, από τις 7 Νοεμβρίου 1919 έως τις 14 Φεβρουαρίου 1920, με την εισηγητική έκθεση που έφερε την υπογραφή του Στυλιανού Κολοκυθά, εισηγητή του Α΄ Διαρκούς Στρατοδικείου, κατηγορούμενοι για την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας, του Δ΄ Σώματος Στρατού και άφθονου πολεμικού υλικού στα Γερμανικά και Βουλγαρικά στρατεύματα. Στη «Δίκη του πρώην Επιτελείου», που οι εφημερίδες της εποχής την αποκάλεσαν και «Υπόθεση Ρούπελ», από την παράδοση του ομώνυμου οχυρού στους Βούλγαρους. Η δίκη άρχισε στις 25 Οκτωβρίου 1919 και περατώθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1920. Η έκθεση χαρακτήριζε προδοτική τη στάση του Γενικού Επιτελείου, το οποίο είχε καταστεί «…την εποχήν εκείνην το κέντρον της αντιανταντικής και Γερμανοφίλου πολιτικής….». Βασική κατηγορία υπήρξε η εσχάτη προδοσία για τους Δούσμανη και Μεταξά, διότι, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, συνωμότησαν για τη μεταβολή του καθεστώτος από Βασιλευομένη Δημοκρατία σε απόλυτο Μοναρχία, παρέδωσαν την Ανατολική Μακεδονία και τα οχυρά της στους Γερμανούς και Βουλγάρους, όπλισαν τους επιστρατευτικούς συλλόγους και τους παρακίνησαν σε εμφύλιο πόλεμο και παρέδωσαν σε πράκτορες της Γερμανίας, Αυστρίας και Βουλγαρίας κρατικά απόρρητα.
Η κατηγορία για τους Ξενοφώντα Στρατηγό και Αθανάσιο Εξαδάκτυλο ήταν ότι βοήθησαν τους ιΩΆΝΝΗ Μεταξά και Βίκτωρα Δούσμανη για την εκτέλεση των πράξεων εσχάτης προδοσίας. Mε την απόφαση οι Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης κρίθηκαν: για τη μεταβολή του πολιτεύματος αθώοι, για παράδοση της Ανατολικής Μακεδονία αθώοι, για την παράδοση των οχυρών της Ανατολικής Μακεδονίας ομόφωνα ένοχοι, για τον εξοπλισμό των επιστράτων αθώος ο Δούσμανης και ομόφωνα ένοχος ο Μεταξάς, ενώ αθωώθηκαν για την παράδοση κρατικών εγγράφων. Στο Μεταξά επιβλήθηκε η θανατική ποινή και στον Δούσμανη η ποινή των ισοβίων δεσμών. Οι Ξενοφών Στρατηγός και Αθανάσιος Εξαδάκτυλος κηρύχθηκαν αθώοι.

Εξορία
Το καλοκαίρι του 1917, αμέσως μετά την εκθρόνιση του Βασιλιά, ο ύπατος αρμοστής των συμμάχων έστειλε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη κατάλογο όσων έπρεπε να εξοριστούν άμεσα, μεταξύ τους και ο Ιωάννης Μεταξάς, που στις 20 Ιουνίου του 1917 επιβιβάστηκε στο ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» με προορισμό την Κορσική. Μαζί του οι Δημήτριος Γούναρης, Γεώργιος Πεσμαζόγλου, Κωνσταντίνος Έσσλιν, Βίκτωρας Δούσμανης και άλλοι. Στις 29 Ιουνίου, το πλοίο έφτασε στο Αιάκειο. Ο Μεταξάς συνταξίδευε με τη σύζυγο και τις δύο τους κόρες και κατέλυσαν στο «Grand Hotel». Τους μήνες που ακολούθησαν αναζήτησε τρόπο να αποδράσει, καθώς η κυβέρνηση Βενιζέλου επιδίωκε την επιστροφή του στην Ελλάδα για να τον δικάσει. Στις 6 Δεκεμβρίου 1918, μαζί με τους Δημήτριο Γούναρη και Γεώργιο Πεσμαζόγλου, διέφυγαν χρησιμοποιώντας το αυτοκίνητο του νομάρχη, το μοναδικό που μπορούσε να κυκλοφορεί βράδυ. Έφτασαν σε ερημική τοποθεσία και επιβιβάστηκαν σε ένα καΐκι με προορισμό τη Σαρδηνία, όπου κατέλυσαν σε ξενοδοχείο ύστερα από παράκληση των Γούναρη και Πεσμαζόγλου. Το βράδυ της ίδιας μέρας, τον συνέλαβαν, όπως και τους άλλους, οι αστυνομικές αρχές της Σαρδηνίας, όμως η Ιταλική κυβέρνηση αρνήθηκε να τους εκδώσει στη Γαλλία. Την ίδια στάση τήρησε η Ιταλική κυβέρνηση, και στις πιέσεις του Βενιζέλου κι αρνήθηκε να τον εκδώσει στην Ελλάδα, θέλοντας να τον χρησιμοποιήσει ως μέσο συνδιαλλαγής στο θέμα των Δωδεκανήσων.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1918 ο Μεταξάς μεταφέρθηκε στο Κάλιαρι, την πρωτεύουσα της Σαρδηνίας, όπου παρέμεινε υπό αστυνομική παρακολούθηση. Λίγο καιρό αργότερα ο υπουργός των εξωτερικών Tittoni, του επέτρεψε να εγκατασταθεί σε μία από τις πόλεις, Περούτζια, Σιένα ή Λούκκα και ο Μεταξάς με την οικογένεια του, η οποία είχε φτάσει στην Ιταλία, εγκαταστάθηκε στη Σιένα, όπου παρέμεινε για έναν περίπου χρόνο. Στην Ελλάδα, στις 7 Νοεμβρίου 1919, ξεκίνησε η δίκη των στελεχών του πρώην Γενικού Επιτελείου Στρατού. Ο Μεταξάς και ο Βίκτωρ Δούσμανης κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία και ο Μεταξάς καταδικάστηκε σε θάνατο, στις 14 Φεβρουαρίου 1920, με απόφαση του Στρατοδικείου. Τον Μάιο του 1920 οι Μεταξάς, Γούναρης και Πεσμαζόγλου έπαψαν να θεωρούνται κρατούμενοι και στις 27 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου ο Μεταξάς με την οικογένειά του μετακόμισαν στη Φλωρεντία.

Επιστροφή στην Ελλάδα
Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 20ης Νοεμβρίου 1920, ο Μεταξάς επέστρεψε στην Αθήνα, όπου συναντήθηκε με τον υπουργό στρατιωτικών Δημήτριο Γούναρη, με τον πρωθυπουργό Δημήτριο Ράλλη, με τον πρώην πρωθυπουργό Στέφανο Σκουλούδη, με τον συμφοιτητή του από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και φίλο του Ξενοφώντα Στρατηγό, τον πρώην πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη, ενώ απότισε φόρο τιμής στον τάφο του Ίωνα Δραγούμη. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Κεφαλλονιά και στο λιμάνι της Σάμης τον υποδέχθηκαν πλήθος από τους κατοίκους του νησιού αλλά και πολλοί από τους επίστρατους. Στις 30 Νοεμβρίου 1920 επισκέφθηκε το Αργοστόλι και τις επόμενες μέρες έκανε επισκέψεις στα γύρω χωριά και στην Ιθάκη, ενώ ίδρυσε τον «Πολιτικό Λαϊκό Σύλλογο» που σκοπό είχε την επίβλεψη των βουλευτών του νησιού. Στα τέλη του 1920 η οικογένεια του επέστρεψε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στο Φάληρο.
Στις 7 Ιανουαρίου 1921, ο Μεταξάς ανακλήθηκε στο στρατό, προήχθη σε αντιστράτηγο και αποστρατεύθηκε. Στις 25 Μαρτίου του 1921 ο υπουργός Οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης κάλεσε τον Μεταξά σπίτι του. Στη συνάντηση τους ήταν ακόμη ο υπουργός στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης και ο συνταγματάρχης και συμφοιτητής του Μεταξά, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος. Εκεί συζήτησαν για τη Μικρασιατική εκστρατεία, και του πρότειναν τη θέση του στρατιωτικού συμβούλου του Αντιστράτηγου, όμως μετά την άρνηση του, ο Πρωτοπαπαδάκης του πρόσφερε τη θέση του Αντιστράτηγου της Μικράς Ασίας. Ο Μεταξάς αρνήθηκε καθώς θεωρούσε ότι οποιαδήποτε επιχείρηση εναντίον της Τουρκίας ήταν καταδικασμένη. Ανάλογη συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαρτίου με το ίδιο αποτέλεσμα. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 ο Βασιλιάς κάλεσε τον Μεταξά στα ανάκτορα στο Τατόι και του ζήτησε να συντάξει την επιστολή παραιτήσεως του προς τον Ελληνικό λαό.

Πολιτική δράση
Υποστηρικτής των Γερμανών μαζί με το βασιλιά Κωνσταντίνο, διαφώνησε με τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν την πτώση του Βενιζέλου για τη συνέχιση της μικρασιατικής εκστρατείας και στις 12 Οκτωβρίου 1922, ο Μεταξάς ίδρυσε το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων, με το οποίο άρχισε αγώνα εναντίον του Κινήματος του 1922 και μετά την αποτυχία του απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα. Ο Μεταξάς με επιστολή του, για την οποία είχε τη συγκατάθεση του πρωθυπουργού Σωτηρίου Κροκιδά, ζήτησε από το υπουργικό συμβούλιο να επιτραπεί η άσκηση εφέσεως, στους κατηγορουμένους της δίκης των Έξι, πρόταση που απέρριψε η επαναστατική επιτροπή, έτσι στις 10 Νοεμβρίου παραιτήθηκε ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης και τον ακολούθησε όλη η κυβέρνηση Κροκιδά, ώστε τέσσερις μέρες αργότερα να σχηματιστεί η κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά.
Τα μεσάνυχτα της 21 Οκτωβρίου 1923, ξέσπασε το στρατιωτικό κίνημα των Παναγιώτη Γαργαλίδη-Γεωργίου Λεοναρδόπουλου, το οποίο καθοδηγούσε παρασκηνιακά. Η αποτυχία του κινήματος τον υποχρέωσε να διαφύγει, στις 28 Οκτωβρίου, με νορβηγικό πλοίο από την Πάτρα με προορισμό την Ιταλία, όπου πληροφορήθηκε την ερήμην καταδίκη του σε θάνατο. Όταν αμνηστεύτηκε το 1924, επέστρεψε στην Ελλάδα και και στο δημοψήφισμα του ίδιου χρόνου για την αβασίλευτη δημοκρατία, μαζί με τον Παναγή Τσαλδάρη εκπροσώπησαν τους βασιλόφρονες. Στη διάρκεια της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου φυλακίστηκε κι εκτοπίστηκε, όμως στις εκλογές της 11ης Νοεμβρίου του 1926, συγκέντρωσε 151.044 ψήφους και κατέλαβε 51 από τις 286 έδρες στη Βουλή. Συνεργάστηκε με την κυβέρνηση συνασπισμού του Αλέξανδρου Ζαΐμη και στις 4 Δεκεμβρίου 1926, ορκίστηκε και έως τις 17 Αυγούστου 1927, διατέλεσε Υπουργός Συγκοινωνιών. Διατήρησε τη θέση του Υπουργού Συγκοινωνιών και στην επόμενη κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη από τις 17 Αυγούστου 1927 έως τις 8 Φεβρουαρίου 1928, ενώ από τις 16 Νοεμβρίου 1927 του είχε ανατεθεί προσωρινά η Διεύθυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Στην επόμενη κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ορκίστηκε εκ νέου και διατέλεσε από τις 8 Φεβρουαρίου 1928 έως τις 4 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, Υπουργός Συγκοινωνίας.
Το Φεβρουάριο του 1928, το κόμμα του υπέστη διάσπαση, καθώς αποχώρησαν πολλά μέλη του και στις εκλογές του 1929 για τη Γερουσία, έλαβε 22.518 ψήφους και ανέδειξε δύο γερουσιαστές κι ένα μόνο βουλευτή, δίχως να εκλεγεί ο Μεταξάς, που απογοητευμένος από την εξέλιξη σκέφθηκε να αποσυρθεί από την πολιτική. Στις βουλευτικές εκλογές του 1932, το κόμμα των Ελευθεροφρόνων συγκέντρωσε 18.591 ψήφους και κατέλαβε τρεις έδρες, όμως ο Μεταξάς συμμετείχε στην κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη, από τις 4 Νοεμβρίου 1932 έως τις 16 Ιανουαρίου 1933, ως Υπουργός Εσωτερικών. Την περίοδο που ακολούθησε κορυφώθηκε η ένταση στις σχέσεις του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και από τις 13 Οκτωβρίου 1934 έως τις 23 Νοεμβρίου 1935, ο Μεταξάς αρθρογραφούσε για την περίοδο του Κράτους της Θεσσαλονίκης και της Μικρασιατικής εκστρατείας, κατηγορώντας τον Βενιζέλο για την πολιτική που είχε ακολουθήσει.
Το 1935 το κόμμα του έλαβε 152.285 ψήφους και ανέδειξε επτά βουλευτές, ενώ στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936, έλαβε το 3.94% του εκλογικού σώματος, 50.137 ψήφους και κατέλαβε επτά έδρες. Στις 5 Μαρτίου ορκίστηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην υπηρεσιακή του Κωνσταντίνου Δεμερτζή, ενώ στις 14 Μαρτίου ορκίστηκε Αντιπρόεδρος, Υπουργός Αεροπορίας κι ανέλαβε προσωρινά τη Διεύθυνση του Υπουργείου Ναυτικών, διατηρώντας παράλληλα τη θέση του υπουργού Στρατιωτικών. Στις 13 Απριλίου πέθανε αιφνιδίως από ανακοπή καρδιάς ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Δεμερτζής. Την ίδια εποχή η κοινοβουλευτική δημοκρατία έδειχνε να εξαντλεί τα όρια της, ενώ η κοινωνική αναταραχή εντεινόταν, καθώς στους τρεις τελευταίους μήνες της πρωθυπουργίας Δεμερτζή, είχαν γίνει 200 απεργίες.                                                                               

Καθεστώς 4ης Αυγούστου
Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Δεμερτζή έγινε πρωθυπουργός στις 13 Απριλίου. Στις 25 του ίδιου μήνα εκφώνησε στο Κοινοβούλιο τις προγραμματικές του δηλώσεις και δύο μέρες αργότερα έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή με 241 ψήφους υπέρ, 16 κατά - Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος και ο Γεώργιος Παπανδρέου, ενώ υπήρξαν και 4 αποχές. Στις 30 Απριλίου του 1936 η Βουλή του παραχώρησε με ψήφισμα απόλυτη ελευθερία, καθώς διέκοψε τις εργασίες της ως τις 30 Σεπτεμβρίου του 1936 και παρείχε εξουσιοδότηση στην Εκτελεστική εξουσία να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα για όλα τα θέματα, κάτω από την επίβλεψη μιας 40μελούς επιτροπής, που δε λειτούργησε ποτέ. Στις 4 Αυγούστου του 1936, ο Μεταξάς εκμεταλλεύτηκε την ανήσυχη διεθνή κατάσταση, τον εσωτερικό κομμουνιστικό κίνδυνο και την πιθανότητα εσωτερικών ταραχών, με αφορμή τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης και την πανελλαδική απεργία που είχε προκηρυχτεί για την 5η Αυγούστου και με τη συγκατάθεση του Βασιλιά Γεωργίου Β', διέλυσε τη Βουλή χωρίς να προκηρύξει εκλογές, ανέστειλε πολλά άρθρα του Συντάγματος και κατάργησε τον Κοινοβουλευτισμό.
Αυθημερόν, παρέδωσε προς υπογραφή στον βασιλιά δύο διατάγματα με σκοπό την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου και της πολιτικής κρίσεως. Με το ένα ανέστελλε σημαντικά άρθρα του Συντάγματος περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ακόμα, με το δεύτερο διέλυσε την Γ΄ Αναθεωρητική Βουλή, χωρίς την προκήρυξη νέων εκλογών. Την ίδια ημέρα απηύθυνε διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό. Στις 13 Αυγούστου 1936 υπογράφηκαν μεταξύ των εργοδοτών και των εργατικών οργανώσεων της Ελλάδος οι δύο πρώτες -στην ιστορία της Ελλάδος- συλλογικές συμβάσεις εργασίας «περί καθορισμού κατωτάτου ορίου μισθού ιδιωτικών υπαλλήλων και ημερομισθίου εργατών βιομηχανίας».
Στις 30 Ιουνίου 1938 αποκαλύφθηκε η δράση ομάδας υπαξιωματικών που σχεδίαζαν την ανατροπή του Μεταξά, ενώ στις 17 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, εκδηλώθηκε κίνημα στην Κρήτη από μια μερίδα κατοίκων και ορισμένους πολιτικούς αρχηγούς. Δώδεκα ημέρες αργότερα, το κίνημα κατέρρευσε και συνελήφθησαν οι αρχηγοί του. Τον ίδιο χρόνο με αφορμή το θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ, γνωστού ως Κεμάλ Ατατούρκ, μετονόμασε προς τιμήν του Τούρκου δικτάτορα την Οδό Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη σε Οδό Κεμάλ Ατατούρκ και αγόρασε από τον ιδιώτη που το κατείχε το σπίτι όπου υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο Κεμάλ, το οποίο χάρισε στο τουρκικό κράτος. Σε όλη τη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου διοργανώνονταν επισκέψεις σε εργοστάσια και βιοτεχνίες, ομιλίες και εγκαίνια, παρελάσεις στις διάφορες επετείους και στην Πρωτομαγιά, όπως και η μαζική συμμετοχή των εργατών σ' αυτές.

Άρνηση πληρωμής επαχθούς χρέους
Το 1936, ο Μεταξάς αρνήθηκε να πληρώσει το χρέος της Ελλάδας στη βελγική τράπεζα «Societe Commerciale de Belgique» και αντιμετώπισε το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης. Απολογούμενη η Ελλάδα είχε επισημάνει ότι, «Η Κυβέρνηση της Ελλάδος είναι ανήσυχη για τα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνικού λαού, τη διοίκηση, την οικονομική ζωή, την κατάσταση της υγείας και την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της χώρας. Γι’ αυτό, δεν θα μπορούσε να προβεί σε άλλη επιλογή….». Αργότερα αναφερόμενη γενικά σε όλα τα Κράτη είχε δηλώσει συμπληρωματικά: «….Όταν μια Κυβέρνηση καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην πληρωμή του χρέους και στην εξασφάλιση για το Λαό κατάλληλης διοικήσεως, εγγυημένων συνθηκών για ηθική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, πρέπει να επιλέξει το δεύτερο. Το Καθήκον του Κράτους να εξασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των βασικών δημοσίων υπηρεσιών, υπερτερεί έναντι της πληρωμής των χρεών. Από κανένα Κράτος δεν μπορεί να απαιτηθεί η εκπλήρωση, μερική ή ολική των χρηματικών του υποχρεώσεων θέτοντας σε κίνδυνο τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών του με συνέπεια την αποδιοργάνωση της χώρας....». Με αυτά τα τόσο σωστά επιχειρήματα το Διεθνές Δικαστήριο δικαίωσε την Ελλάδα, δημιουργώντας ένα ευνοϊκό προηγούμενο, πάνω στο οποίο βασίσθηκε και το 2003 ανάλογη ευνοϊκή απόφαση για την Αργεντινή.

Νεοελληνική Γραμματική της Δημοτικής
Ο Μεταξάς θεωρούσε «ατύχημα» το ότι «η άρχουσα τάξις (...) ηθέλησε να συγχέη τον δημοτικισμόν, που είναι κίνημα καθαρώς εθνικόν, με τον κομμουνισμόν. Αυτή η σύγχυσις δεν επιτρέπεται πλέον, διότι δεν ωφελεί παρά μόνον τους κομμουνιστάς...». Έτσι για τη γραμματική και την ορθογραφία της δημοτικής, ο Μεταξάς ανέθεσε το Δεκέμβριο του 1938 σε επιτροπή, με πρόεδρο το Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τη σύνταξη γραμματικής της δημοτικής γλώσσας. Μέλη της επιτροπής ορίστηκαν οι: Κλέανδρος Λάκωνας, ο Θρασύβουλος Σταύρου, γυμνασιάρχης, ο Αχιλλέας Τζάρτζανος, γνωστός από το συντακτικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και ο Βασίλης Φάβης, συντάκτης του Λεξικού της Ακαδημίας και αργότερα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Γραμματέας της επιτροπής ορίστηκε ο Νικόλαος Ανδριώτης, συνεργάτης τότε της Ακαδημίας Αθηνών, καθηγητής αργότερα στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Το τυπικό της νέας γραμματικής, που είχε τη σύμφωνη γνώμη του Ιωάννη Μεταξά, βασίστηκε στο τυπικό του 1918 και την πρώτη καθιέρωση της σχολικής δημοτικής. Η διασάφηση που δόθηκε από το υπουργείο Παιδείας εκ μέρους του Μεταξά ήταν ότι «...βάσις της σχολικής γραμματικής θα ληφθή η γλώσσα η υπάρχουσα εις τα πρότυπα των δημοτικών τραγουδιών και των μεγάλων ποιητών της νέας Ελλάδος, ως ερρυθμίσθη γραμματικώς και ορθογραφικώς κατά την πρώτην αυτής σχολικήν καθιέρωσιν...». Τελικά, η «Νεοελληνική Γραμματική της Δημοτικής», δημοσιεύτηκε από τον «Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων» [Ο.Ε.Σ.Β.] το 1941, μετά το θάνατο του Μεταξά.

Τορπιλισμός του «Έλλη»
Η βύθιση του πλοίου «Έλλη» στις 15 Αυγούστου 1940, από τορπιλική επίθεση, ενώ συμμετείχε σημαιοστολισμένη στις εορταστικές εκδηλώσεις της Παναγίας στη Τήνο, αποτέλεσε την κορύφωση των Ιταλικών προκλήσεων σε βάρος της Ελλάδος. Η έρευνα του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η ενέργεια είχε πραγματοποιηθεί από Ιταλικό Υποβρύχιο, συμπέρασμα που επιβεβαιώθηκε από απόστρατο Ιταλό Ναύαρχο, ο οποίος παραδέχθηκε δημόσια ότι ο τορπιλισμός της ήταν δικό του έργο, όταν ήταν Κυβερνήτης στο Ιταλικό υποβρύχιο «ΔΕΛΦΙΝΟ». Η Ελληνική Κυβέρνηση αναγκάσθηκε να ανακοινώσει ότι η «Έλλη» «...εβλήθη δια τορπιλών αγνώστου εθνικότητος Υποβρυχίου».
Μια μέρα μετά τον τορπιλισμό, ο Ιωάννης Μεταξάς συγκάλεσε το Υπουργικό Συμβούλιο όπου ξεκαθάρισε τη θέση του ανακοινώνοντας ότι, «… Ενώπιον αυτής της καταστάσεως, η πολιτική της Ελλάδος είναι καθαρά. Εκατό τοις εκατό, χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς παζαρέματα, είμεθα παρά το πλευρό της Αγγλίας. Αυτήν την δήλωσιν, δεν σας την κάμνω δια να προκαλέσω συζήτησιν. Είναι πολιτική αποφασισθείσα, που την εγκρίνει χωρίς καμιά αμφιβολία ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός, ο Στρατός μας και ο Βασιλεύς. Εάν υπάρχει αντίθετος, ο οποίος θέλει ν’ ακολουθήσει η Χώρα ιταλόφιλον πολιτικήν, ας εκδηλωθεί. Εάν υπάρχει μεταξύ υμών κανείς ο οποίος να μην εγκρίνει ή να έχει επιφυλάξεις ας αποχωρήση … Η πολιτική των υποχωρήσεων δεν φέρει πουθενά. Έχομεν το παράδειγμα της Ρουμανίας και του Πεταίν. Έστω και αν νικήσει ο Άξων, που το θεωρώ για πολλούς λόγους αδύνατον, οι Γερμανοί θα μας σεβασθούν πολύ περισσότερον και ως τιμίους εχθρούς και ως Έθνος που απέδειξεν πως έχει δικαιώματα να ζη ελέυθερον, παρά ως συμμάχους της τελευταίας στιγμής με προβαδίζοντας τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους, με τας γνωστάς εδαφικάς αξιώσεις εναντίον μας … Εάν νικήσει η Μεγάλη Βρετανία, όπως πιστεύω, το μέλλον μας εις την Ανατολικήν Μεσόγειον είναι βεβαίως περίλαμπρον. Και τα πλέον τολμηρά μας όνειρα ασφαλώς θα πραγματοποιηθούν. Είναι μια καμπή της ιστορίας μας, η οποία παρουσιάζεται ίσως κάθε πεντακόσια έτη … Θα θέσωμεν την δόξαν πρώτην και ύστερα τη νίκην. Και θα δείξουμε εις τον κόσμον, ότι αι εσωτερικαί αξίαι του Ελληνισμού, δεν έχουν μειωθεί. Αι θυσίαι βεβαίως θα είναι μεγάλαι, μέγισται. Αλλά όπως εγώ είμαι έτοιμος να θυσιάσω τα πάντα, το σπίτι μου, τα παιδιά μου, τη ζωή μου, έτσι είμαι βέβαιος θα σκεφθή ο καθένας μας, ο κάθε Έλλην. Δεν επιτρέπεται να μαυρίσουμε, να κηλιδώσουμε μίαν ιστορίαν θαυμασία δυόμιση χιλιάδων ετών….». Για την Ελλάδα, εκείνη ήταν η πρώτη ημέρα του πολέμου. Για τις επόμενες ημέρες από τον τορπιλισμό επικράτησε η «ηρεμία πριν από την καταιγίδα». Μ' ένα πρωτοποριακό σύστημα «σιωπηρής επιστρατεύσεως» με ατομικές προσκλήσεις, ο Μεταξάς πρόλαβε να ετοιμάσει τον στρατό για τον επερχόμενο πόλεμο.

Το «ΟΧΙ» του 1940
Λίγο πριν τις τρεις το πρωί της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου 1940, ένα αυτοκίνητο της Ιταλικής Πρεσβείας, με τον αριθμό Δ.Σ. 75, έφτασε έξω από την κατοικία του πρωθυπουργού, «μια μικροαστική εξοχική βιλίτσα» στην Κηφισιά. Το αυτοκίνητο ανήκε στον στρατιωτικό ακόλουθο της Ιταλικής Πρεσβείας, Μοντίνι, και επελέγη αντί του αυτοκινήτου του πρεσβευτή, για να μην προκαλέσει υποψίες. Επιβάτες του ήταν ο Ιταλός πρεσβευτής Εμμανουέλλε Γκράτσι και ο Αλβανός διερμηνέας του, Ντε Σάντο [De Santo]. Ο αρχιφύλακας Τραυλός, που εξέλαβε λάθος το πράσινο χρώμα στο σημαιάκι για μπλε, χτυπά το κουδούνι της πρωθυπουργικής οικίας και ξυπνά τον Μεταξά, τον οποίο ενημερώνει ότι τον ζητά ο πρεσβευτής της Γαλλίας. Ο Μεταξάς, έκπληκτος και φορώντας «μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό», κατεβαίνει από την πίσω σκάλα και ανοίγει την πόρτα. Βλέποντας τον Γκράτσι, ψύχραιμος τον οδήγησε στο μικρό «σαλονάκι» του πρώτου ορόφου της διώροφης κατοικίας του.
Ο Ιταλός πρέσβης παρέδωσε στον Έλληνα πρωθυπουργό έναν μεγάλο φάκελο που περιείχε το τελεσίγραφο της Ιταλικής κυβερνήσεως που κατηγορούσε την Ελλάδα ότι παραχώρησε διευκολύνσεις στον βρετανικό στόλο και καταπίεζε τους Αλβανούς της Τσαμουριάς. Το τελεσίγραφο εξέπνεε στις 6 το πρωί της ίδια ημέρας και μ' αυτό η Ιταλική κυβέρνηση ζητούσε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο. Η «τελεσιγραφική διακοίνωσις» ήταν χειρόγραφα γραμμένη και διατυπωμένη στη γαλλική γλώσσα και απαιτούσε από την Ελλάδα να αναγνωρίσει στην Ιταλία «το δικαίωμα να καταλάβει διά των ενόπλων αυτής δυνάμεων ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους», προκειμένου να διευκολυνθεί ο Ιταλικός Στρατός για την μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Ο Μεταξάς αρνήθηκε την ελεύθερη είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, με τη φράση «Alors c' est la guerre» [«Πολύ καλά, λοιπόν. Έχομεν πόλεμον»], που σήμανε την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο και την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο. Το τελεσίγραφο είχε προετοιμαστεί από τον Τσιάνο και είχε εγκριθεί από τον Μπενίτο Μουσολίνι, χωρίς να το γνωρίζουν οι αρχηγοί των επιτελείων, Μπαντόλιο, Καβανιάρι και Πρίκολο [Francesco Pricolo], αλλά ούτε και ο Αδόλφος Χίτλερ.

Όσα επακολούθησαν
Στο διάγγελμα του από το ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών ο Μεταξάς είπε, «Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία, μη αναγνωρίζουσα, εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και μου ανεκοίνωσε, ότι προς κατάληψιν αυτών, η κίνησης των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα είς τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ'εαυτό και τον τρόπον με τον οποίο γίνεται τούτο ως κύρηξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλο το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας και τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο Αγών». Στις 30 Οκτωβρίου 1940, όπως περιγράφει στο Ημερολόγιο του, ο Μεταξάς ανέλυσε εκτενώς την απόφαση του στους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου στο Γενικό Στρατηγείο. Στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», τους δήλωσε με βεβαιότητα στους Έλληνες δημοσιογράφους: «Οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορούν να νικήσουν» και στις 18 Ιανουαρίου 1941 έστειλε την παρακάτω διακοίνωση προς τη Βρετανική Κυβέρνηση, «Είμεθα αποφασισμένοι να αντιμετωπίσωμεν καθ’ οιονδήποτε τρόπον και με οιασδήποτε θυσίας ενδεχομένην γερμανικήν επίθεσιν, αλλ’ ουδόλως επιθυμούμεν να την προκαλέσωμεν….».

Όπως διηγείται ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς, ο Μεταξάς δήλωνε στους στενούς του συνεργάτες ότι οι Ιταλοί κήρυξαν πόλεμο. «...Κυρ Κώστα έχουμε πόλεμο… οι Ιταλοί μάς τον κήρυξαν.». Το πραγματικό κλίμα εκείνου του μεταμεσονύχτιου αποτυπώνει ο Αμβρόσιος Τζίφος, υπουργός Ναυτιλίας του Μεταξά, ο οποίος μετείχε στην πρώτη κυβερνητική σύσκεψη το ξημέρωμα εκείνης της ιστορικής νύχτας. «...Εξάλλου η προθεσμία του τελεσιγράφου ήτο τρίωρος, ήτοι ώς τας 6 το πρωί, ώστε δεν εδίδετο καν καιρός διά οιανδήποτε ενέργειαν, έστω και αν υπήρχε η παραμικρά διάθεσις.».
Η «Έκθεσις επί της δράσεως του Βασιλικού Ναυτικού κατά τον πόλεμον 1940-1944» συντάχθηκε το 1953 και στηρίχθηκε σε επίσημα στοιχεία της Ιστορικής Υπηρεσίας του Ναυτικού. Συντάκτης της ήταν ο ανακληθείς ως Αντιναύαρχος στην ενέργεια το 1951 επί Πρωθυπουργίας Σοφοκλή Βενιζέλου και μετέπειτα Ακαδημαϊκός Δημήτριος Γ. Φωκάς, ένας από τους τρεις επικεφαλής του Βενιζελικού Κινήματος της 11ης Σεπτεμβρίου 1922, μαζί με τους Συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά, ο οποίος αποστρατεύτηκε το 1935 για συμμετοχή στο αποτυχημένο κίνημα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η Έκθεση του βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών «ως την τε αλήθειαν ομολογούσα και την πάτριον Ιστορίαν προάγουσα». Στην Έκθεση, αναφέρει ότι το φθινόπωρο του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς σε συνεδρίαση του Ανωτάτου Ναυτικού Συμβουλίου στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού είπε, «...Προβλέπω πόλεμον μεταξύ του Αγγλικού και του Γερμανικού συγκροτήματος. Πόλεμον πολύ χειρότερον από τον προηγούμενον. Εις τον πόλεμον αυτόν θα κάνω ό,τι ημπορώ δια να μην εμπλακή η Ελλάς, αλλά τούτο δυστυχώς θα είναι αδύνατον. Είναι περιττόν να σας είπω ότι η θέσις μας εις την σύρραξιν αυτήν θα είναι παρά το πλευρόν της Αγγλίας..... Το τελευταίον αυτό, προπαντός, να μην εξέλθη της αιθούσης ταύτης...». Κύρια στοιχεία για την ανάλυση της προσωπικότητάς του και του χαρακτήρα του καθεστώτος του αποτελούν το «Ημερολόγιο» και το «Τετράδιο των Σκέψεων» που άφησε.
Η απάντηση του Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς αποτέλεσμα πιέσεως της κοινής γνώμης, όμως ήταν προσωπική ενέργεια και απόφαση, αλλά και αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβερνήσεως του, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη επίθεση εχθρικών δυνάμεων. Τον Νοέμβριο του 1940, ο Μεταξάς δέχθηκε Γερμανικές προτάσεις για παρέμβαση με στόχο την επίτευξη ειρήνης με την Ιταλία, τις οποίες απέρριψε συνεπής με τη στρατηγική της ευθυγραμμίσεως με τη Μεγάλη Βρετανία.

Επιρροή της 4ης Αυγούστου
Συνεργάτες του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και του Ιωάννη Μεταξά ήταν ο Άριστος Καμπάνης, ο Θεολόγος Νικολούδης, προϊστάμενος του Γεωργίου Σεφέρη, η μεταγενέστερα στρατευμένη στην αριστερά Ρίτα Μπούμη-Παππά, σύζυγος του Ανδρέα Παππά, τακτικού αρθρογράφου στο περιοδικό «Το Νέον Κράτος». Στο ποίηµά της «28η Οκτωβρίου 1940» η Μπούµη-Παππά έγραφε, «“Oχι!” φωνάζει ο Αρχηγός σαν Αθηναίος αρχαίος/ και τ’ “Oχι” από το στόμα του ταρπάξανε δρομαίοι/ οι άνεμοι οι ελληνικοί παντού να το κηρύξουν/ και σε μια ώρα η Ελλάς σύμπασα φώναξε “ΟΧΙ”». Ανάλογο ήταν το κείμενο του Μάρκου Αυγέρη, μετέπειτα στελέχους των ΕΑΜ/ΚΚΕ, στο περιοδικό της ΕΟΝ «Νεολαία» µε τίτλο «Εσωτερικός διάλογος». «Να ο λαός σου». Πολλοί διανοούμενοι δήλωσαν παρόντες στην «Πνευµατική Επιστράτευση». Στο «Ανώτατον Γνωμοδοτικόν Συμβούλιον της συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Κωστής Μπαστιάς, Αχιλλέας Κύρου, Νίκος Κιτσίκης, πρόεδρος του ΤΕΕ επί Βενιζέλου, πρύτανης του ΕΜΠ επί Μεταξά και μεταπολεμικά βουλευτής της Ε∆Α. Στα «Μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής επί κεφαλής τοµέων» ο Γεώργιος Σεφέρης, ο κορπορατιστής βενιζελικός Λέων Μακκάς, ο θεολόγος Νικόλαος Λούβαρις, ο Παντελής Πρεβελάκης και η Σοφία Γεδεών. Στις υπό την εποπτεία τους περιοδείες/ομιλίες συμμετείχαν µέλη της συντηρητικής διανοήσεως, όπως οι Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Στίλπων Κυριακίδης, Θρασύβουλος Βλησίδης, Νικόλαος Λούρος, Νικόλαος Εξαρχόπουλος, Αλέξανδρος Τσιριντάνης της «Χριστιανικής Ένωσης Επιστημόνων», Ιωάννης Κακριδής, Κωνσταντίνος Δημαράς µε ομιλία για «Το νόηµα της Ελευθερίας», Άγγελος Σικελιανός για «Το βαθύτερο νόημα της Πνευματικής Επιστρατεύσεως» και ο Φαίδων Κουκουλές σχετικά µε το «Διατί ενικήσαµεν και διατί θα νικήσωµεν».

Ο Μεταξάς για την 4η Αυγούστου
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Μεταξά, «....Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, Κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν έχει βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε όλος ο λαός, εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς. Επομένως, αν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αγωνιζότανε πραγματικά για την ιδεολογία που υψώνανε για σημαία, έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμη. Ακόμα και να ανεχότανε αν τα άμεσα συμφέροντα ή και η ανάγκη από τη γεωγραφική της θέση έφερνε την Ελλάδα κοντά στην Αγγλία. Λοιπόν, το εναντίον, η Ελλάδα έμεινε μακριά από την Αγγλία –εκτός από την απαραίτητη και αλλιώς αναγκαία φιλική σχέση. Η Ελλάδα καμιά βοήθεια ούτε έδωσε ούτε υπεσχέθη εις την Αγγλία. Επομένως η Ιταλία, που ωστόσο ανεγνώριζε την συγγένεια του ελληνικού καθεστώτος προς το δικό της, έπρεπε να είναι φιλικώτατη προς την Ελλάδα, ειλικρινά και πιστά φιλικώτατη. Και όμως ήτανε εχθρική. Από εξ αρχής εχθρική. Και στο τέλος επεζήτησε να την κατακτήση και την υποδουλώση. Για τον Χίτλερ το πράγμα δεν είναι και τόσο φανερό. Βέβαια δεν περίμενε κανείς να μεταχειριζότανε βία απάνω στην Ιταλία για να την σταματήση. Αλλά περίμενα, εγώ τουλάχιστον, ότι δεν θα είχε ευθύς εξ αρχής ξεπουλήσει την Ελλάδα στην Ιταλία σαν να ήτανε άψυχο αντικείμενο και χωρίς αξία μάλιστα. Επομένως και αυτός πηγαίνει, σχετικά με την Ελλάδα, στην κατηγορία του Μουσολίνι. Λοιπόν και ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ απέναντι της Ελλάδος δεν ωδηγηθήκανε από κανένα από τα ιδεολογικά ελατήρια που υψώνανε ως σημαία του αγώνα των. Το εναντίον, κτυπώντας την Ελλάδα, κτυπούσανε τη σημαία αυτή....».

Ioannis Metaxas 3

Ο θάνατος του
Στις 28 Ιανουαρίου 1941, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ προέδρευσε στο υπουργικό Συμβούλιο, ανακοινώνοντας την κατάσταση της υγείας του Μεταξά και ζήτησε από τους Υπουργούς να «παραμείνουν εις τας θέσεις των υπηρετούντες την πατρίδα». Ο Μεταξάς πέθανε στις 6:20' το πρωί της 29ης Ιανουαρίου 1941, την 94η ημέρα του πολέμου με την Ιταλία. Σύμφωνα με το ιατρικό ανακοινωθέν, που υπέγραφαν 12 Έλληνες γιατροί, ο Μεταξάς δέκα ημέρες νωρίτερα είχε παρουσιάσει φλεγμονή στον φάρυγγα. Όπως περιέγραφε το ιατρικό ανακοινωθέν, «...Παρά την έγκαιρον διάνοιξίν του, ως και την μετεγχειρητικήν κατάλληλον θεραπείαν, παρουσίασεν εν συνεχεία τοξιναιμικά φαινόμενα και επιπλοκάς, ως γαστρορραγίαν και ουρίαν και απέθανεν». Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών, με τιμητική φρουρά τα μέλη της Εθνική Οργάνωση Νεολαίας.

Νεκρώσιμη ακολουθία
Την ημέρα της κηδείας του Μεταξά είχαν γεμίσει ασφυκτικά όλοι οι δρόμοι της Αθήνας. Δύναμη Αστυφυλάκων προηγείτο της νεκρικής πομπής με αργό βήμα. Ακολουθούσαν στρατιωτικές μπάντες και σαλπιγκτές με τυμπανιστές της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας. Μετά βάδιζαν αποσπάσματα Χωροφυλακής, Αστυνομίας και Πυροσβεστών, ένα άγημα Βασιλικού Ναυτικού, Τμήματα Νεολαίας, συμμαχικά αγήματα και ακολουθούσαν τα στεφάνια από Αρχηγούς Κρατών. ένας Αξιωματικός κρατούσε σε σκούρο μαξιλάρι τα παράσημα του και κατόπιν ανάμεσα σε διπλό στίχο πρωτοετών Ευελπίδων που έφεραν τα όπλα υπό μάλης, κινείτο ένα πυροβόλο πάνω στον κιλλίβαντα του οποίου υπήρχε το δρύινο φέρετρο του Μεταξά. Στις 18.10 και αφού εψάλλει η τελευταία δέηση, ετάφη με ομοβροντίες πυροβόλων και εμβατήρια. Την ίδια ώρα πραγματοποιήθηκαν επιμνημόσυνες δεήσεις σε όλους τους ναούς της Ελλάδος. Σε εκτέλεση επιθυμίας του ετάφη μαζί του και το σπαθί που έφερε στις εκστρατείες.

Εκδοχές θανάτου
Από τις πρώτες ημέρες μετά το θάνατό του έντονη είναι η φημολογία ότι ο Μεταξάς υπήρξε θύμα πρακτόρων ξένων δυνάμεων, καθώς στη διάρκεια της ασθένειας του, τον εξέτασαν και Βρετανοί γιατροί, ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι του έκαναν και ενέσεις. Ο Άγγλος ιστορικός Άντονι Μπίβορ αναφέρει «καρκίνο του λάρυγγος» στο βιβλίο του «Η Μάχη της Κρήτης». Ο γαμπρός του Μεταξά είπε στον Λερντ Άρτσερ ότι «πέθανε από συνδυασμό διαβήτη, εντερικών (μόλυνση νεφρών) και γρίπης, που οδήγησαν σε καρδιακή προσβολή», ενώ ο Στάνλεϋ Κάσον, αξιωματικός Πληροφοριών, με κώδικα 27, της Στρατιωτικής Αποστολής στην Αθήνα από τον Νοέμβριο του 1940, σημείωσε στην αναφορά του στην Μ16 ότι ο Μεταξάς πέθανε, «Έπειτα από εγχείριση αμυγδαλών..». «Αν είχαμε βάλει τον Μεταξά σε ένα νοσοκομείο στην τρίτη θέση, θα είχε ζήσει», είπε αργότερα ο Κώστας Μανιαδάκης, Υπουργός Ασφαλείας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Με τη διαθήκη του, την οποία συνέταξε στις 6 Ιουνίου 1940 στο σπίτι του στην Κηφισιά κι έγινε γνωστή το Φεβρουάριο του 1941, άφησε το σύνολο της περιουσίας του στη σύζυγο του Λέλα, μετά το θάνατο της οποίας θα περιέρχονταν στις δύο κόρες του.