DIASKEDASI.INFO

Η διασκέδαση On Line

Κωνσταντίνος Παρθένης, Έλληνας ζωγράφος και μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής

Konstantinos Parthenis 1

Κωνσταντίνος Παρθένης

Ο Κωνσταντίνος Παρθένης, Έλληνας ζωγράφος και μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής.

Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1878 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και πέθανε το ξημέρωμα της 25ης Ιουλίου 1967 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» στην Αθήνα. Η κηδεία του έγινε στις 26 Ιουλίου και τάφηκε στο Α' νεκροταφείο Αθηνών.

Στις 30 Απριλίου 1909 ημέρα Πέμπτη, παντρεύτηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς, με την Ιουλία, κόρη του πολιτικού Νικολάου Βαλσαμάκη ο οποίος το 1880 διατέλεσε υπουργός της Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, η οποία σπούδασε στη Μουσική Ακαδημία της Νεάπολης στην Ιταλία, και απέκτησαν δύο παιδιά, το Νικόλαο-Γεράσιμο και τη Σοφία.

Konstantinos Parthenis 2Γονείς του ήταν ο Νικόλαος Παρθένης, μακεδονικής καταγωγής με Αγγλική υπηκοότητα που εργαζόταν στο Αγγλικό Προξενείο της Αλεξάνδρειας, ή σύμφωνα με άλλη πηγή από τα Άγραφα που είχε ζήσει στην Ερμούπολη της Σύρου κι είχε ανοίξει κατάστημα στην Αλεξάνδρεια, ενώ η μητέρα του ήταν Ιταλίδα, η Ελισάβετ Geresuoli, γεννημένη στο Arpino, περιοχή κοντά στη Ρώμη, όπου ο Παρθένης έζησε μερικά από τα χρόνια της παιδικής του ηλικίας.

Ο Κώστας Παρθένης που έχασε τους γονείς του πριν το 1894 όταν ο ίδιος ήταν σε νεαρή ηλικία, είχε ένα μεγαλύτερο αδελφό τον Αριστείδη, που γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1873 κι εργάστηκε ως δημοσιογράφος, συγγραφέας και κριτικός της λογοτεχνίας στο Παρίσι, όπου ήταν γνωστός με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ary–René D’ Yvermont.

Σπουδές
Ο Παρθένης τελείωσε το 1895 τη Γαλλόφωνη σχολή Saint Francois–Xavier των Ιησουϊτών στην Αλεξάνδρεια. Σε νεαρή ηλικία παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον ιταλικής καταγωγής ζωγράφο Annibale Scognamiglio που είχε εγκατασταθεί στην Αίγυπτο, ενώ το 1896 γνωρίστηκε με τον Καρλ Ντίφενμπαχ, (Karl Wilhelm Diefenbach), Γερμανό συμβολιστή ζωγράφο με ιδιόμορφες θεοσοφιστικές, ιδεαλιστικές θεωρίες και αναχωρητικές τάσεις, ο οποίος ένα χρόνο νωρίτερα είχε εγκατασταθεί στο Κάιρο με την οικογένειά του, και έγινε μαθητής του για τα επόμενα δύο χρόνια.

Μιλούσε και έγραφε ελληνικά, ιταλικά, γερμανικά, γαλλικά και αγγλικά. Σπούδασε από το 1895 ή το 1896 έως το 1903 ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, όπου διέμενε στην οδό Kirchenstrasse στον αριθμό 19, κι εργάστηκε ως βοηθός του Ούγγρου ζωγράφου Berthold Dominik Lippay, ενώ, παράλληλα, παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Ωδείο της πόλης.

Στη Βιέννη συμμετείχε ενεργά στο κίνημα της Sezession, τη βιεννέζικη εκδοχή της Art Nouveau και στο «Boehms Künstlerhaus», πραγματοποίησε το 1899 την πρώτη έκθεση έργων του, ενώ στην Ελλάδα, συμμετείχε το 1900 με έργα του στην «Έκθεση των Φιλότεχνων» και στις εκθέσεις του ομίλου «Παρνασσός» το 1902 και το 1903 στη «Διεθνή Έκθεση» Αθηνών.

Εγκατάσταση στην Ελλάδα
Το καλοκαίρι του 1903 επέστρεψε κι εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου ασχολήθηκε με την αγιογραφία. Το 1904, ταξίδεψε κι έζησε για τέσσερις μήνες στη Μακεδονία, που ήταν ακόμη υπό Τουρκική κατοχή, αγιογράφησε εικόνες για το ναό του Αγίου Γεωργίου της Καβάλας, αλλά και για ναούς της Δράμας και ταξίδεψε ως την Κωνσταντινούπολη. Επιστρέφοντας στην Αθήνα συνδέθηκε με τους Κίμωνα Μιχαηλίδη και τον κύκλο των διανοουμένων του περιοδικού «Παναθήναια», όπως οι Aλ. Φιλαδελφέας, Φρ. Aριστέας, Περικλής Γιαννόπουλος, Παύλος Νιρβάνας, Λάμπρος Πορφύρας, Κωνσταντίνος Χρηστομάνος και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ενώ μια έκθεση έργων στα γραφεία του ομίλου «Παρνασσός», έγινε η αφορμή να γνωριστεί με τον Δημήτριο Πικιώνη, ο οποίος του ζήτησε να τον συμπεριλάβει στους μαθητές του.

Έζησε κατά διαστήματα έως το 1907 στον Πόρο, όπου στο σπίτι του Αλ. Φιλαδελφέως γνωρίστηκε με τη μετέπειτα σύζυγο του Ιουλία Βαλσαμάκη και φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου.

Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου επέστρεψε στο Κάιρο, όπου το 1908 φιλοτέχνησε τις αγιογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου. Τον Οκτώβριο του 1909 μετακόμισε κι εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έζησε έως το 1911 και μυήθηκε στον μεταϊμπρεσιονισμό για να διαμορφώσει τελικά το δικό του προσωπικό ύφος. Στη Γαλλική πρωτεύουσα, μέσω του αδελφού του, συνδέθηκε φιλικά με τους συμβολιστές, με τον κριτικό της τέχνης Charles Morice και τον ποιητή Gustave Kahn, με την προτροπή των οποίων συμμετείχε σε εκθέσεις ζωγραφικής σημειώνοντας σημαντικές διακρίσεις.

Το 1910, κέρδισε βραβείο για τον πίνακα «Η πλαγιά» στο Salon d’ Automne, ενώ το 1911 φέρεται να τιμήθηκε με το Α' βραβείο στην Έκθεση Θρησκευτικής Τέχνης, για τον πίνακα «Ο Ευαγγελισμός» και τον ίδιο χρόνο ζωγράφισε στην Καλαμάτα, το γνωστό έργο του «Λιμάνι της Καλαμάτας». Την ίδια περίοδο εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, όπου ήταν παντρεμένη η αδελφή της συζύγου του κι αγόρασε παραθαλάσσιο κτήμα και σπίτι στη θέση «Σωτηριώτισσα» στην περιοχή Κοντοκάλι.

Στις 12 Νοεμβρίου 1911 γεννήθηκε ο γιος του Νικόλαος-Γεράσιμος και στις 9 Μαΐου 1914, γεννήθηκε η κόρη του Σοφία.
Στην Κέρκυρα πολιτογραφήθηκε Έλληνας υπήκοος και το 1917 έγινε δημότης Κέρκυρας.

Konstantinos Parthenis erga 2

Μετοίκηση στην Αθήνα
Στα τέλη του ίδιου χρόνου μετοίκησε στην Αθήνα κι εγκαταστάθηκε σε σπίτι στην οδό Αριστοτέλους 21. Με την επιμονή του Λυκούργου Κογεβίνα, ζωγράφου και χαράκτη, συμμετείχε το 1917, μαζί με τον Νικόλαο Λύτρα, τον Κωνσταντίνο Μαλέα και το Θεόφραστο Τριανταφυλλίδη, στην «Ομάδα Τέχνη», που είχε ως στόχο την ανατροπή του συντηρητικού ακαδημαϊσμού. O Kογεβίνας τον έφερε σε επαφή με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, τότε υπουργό Συγκοινωνιών, κι έτσι άρχισε η φιλική σχέση τους και παράλληλα η ένταξη του Παρθένη στο κόμμα των Φιλελεύθερων, οι οποίοι φρόντισαν για το διορισμό του σε μια σειρά από κρατικές επιτροπές, ενώ σχεδίασε το σήμα της Δημοκρατίας με τα έργο του «Η νίκη της δημοκρατίας» ή «Η Κεφαλή της Αθηνάς», που υπήρξε για μεγάλο διάστημα το έμβλημα του κόμματος του Αλέξανδρου Παπαναστασίου.

Το 1919, του ανατέθηκε από τον Αστικό Σύνδεσμο Παλαιού Φαλήρου, η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο, όπου δημιούργησε επτά φορητές εικόνες, τις αγιογραφίες του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Δημήτριου, του Αγίου Παντελεήμονος, της Αγίας Καλλιόπης, της Αγίας Φιλοθέης, της Αγίας Βαρβάρας και τη σύνθεση «Παναγία η Μυρτιδιώτισσα» μαζί με τα δύο έργα που αποτελούν την παράσταση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, δηλαδή ο Άγγελος Ευαγγελιστής και η Παναγία του Ευαγγελισμού. Όλα τα έργα του στο Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου  με απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων χαρακτηρίστηκαν τον Απρίλιο του 2013 ως μνημεία, ενώ τον Οκτώβριο του 2010 ανακαλύφθηκαν δεκατρία ακόμη έργα του ζωγράφου στον ίδιο ναό.

Στις 15 Ιανουαρίου 1920 εγκαινιάστηκε, στο Ζάππειο Μέγαρο, μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του παρουσία πολλών σημαντικών φιλελεύθερων πολιτικών της εποχής και το Μάρτιο του ίδιου χρόνου μετά από εισήγηση του Ζαχαρία Παπαντωνίου, τιμήθηκε μαζί με τον Ιωάννη Γρυπάρη, «...κλειστοίς όμμασι παμψηφεί..», για το έργο του «Eυαγγελισμός», με το Aριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών, το οποίο του απένειμε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το Φθινόπωρο του 1923 υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση του καθηγητή στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, όμως στην ψηφοφορία της 15ης Οκτωβρίου εκλέχθηκε, με απόλυτη ομοφωνία, ο Νικόλαος Λύτρας και το 1925 αγόρασε το οικόπεδο στην οδό Ροβέρτου Γκάλι 40, κάτω από την Ακρόπολη, όπου έκτισε, με σχέδια δικά του και του Δημήτρη Πικιώνη, το σπίτι στο οποίο εγκαταστάθηκε ως το τέλος της ζωής του. Δίδαξε ζωγραφική στα Αρσάκεια Εκπαιδευτήρια και στην Eπαγγελματική Σχολή του Aμαλιείου Oρφανοτροφείου, την οποία ίδρυσε ο ίδιος.

Στις 11 Δεκεμβρίου 1929 με ειδικό νόμο που διατύπωσε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, διορίστηκε καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, από την τότε κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το 1930, από τον Αναστάσιο Ορλάνδο προτάθηκε η υποψηφιότητα του για μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, όμως παρά την δημόσια υποστήριξη του από σειρά σημαντικών προσωπικοτήτων της εποχής, μεταξύ τους οι Φώτης Κόντογλου, Σπύρος Παπαλουκάς, Δημήτριος Πικιώνης, Περικλής Βυζάντιος, η υποψηφιότητα του απορρίφθηκε και στη θέση του εκλέχθηκε ο Επαμεινώνδας Θωμόπουλος. Τα επόμενα χρόνια η σύγκρουση του με τους συναδέλφους του καθηγητές στη Σχολή κι ιδιαίτερα με τον Κωνσταντίνο Δημητριάδη, κορυφώθηκε και ο Δημητριάδης ζήτησε από το υπουργείο Παιδείας τη διακοπή της μισθοδοσίας του Παρθένη. Στις 4 Μαρτίου 1935 ο υπουργός Δημήτριος Χατζίσκος ζήτησε με επιστολή του τη διακοπή της μισθοδοσίας του και το ζήτημα αποκαταστάθηκε με επιστολή που έστειλε ο Δημήτριος Πικιώνης στον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και πολιτική παρέμβαση του τελευταίου. Ο αποκλεισμός των έργων του από τους καταλόγους των εκθέσεων καθώς και των σπουδαστών του εργαστηρίου, μεταξύ τους οι Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Εγγονόπουλος και ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, από τις εκθέσεις και τα βραβεία συνεχίστηκε με ένταση και τα επόμενα χρόνια.

Η σχέση του με την 4η Αυγούστου
Το 1938 με την επίβλεψη και την υποστήριξη του Kωστή Mπαστιά και του Παντελή Πρεβελάκη, ανώτατων στελεχών του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά και την υλική υποστήριξη της κυβερνήσεως του, διοργανώθηκε έκθεση έργων στην Mπιενάλε της Bενετίας, όπου ο Παρθένης συμμετείχε, μαζί με το γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο και το χαράκτη Άγγελο Θεοδωρόπουλο, με εξήντα έργα και πάρα πολλά σχέδια και η Ιταλική κυβέρνηση αγόρασε το έργο του «Eυαγγελισμός». Το 1938 σχεδίασε το πορτραίτο του τότε Βασιλιά Γεωργίου Β' καθώς και την προσωπογραφία του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος ήταν μακρινός εξάδελφος της γυναίκας του και δέχθηκε να φιλοτεχνήσει φασίζοντα σύμβολα και «Διπλούς πελέκεις», ενώ τον ίδιο χρόνο εκλέχθηκε πρώτος στις εκλογές των καλλιτεχνικών σωματείων, όμως δεν αποδέχθηκε την εκλογή του και παράλληλα πήρε μέρος όπως και το 1939 και 1940 στις Πανελλήνιες εκθέσεις ζωγραφικής. Ο Υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης Κωνσταντίνος Κοτζιάς και ο δήμαρχος Αμβρόσιος Πλυτάς, του ανέθεσαν το 1940 τη διακόσμηση μια αίθουσας του Δημαρχείου με έντεκα πίνακες αντί του ποσού των 800.000 δραχμών, με γενικό τίτλο «Εργασία». Στο εν λόγω έργο, η ιδέα της «Εργασίας» εκφράζεται με την εξιδανικευμένη φιγούρα ενός νεαρού ρωμαλέου άνδρα, με μια αξίνα επάνω στον ώμο του. Επάνω από τον άνδρα διακρίνεται η μορφή ενός αγγέλου, ο οποίος τοποθετεί ένα στέμμα στο κεφάλι του. Τα έργα φιλοτεχνήθηκαν, όμως δεν παραδόθηκαν λόγω της οικονομικής αδυναμίας του Δήμου και του πολέμου που ξέσπασε στο μεταξύ και τα επόμενα χρόνια -μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος- αποτέλεσαν αντικείμενο δικαστικής διαμάχης του Παρθένη με το Δήμο Αθηναίων.

Μεταπολεμικά
Το 1947 παραιτήθηκε από τη θέση του καθηγητή στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και καθώς δεν είχε συμπληρώσει τα απαραίτητα χρόνια, δεν κατάφερε να θεμελιώσει δικαίωμα συντάξεως και μόνο με την επιμονή και την παρέμβαση κάποιων από τους μαθητές του έγινε δυνατό να του χορηγηθεί σύνταξη ελάχιστου ποσού. Το Φθινόπωρο του 1948 εξέθεσε το έργο του «Αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου», που είχε ολοκληρώσει το 1933. Με εισήγηση του Μαρίνου Καλλιγά, διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης και του Κωνσταντίνου Τσάτσου, υπουργού Παιδείας, αποφασίστηκε να του απονεμηθεί το βραβείο της εκθέσεως που συνοδεύονταν από χρηματικό ποσό 5.000.000 εκατομμυρίων δραχμών, όμως αυτό δεν έγινε δυνατό, λόγω των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν. Η απόφαση προκάλεσε την αντίδραση του Παρθένη που κλείστηκε στο σπίτι του και αποφάσισε να μην εκθέτει και να μην πουλά τα έργα του.

Το 1951, ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς, τότε δήμαρχος Αθηναίων, με αγωγή σε βάρος του, ζήτησε την έκδοση δικαστικής αποφάσεως με την οποία να διατάσσεται ο Παρθένης να παραδώσει στο Δήμο τα έργα που είχε παραγγείλει το 1940. Μεσολάβησε ο θάνατος του Κοτζιά και η αντικατάσταση του το 1952 από τον Κωνσταντίνο Νικολόπουλο και στις 17 Σεπτεμβρίου 1954, δικαστικός επιμελητής επιχείρησε να εισέλθει στο σπίτι της οδού Ροβέρτου Γκάλι 40, στον πάνω όροφο του οποίου ήταν το εργαστήριο του ζωγράφου, για να εκτελέσει τη δικαστική απόφαση, καταγράφοντας και κατάσχοντας συντηρητικά, τα έργα του Παρθένη. Η απόπειρά του συνάντησε τη σθεναρή αντίδραση της οικογένειας Παρθένη που απέτρεψε την εκτέλεση της αποφάσεως, μάλιστα ο ζωγράφος καταδικάστηκε σε ποινή δύο μηνών φυλακίσεως, με αναστολή, για περιύβριση αρχής, ενώ παράλληλα αρνήθηκε την προσφορά περίπου 100.000.000 εκατομμυρίων δραχμών, που του πρόσφερε ο Δήμος για τα επίμαχα έργα.

Το 1957 αρχικά ο μαθητής του Ηλίας Φέρτης και στη συνέχεια οι ακαδημαϊκοί Μανώλης Καλομοίρης και Σωκράτης Κουγέας επιχείρησαν να τον πείσουν να υποβάλλει αίτηση εισόδου στην Ακαδημία. Συνάντησαν τη σθεναρή του αντίδραση και πήραν την απάντηση, «...Αν θέλουν ας με εκλέξουν..», έτσι το 1959 εκλέχθηκε ακαδημαϊκός ο Ουμβέρτος Αργυρός. Ένα χρόνο αργότερα ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ζήτησε την με κάθε κόστος απαλλοτρίωση του σπιτιού της Ροβέρτου Γκάλι, προκειμένου να γίνει ανάπλαση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη. Η προσπάθεια του υφυπουργού Οικισμού Εμμανουήλ Κεφαλογιάννη να απαλλοτριώσει αναγκαστικά το οικόπεδο, δημιούργησε κλίμα εντάσεως και ο ζωγράφος κατάφερε να τη ματαιώσει, απειλώντας ότι θα αυτοπυρποληθεί μαζί με τα έργα του.

Το τέλος του
Στις 29 Ιουνίου 1966, πέθανε η σύζυγός του Ιουλία Βαλσαμάκη, με την οποία την εποχή της σχέσεως τους αλληλογραφούσαν στα γαλλικά και συχνά στο σπίτι τους συνομιλούσαν στα ιταλικά σύμφωνα με μαρτυρία των παιδιών τους, που ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, τον συνόδευε σε κάθε δημόσια εμφάνισή του και μετέφερε στους άλλους, όσα ήθελε να πει ο Παρθένης, που βασανίζονταν από ένα είδος φυματιώσεως, η οποία είχε πλήξει τις φωνητικές του χορδές και εμπόδιζε τη φωνή του ν' ακούγεται. Οι σχέσεις των παιδιών του, του Νίκου και της Σοφίας είχαν ήδη διαταραχθεί και ο θάνατος της Ιουλίας βρήκε τον ίδιο σχεδόν παράλυτο και σε κατάσταση μεγάλης αδυναμίας. Στις αρχές του 1967 ο γιος του και η γυναίκα του Xρυσάνθη Nικ. Παρθένη υπέβαλλαν αίτηση δικαστικής συνδρομής, ζητώντας την κηδεμονία του πατέρα τους και στις 22 Φεβρουαρίου ο εισαγγελέας διενήργησε αυτοψία για να διαπιστώσει τις συνθήκες διαβιώσεως του Παρθένη, ενώ προσωρινός διαχειριστής της περιουσίας του ορίστηκε ο Μαρίνος Καλλιγάς.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μαρίας Καραβία, δημοσιογράφου τεχνοκριτικού και συνεργάτιδος του περιοδικού «Eικόνες», ήταν ξαπλωμένος σ' ένα στρώμα, στο πάτωμα, ύστερα από υπόδειξη των γιατρών, οι οποίοι ανησυχούσαν μην πέσει από το κρεβάτι και το σώμα του έμοιαζε με το κορμάκι μικρού παιδιού. Το σπίτι στο οποίο κατοικούσε ήταν πνιγμένο στη σκόνη και την υγρασία και ο Παρθένης που έπασχε από από κιρσούς που οφείλονταν στην ορθοστασία και στην πολλή δουλειά δεν μπορούσε να σηκωθεί από το πάτωμα. Στις 26 Mαρτίου έγινε έρευνα στο σπίτι από την αστυνομία, μετά από καταγγελία ότι οπλοφορούσε και τελικά στις 7 Απριλίου το δικαστήριο «..εδέχθη ότι δεν είναι εις θέσιν να επιμεληθή του εαυτού του και της περιουσίας του» και τον έθεσε «υπό δικαστικήν απαγόρευση».

Στις 18 Ιουλίου 1967 ο Παρθένης εισήχθη για νοσηλεία στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου πέθανε το ξημέρωμα της 25ης Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Επικήδειο στη νεκρώσιμη ακολουθία του εκφώνησε ο Μαρίνος Καλλιγάς, που μεταξύ άλλων είπε, «...O Παρθένης άνοιξε τα μάτια μας σε μια ακόμη – ως τότε άγνωστη μορφή του τόπου μας. Σφράγισε με την προσωπικότητά του μια κρίσιμη εποχή». Μετά τον θάνατό του τα παιδιά του δέχθηκαν την απαλλοτρίωση του πατρικού τους σπιτιού, το οποίο κατεδαφίστηκε.

Εργογραφία
Μαζί με τον Νικόλαο Γύζη, που δημιούργησε τα τελευταία σαράντα χρόνια του 19ου αιώνα, ο Κώστας Παρθένης, που δημιούργησε τα πρώτα σαράντα χρόνια του 20ού αιώνα, ήταν οι δύο μεγαλύτεροι ζωγράφοι της εποχής τους στην εθνική τέχνη και τους ένωσε το πάθος τους για τη μουσική. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το ενδιαφέρον για έργα του εξακολουθεί να είναι έντονο και οι πίνακές του πωλούνται σε υψηλές τιμές στις δημοπρασίες. Ο Παρθένης ήταν τύπος διανοητικός που ολοκλήρωνε το έργο του εσωτερικά προτού το εμφανίσει με μια οποιαδήποτε μορφή. Ήταν πρώτα φιλόσοφος και ποιητής και έπειτα ζωγράφος. Το σχέδιό του έχει μουσική ρευστότητα και η χρωματική του σύνθεση είναι ταυτόχρονα διανοητική, ψυχική και αισθητική.

Ξεκίνησε ως «μοντερνίζων εμπρεσιονιστής» με επιτυχημένες παραθέσεις συμπληρωματικών ή αντίθετων χρωμάτων, όμως όσο περισσότερο στρέφονταν προς τον εσώτερο άνθρωπο, τόσο πιο λιτά, ασκητικά, θα `λεγε κανείς, χρησιμοποιούσε τα χρώματα. Ασχολήθηκε με το τοπίο, την προσωπογραφία, τη νεκρή φύση, με την αγιογραφία και με την πολυπρόσωπη σύνθεση. Η φύση στο έργο του αποτέλεσε εκφραστικό μέσο των πλαστικών συνθέσεων που συλλαμβάνονταν από τη φαντασία του. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου τον χαρακτήρισε «μέγιστο των Ευρωπαίων τοπιογράφων». Οι αγιογραφίες του εμπνέουν βαθιά θρησκευτική προσήλωση με την αισθαντικότητά τους, ενώ τα πορτρέτα του παίρνουν ξεχωριστή θέση στην ιστορία της ελληνικής προσωπογραφίας. Γιατί σ` αυτά μετατρέπεται σε συναισθηματικός αποκαλυπτής και αποδεικνύεται βαθύς μελετητής της ανθρώπινης φύσης και ψυχικός ανατόμος. Αξιόλογες είναι και οι μυθολογικού περιεχομένου συνθέσεις του, όπου επιδιώκει την πνευματική ερμηνεία των μύθων.