Μανόλης Χατζηδάκης
Ο Μανόλης Χατζηδάκης, ήταν Έλληνας βυζαντινολόγος με σημαντική συνεισφορά στην μελέτη της Βυζαντινής και της Μεταβυζαντινής ζωγραφικής, ιδιαίτερα της Κρητικής Σχολής, που διετέλεσε διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη (1941 - 1973) και του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου (1960 - 1967, 1974 - 1975).(Ηράκλειο Κρήτης, 1909 - Αθήνα, 1 Μαρτίου 1998)
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης και ήταν γιος του Γεράσιμου Χατζηδάκη.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, του οποίου έγινε και διδάκτωρ το 1942, και συμπλήρωσε τις σπουδές του με υποτροφία του Αντώνη Μπενάκη στο Παρίσι και το Βερολίνο λαμβάνοντας δίπλωμα Μουσουλμανικής Τέχνης στη Σχολή του Λούβρου και κλασικής αραβικής γλώσσας στη Σχολή Ζωσών Ανατολικών Γλωσσών.
Την περίοδο 1934 - 1940 εργάστηκε ως επιμελητής στο Μουσείο Μπενάκη και το 1941 έγινε διευθυντής αυτού, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1973.
Παράλληλα από το 1943 εργαζόταν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του Κράτους υπηρετώντας στην 1η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ως προϊστάμενός της.
Το 1961 ανέλαβε επιθεωρητής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και το 1967 Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων.
Το 1960 ανέλαβε την διεύθυνση του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών, απολύθηκε όμως από την θέση του το 1967 με τον ερχομό της Χούντας των Συνταγματαρχών, η οποία του αφαίρεσε και το διαβατήριο. Παράλληλα τέθηκε σε εξάμηνη διαθεσιμότητα και από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, παραμένοντας εκτός υπηρεσίας μέχρι το 1970, οπότε και του ανατέθηκε η διενέργεια ειδικών μελετών.
Το 1973 ανέλαβε την διεύθυνση της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Αθηνών. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας επανήλθε στην διεύθυνση του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών για να αποχωρήσει έναν χρόνο αργότερα, το 1975, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
Υπήρξε μέλος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου, από το οποίο παραιτήθηκε το 1977 σε ένδειξη διαμαρτυρίας μετά την ψήφιση νομοθετημάτων με τα οποία αλλοιωνόταν η σύνθεση του συμβουλίου και μεταβιβάζονταν οι αρμοδιότητες αυτού στα υπουργεία Οικονομικών και Συντονισμού, γενικός γραμματέας της Διεθνούς Εταιρείας Βυζαντινών Μελετών, γενικός γραμματέας (1960 - 1979) & πρόεδρος της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ) μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, επίτιμος διδάκτορας των Πανεπιστημίων των Βρυξελλών και της Αθήνας, αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Επιστημών Βιέννης και Βελιγραδίου καθώς και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1980, της οποίας χρημάτισε γενικός γραμματέας επί των πρακτικών (1981 - 1990).
Το 1962 ορίστηκε γενικός γραμματέας της εκτελεστικής επιτροπής της μεγάλης έκθεσης που διοργανώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1964 στο Ζάππειο υπο την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης με τίτλο Η Βυζαντινή Τέχνη, Τέχνη Ευρωπαϊκή. Παράλληλα πραγματοποίησε έρευνες στο Άγιο Όρος, στον Πανάγιο Τάφο, στην Ιερά Μονή Σινά, την Ζάκυνθο κ.αλ.Διετέλεσε εκπρόσωπος (1962 - 1967, 1974 - 1977) του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην τριμελή επιτροπή αναστήλωσης του Παναγίου Τάφου.
Το 1953 εστάλη στη Ζάκυνθο αμέσως μετά τον σεισμό, για να περισώσει τα έργα τέχνης που δεν είχαν καταστραφεί καταφέροντας να διασώσει πάνω από 900. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και στην οργάνωση του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, έργο που του ανατέθηκε από τα υπουργεία Παιδείας και Εξωτερικών το 1957.
Το 1985 διορίστηκε πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής της Εκθέσεως Βυζαντινής Τέχνης που έλαβε χώρα στο Παλιό Πανεπιστήμιο στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την Αθήνα που ήταν τότε πολιτιστική πρωτεύουσα. Κατά καιρούς δίδαξε στην Σχολή Ξεναγών και στον Μορφωτικό Σύλλογο Αθηναίων. Επίσης, ίδρυσε το Κεντρικο Εργαστήριο Συντηρήσεως συμβάλοντας στην διάσωση εκατοντάδων έργων τέχνης καθώς και το Κέντρο Έρευνας της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης της Ακαδημίας Αθηνών. Είχε τιμηθείμε το βραβείο Gottfried von Herder, με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Α΄ καθώς και με τον Ταξιάρχη του Φοίνικος.
Η συνεισφορά του στην μελέτη της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής ζωγραφικής κρίνεται καθοριστική, ενώ θεωρείται ως ένας από τους αυθεντικότερους μελετητές της Κρητικής Σχολής.
Απεβίωσε στην Αθήνα την 1η Μαρτίου 1998 και ενταφιάστηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ήταν παντρεμένος με την Ευγενία Βέη (1920 - 1979), ανιψιά του βυζαντινολόγου Νικολάου Βέη, και είχαν αποκτήσει δύο παιδιά: τον Αλέξη Χατζηδάκη και την Νανώ Χατζηδάκη, καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/