DIASKEDASI.INFO

Η διασκέδαση On Line

Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι, ήταν Ρώσος συνθέτης της ρομαντικής εποχής

Tsaikofski

Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι

Ο Πιοτρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι ήταν Ρώσος συνθέτης της ρομαντικής Εποχής, έγραψε μουσική σε ένα μεγάλο φάσμα ειδών, συμπεριλαμβανομένων συμφωνίας, όπερας, μπαλέτου, οργανικής μουσικής, μουσικής δωματίου και τραγουδιού. (7 Μαΐου 1840 – 6 Νοεμβρίου 1893 (Γρηγοριανό Ημερολόγιο), 25 Απριλίου 1840 – 25 Οκτωβρίου 1893 (Ιουλιανό Ημερολόγιο))

Έγραψε μερικά από τα πιο δημοφιλή ορχηστρικά και θεατρικά μουσικά έργα στο σύγχρονο κλασικό ρεπερτόριο, όπως τα μπαλέτα Η λίμνη των κύκνων, Η Ωραία Κοιμωμένη και Ο Καρυοθραύστης, η Ουβερτούρα 1812, το Πρώτο Κοντσέτο για Πιάνο, επτά συμφωνίες και η όπερα Ευγένιος Ονέγκιν.

Ο Τσαϊκόφσκι γεννήθηκε σε μια μεσοαστική οικογένεια. Η εκπαίδευση που έλαβε τον προετοίμασε για δημόσιο υπάλληλο, παρά την πρώιμη μουσική ανάπτυξη που είχε επιδείξει. Ενάντια στις επιθυμίες της οικογένειάς του αποφάσισε να ακολουθήσει σταδιοδρομία στη μουσική και το 1862 μπήκε στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, από όπου αποφοίτησε το 1865. Αυτή η τυπική εκπαίδευση, με πολλές επιρροές από τη Δύση, τον ξεχώρισε από τη σύγχρονή του εθνικιστική κίνηση, υλοποιημένη από μια ομάδα νεαρών Ρώσων συνθετών γνωστοί ως Η Ομάδα των Πέντε, με τους οποίους ο Τσαϊκόφσκι είχε μια ανάμικτη επαγγελματική σχέση καθ' όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του.

Ο Τσαϊκόφσκι γεννήθηκε το 1840 στο Βότκινσκ, μια μικρή πόλη στη σημερινή Δημοκρατία των Ουντμούρτ. Ο πατέρας του, Ίλια Πέτροβιτς Τσαϊκόφσκι, ήταν κυβερνητικός μηχανικός ορυχείων ουκρανικής εθνικότητας, ο οποίος δούλευε ως διευθυντής εργοστασίων σε διάφορες ρωσικές πόλεις. Η μητέρα του συνθέτη, Αλεξάνδρα Αντρέγιεβνα Ντ' Ασιέ, είχε εν μέρει γαλλική καταγωγή και ήταν η δεύτερη από τις τρεις συζύγους του Ίλια.

Ο Πιοτρ ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο από τα έξι παιδιά από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του. Είχε τέσσερις αδελφούς (τον Νικολάι, τον Ιππόλυτο και τους δίδυμους Ανατόλι και Μόντεστ, με τον τελευταίο να είναι μεταφραστής, δραματουργός και λιμπρετίστας) και μία αδερφή, την Αλεξάνδρα. Είχε επίσης μία ετεροθαλή αδερφή, τη Ζιναΐδα, από τον πρώτο γάμο του πατέρα του.

Το 1843, οι γονείς του Τσαϊκόφσκι προσέλαβαν μια Γαλλίδα γκουβερνάντα, τη Φανί Ντουρμπάχ. Η αγάπη και η τρυφερότητά της προς τα παιδιά λέγεται πως ερχόταν σε αντίθεση με την Αλεξάνδρα, η οποία περιγράφεται από έναν βιογράφο ως ένας ψυχρός, δυστυχισμένος, απόμακρος γονιός που δεν ήταν καθόλου επιρρεπής σε εκδηλώσεις τρυφερότητας. Παρόλ' αυτά, άλλοι συγγραφείς υποστηρίζουν πως η Αλεξάνδρα λάτρευε τον γιο της.

Ο Τσαϊκόφσκι ξεκίνησε μαθήματα πιάνου στην ηλικία των πέντε ετών. Ως ένας πολύ ταλαντούχος μαθητής, ο Τσαϊκόφσκι μπορούσε να διαβάζει μουσική τόσο καλά όσο και ο δάσκαλός του μέσα σε τρία χρόνια. Οι γονείς του υποστήριζαν πάρα πολύ το μουσικό ταλέντο του, προσλαμβάνοντας για εκείνον έναν καθηγητή, αγοράζοντάς του ένα όργανο και ενθαρρύνοντας τις σπουδές του στο πιάνο. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός των γονιών του για το μουσικό ταλέντο του σύντομα υποχώρησε.
Το 1850, η οικογένεια αποφάσισε να στείλει τον Τσαϊκόφσκι στην Αυτοκρατορική Νομική Σχολή στην Αγία Πετρούπολη. Αυτό το ίδρυμα εξυπηρετούσε τους λιγότερο αριστοκράτες και μεγαλοαστούς, και θα τον προετοίμαζε για μια σταδιοδρομία δημοσίου υπαλλήλου. Καθώς η κατώτατη ηλικία αποδοχής σε αυτήν τη σχολή ήταν τα 12 έτη, ο Τσαϊκόφσκι έπρεπε να περάσει δύο χρόνια εσώκλειστος στο προκαταρκτικό σχολείο της Αυτοκρατορικής Νομικής Σχολής, 1.300 χιλιόμετρα μακριά από την οικογένειά του.

Μόλις πέρασαν αυτά τα δύο χρόνια, ο Τσαϊκόφσκι μεταφέρθηκε στην Αυτοκρατορική Νομική Σχολή για να ξεκινήσει έναν επταετή κύκλο μαθημάτων.

Δημόσιες υπηρεσίες
Στις 25 Ιουνίου 1854, ο Τσαϊκόφσκι υπέστη το σοκ του πρόωρου θανάτου της μητέρας του Αλεξάνδρας, από χολέρα. Επηρεάστηκε τόσο, ώστε δεν ήταν σε θέση να ενημερώσει τη Φανί Ντουρμπάχ πριν περάσουν δύο χρόνια. Παρόλ' αυτά, μέσα σε έναν μήνα από τον θάνατο της μητέρας του έκανε τις πρώτες του σοβαρές προσπάθειες στη σύνθεση, ένα βαλς στη μνήμη της.
Αρκετοί συγγραφείς υποστηρίζουν πως η απώλεια της μητέρας του έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη σεξουαλική ανάπτυξη του Τσαϊκόφσκι, μαζί με την εμπειρία του στην υποτιθέμενη εκτεταμένη ομοφυλοφιλική άσκηση ανάμεσα στους μαθητές της Αυτοκρατορικής Νομικής Σχολής. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, κάποιες φιλίες με συμφοιτητές, όπως με τον Αλεξέι Ακπούτιν και τον Βλαντίμιρ Γκέραρντ, ήταν αρκετά έντονες ώστε να διαρκέσουν για το υπόλοιπο της ζωής του.

Η μουσική δεν εθεωρείτο προτεραιότητα στη σχολή, αλλά ο Τσαϊκόφσκι παρακολουθούσε συχνά όπερα και θέατρο με άλλους φοιτητές. Αγαπούσε τα έργα τού Ροσίνι, του Μπελίνι, του Βέρντι και του Μότσαρτ. Ο κατασκευαστής πιάνων Φραντζ Μπέκερ επισκεπτόταν περιστασιακά τη σχολή ως δάσκαλος μουσικής. Αυτή ήταν η μόνη επίσημη μουσική εκπαίδευση που έλαβε ο Τσαϊκόφσκι εκεί.
Από το 1855 ο Ίλια Τσαϊκόφσκι χρηματοδότησε ιδιαίτερα μαθήματα με τον Ρούντολφ Κούντινγκερ, έναν πασίγνωστο δάσκαλο πιάνου από τη Νυρεμβέργη. Ο Ίλια ρώτησε, επίσης, τον Κούντινγκερ σχετικά με τη μουσική σταδιοδρομία του γιου του. Ο Κούντινγκερ απάντησε πως τίποτα δεν υποδείκνυε έναν μελλοντικό συνθέτη ή έστω έναν καλό ερμηνευτή.

Ωριμότητα
Αν και απόλαυσε πολλές επιτυχίες, δεν ήταν ποτέ συναισθηματικά ασφαλής και η ζωή του ήταν γεμάτη με προσωπικές κρίσεις και περιόδους κατάθλιψης. Παράγοντες που συντέλεσαν σε αυτό ήταν η καταπιεσμένη του ομοφυλοφιλία και ο φόβος της διαπόμπευσης, ο καταστροφικός του γάμος και η ξαφνική κατάρρευση της μοναδικής μεγάλης διάρκειας σχέσης στην ενήλικη ζωή του, της δεκατριάχρονης σχέσης του με την πλούσια χήρα Ναντέζντα Φον Μεκ.

Εν μέσω προσωπικών αναταραχών, η φήμη του Τσαϊκόφσκι μεγάλωνε. Τιμήθηκε από τον τσάρο, του χορηγήθηκε ισόβια σύνταξη και εγκωμιαζόταν στα μουσικά μέγαρα όλου του κόσμου. Ο ξαφνικός του θάνατος σε ηλικία 53 ετών αποδίδεται γενικά σε χολέρα. Αλλά κάποιοι τον αποδίδουν σε αυτοκτονία.

Η σχέση του με τη Ναντέζντα Φον Μεκ
Στις 10 Δεκεμβρίου 1876, η πλούσια χήρα Ναντέζντα Φιλαρέτοβνα Φον Μεκ, παρακολούθησε για πρώτη φορά στη ζωή της στο Δημοτικό Θέατρο της Μόσχας μια συναυλία του Τσαϊκόφσκι και ενθουσιάστηκε πάρα πολύ. Την επομένη το πρωί, του έγραψε ένα γράμμα με το οποίο τον ευχαρίστησε και του είπε πως η μουσική του κάνει πολύ ευχάριστη τη ζωή. Μόλις ο Τσαϊκόφσκι πήρε αυτό το γράμμα της και το διάβασε, της απάντησε αμέσως κι εκείνη περίπου 20 μέρες αργότερα του έστειλε νέο γράμμα, στο οποίο έγραψε πως του ήταν πολύ ευγνώμων και αν ποτέ τύχαινε να βρεθεί σε δύσκολη θέση, να της το έλεγε αμέσως και εκείνη θα τον βοηθούσε όπως μπορούσε.

Στις 28 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, η Ναντέζντα Φιλαρέτοβνα Φον Μεκ έχασε το σύζυγό της, τον πλούσιο Βαυαρό επιχειρηματία Κάρολο Γεώργιο Όθωνα Φον Μεκ, ο οποίος ήταν ο κατασκευαστής και ιδιοκτήτης των δύο πρώτων σιδηροδρομικών γραμμών της Ρωσίας. Μαζί του είχε αποκτήσει 12 παιδιά.

Ο Φον Μεκ, σύμφωνα με πληροφορίες, λίγες μέρες νωρίτερα ανακάλυψε πως εκείνος ήταν πατέρας των 11 παιδιών της Ναντέζντα.και πως το 12ο και τελευταίο, το οποίο ήταν κορίτσι, η Ναντέζντα το είχε κάνει με έναν υπάλληλό του. Η ανακάλυψη αυτή συντάραξε τον Κάρολο Φον Μεκ, έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε. Από τότε, η Ναντέζντα αποφάσισε να αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή της στην ανατροφή των 12 παιδιών της και στη μουσική του Τσαϊκόφσκι.

Ο αποτυχημένος γάμος του Τσαϊκόσφσκι με την Αντονίνα Ιβάνοβνα Μιλιούκοβα
Στις 6 Μαρτίου 1877, ο Τσαϊκόφσκι έλαβε ένα ερωτικό γράμμα από την Αντονίνα Ιβάνοβνα Μιλιούκοβα, την οποία είχε μαθήτρια στο ωδείο. Αρχικά την απέρριψε, όμως μόλις η κοπέλα τού δήλωσε πως θα αυτοκτονούσε, αποφάσισε να της κάνει πρόταση γάμου. Σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα γι' αυτόν να νυμφευθεί εκείνη την κοπέλα χωρίς έρωτα, επειδή με αυτόν τον τρόπο θα έμπαινε ένα τέλος στις φήμες για τις ερωτικές προτιμήσεις του, οι οποίες κάποια στιγμή θα έφταναν στα αφτιά της Φον Μεκ.

Η Αντονίνα δέχτηκε και στις 6 Ιουλίου του ίδιου έτους, εκείνη και ο Τσαϊκόφσκι παντρεύτηκαν.
Δυστυχώς όμως για τον Τσαϊκόφσκι, αυτός ο γάμος ήταν σκέτη κόλαση από την πρώτη μέρα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του μέλιτος, εκείνος κοιμόταν σε μια πολυθρόνα επειδή δεν ήθελε να μοιράζεται το κρεβάτι με τη θερμή σύζυγό του και μόλις επέστρεψαν στη Μόσχα, προσπάθησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας στον ποταμό Νέβα, μα σώθηκε την τελευταία στιγμή.
Βρήκε τον Νικολάι Ρουμπινστάιν, ο οποίος πλήρωσε την Αντονίνα προκειμένου να δεχτεί να χωρίσουν και ύστερα πήρε τον Τσαϊκόφσκι μαζί του στην Ευρώπη σε ένα ταξίδι ανάρρωσης. Μόλις πέρασε ένας μήνας, ο Τσαϊκόφσκι ένιωθε καλύτερα και επέστρεψαν στη Μόσχα.

Η επαναφορά στο προσκήνιο της Ναντέζντα Φον Μεκ
Εκείνη τη στιγμή επανήλθε η Ναντέζντα Φον Μεκ, η οποία στις αρχές Οκτωβρίου του 1877 τού έστειλε ένα γράμμα στο οποίο ανέφερε πως από εκείνη τη στιγμή θα του χορηγούσε ένα επίδομα 6.000 ρουβλίων. Αυτή η καταβολή του επιδόματος συνεχίστηκε μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 1890.

Στις 17 εκείνου του μήνα, η Ναντέζντα έστειλε στον Τσαϊκόφσκι άλλο γράμμα στο οποίο ανέφερε πως ήταν αναγκασμένη να σταματήσει τη χορήγηση του επιδόματος αυτού και να διακόψει κάθε σχέση μαζί του, επικαλούμενη λόγους υγείας. Επίσης του έγραψε πως αυτή η διακοπή των σχέσεών τους επιθυμούσε να είναι οριστική και αμετάκλητη. Μόλις ο Τσαϊκόφσκι διάβασε το γράμμα, έμεινε εμβρόντητος.

Δεν είχε ανάγκη τα ρούβλια της προστάτιδάς του επειδή ήταν ο ίδιος πλούσιος, αλλά τον εξόργισε το γεγονός πως η Ναντέζντα Φον Μεκ ξαφνικά περιφρόνησε τη μουσική του.
Της έστειλε γράμματα στα οποία διαμαρτυρήθηκε εντονότατα, όμως εκείνη αδιαφόρησε. Ένα βράδυ, ο Τσαϊκόφσκι, όπως ήταν ξαπλωμένος άρρωστος στο κρεβάτι του πόνου, φώναξε: Η καταραμένη, η καταραμένη!

Απήχηση
Αν και είναι διαχρονικά δημοφιλής στο φιλόμουσο κοινό όλου του κόσμου, ο Τσαϊκόφσκι έχει κατά καιρούς επικριθεί σκληρά από κριτικούς, μουσικούς και συνθέτες. Ωστόσο, η φήμη του ως σημαντικού και αξιόλογου συνθέτη θεωρείται πλέον γενικά απρόσβλητη.

Στις αρχές και στα μέσα του 20ού αιώνα, οι δυτικοί κριτικοί απέρριπταν τη μουσική του ως κοινή και με έλλειψη υψηλού πνεύματος, αλλά αυτή η περιφρόνηση έχει κατά το πλείστον εξαλειφθεί.