DIASKEDASI.INFO

Η διασκέδαση On Line

Ερρίκος Ίψεν, ήταν Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός

Henrik-Johan-Ibsen 3

Ερρίκος Ίψεν

Ο Ερρίκος Ίψεν ήταν Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός, ένας από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης ευρωπαϊκής δραματουργίας. (Henrik Ibsen, 20 Μαρτίου 1828 - 23 Μαΐου 1906)

Δεύτερο παιδί μιας εύπορης οικογένειας εγκαταστημένης στο λιμάνι Skien, ο Ίψεν έζησε, μετά την πτώχευση της πατρικής επιχείρησης και τη μετακίνηση της οικογένειας του στο γειτονικό Vernstpop, δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια.

Henrik-Johan-Ibsen 2Οικογένεια και νεανικά χρόνια
Ο Ερρίκος Ίψεν γεννήθηκε στην μικρή πόλη Skien, με γονείς τους Knud Ibsen και την Marichen Altenburg. “Οι γονείς μου και από τις δύο πλευρές ήταν μέλη των πιο διάσημων οικογενειών της Skien” γράφει ο ίδιος σε ένα γράμμα του προς τον κριτικό Georg Brandes το 1882.

Η μητέρα της Marichen και ο πατριός του Knud ήταν αδέλφια, και οι γονείς του Ερρίκου είχαν μεγαλώσει μαζί και πρακτικά ανατραφεί σαν αδέλφια. Η Μarichen Altenburg θεωρούνταν καλή νύφη, ήταν κόρη ενός από τους πλουσιότερους εμπόρους της Skien. Ο πατέρας του Ερρίκου προέρχονταν από μια μακριά γραμμή καπετάνιων, αλλά ο ίδιος αποφάσισε να γίνει έμπορος.

Ο γάμος του με την Marichen ήταν ένα “υπέροχο οικογενειακό προξενιό”. Όταν ο Ερρίκος ήταν επτά ετών, η τύχη του πατέρα του άλλαξε προς το χειρότερο, η οικογένεια έχασε την περιουσία της και αναγκάστηκε να μετακομίσει μόνιμα σε ένα μικρό εξοχικό σπίτι στο Ventop, έξω από την πόλη. Η χρεοκοπία του έκανε τον Knud Ibsen έναν δύσκολο και πικραμένο άντρα, ο οποίος στράφηκε στον αλκοολισμό, και η Marichen στράφηκε στην εκκλησία. Η οικογένεια Ίψεν τελικά μετακόμισε σε ένα σπίτι στην πόλη Snipetorp, που ανήκε στον ετεροθαλή αδελφό του Knud, τον πλούσιο τραπεζίτη και ιδιοκτήτη πλοίων Christopher Blom Paus.

Η χρεοκοπία και η ταξική πτώση της οικογένειας έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο μετέπειτα έργο του Ίψεν. Οι χαρακτήρες στα έργα του συχνά καθρεφτίζουν τους γονείς του, και τα θέματα του συχνά ασχολούνται με θέματα οικονομικών δυσκολιών, καθώς και ηθικές συγκρούσεις που προέρχονται από σκοτεινά μυστικά κρυφά από την κοινωνία.

Στην ηλικία των δεκαπέντε, ο Ίψεν αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο. Μετακόμισε στην μικρή πόλη Grimstad για να γίνει βοηθός φαρμακοποιού. Προκειμένου να ξεφύγει από την ανιαρή ζωή του Grimstad αρχίζει να διαβάζει και να γράφει. Το 1846, όταν ο Ερρίκος ήταν σε ηλικία 18 χρονών, απόκτησε ένα νόθο παιδί με μια υπηρέτρια, το οποίο αργότερα αναγνώρισε χωρίς όμως ποτέ να γνωρίσει. Η ιστορία του νόθου γιου του πιθανολογείται πως ήταν και η αιτία που διέκοψε κάθε σχέση με την οικογένεια του. Ο Ερρίκος Ίψεν δεν συνάντησε ποτέ ξανά τον πατέρα του, ενώ είδε την μητέρα του μόνο μια φορά ξανά πριν πεθάνει. Διατηρούσε αλληλογραφία μόνο με μία από τις αδελφές του.

Το 1850, ο Ίψεν μετακόμισε στην Χριστιανία (αργότερα μετονομάστηκε σε Όσλο) με σκοπό να μπει στο πανεπιστήμιο. Σύντομα εγκατέλειψε αυτό το σχέδιο, όταν κόπηκε στις εισαγωγικές εξετάσεις, αποτυγχάνοντας στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών. Την ίδια περίοδο αρχίζει να γράφει σε εφημερίδες και έρχεται σε επαφή με τον μικρό λογοτεχνικό κύκλο της Νορβηγίας της εποχής.

Η Ζωή του
Σύντομα μετακομίζει στο Μπέργκεν όπου περνά τα επόμενα χρόνια δουλεύοντας στο Det norske Theater, όπου είχε αυξημένες αρμοδιότητες και συμμετείχε στην παραγωγή 145 έργων ως συγγραφέας, σκηνοθέτης, δραματολόγος και παραγωγός. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου δεσμεύονταν από το θέατρο βάση συμβολαίου, να γράφει ένα έργο το χρόνο για να ανεβαίνει στο συγκεκριμένο θέατρο. Το 1858 επιστρέφει στην Χριστιανία και γίνεται ο καλλιτεχνικός διευθυντής Henrik-Johan-Ibsen 1του Θεάτρου της Χριστιανίας, ενώ ασχολείται και με τη ζωγραφική. Την ίδια χρονιά νυμφεύεται την Suzannah Thoresen, η οποία θα γίνει και μητέρα του γιου του Sigurd (1859).

Η σύζυγός του θα τον στηρίξει συναισθηματικά και θα τον ενισχύσει στη σταδιοδρομία του, πείθοντάς τον να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη θεατρική τέχνη. Το ζευγάρι έζησε υπό δύσκολες οικονομικές καταστάσεις και σταδιακά ο Ίψεν έγινε πολύ απογοητευμένος από την ζωή στην Νορβηγία.

Το 1864, εγκαταλείπει την Χριστιανία και πηγαίνει στο Σορέντο της Ιταλίας. Αρχικά φεύγει για ένα χρόνο, αλλά τελικά κάνει 27 χρόνια να επιστρέψει στην πατρίδα του, εργαζόμενος κυρίως στη Νότιο Ιταλία και τη Γερμανία.

Εκεί, ο Ίψεν καταξιώνεται πλέον σαν καλλιτέχνης και τελικά γυρίζει στην πατρίδα του το 1895, όπου και συγγράφει τα δυο τελευταία του έργα. Τότε, μπόρεσε να ορθοποδήσει οικονομικά, αγοράζοντας ένα πολύ ακριβό σπίτι απέναντι από τα ανάκτορα του Όσλο, το οποίο σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο και δέχεται καθημερινά πολλούς επισκέπτες.

Ο Ίψεν είχε μια αμφιλεγόμενη σχέση με τον πλούτο, κάτι που αποδεικνύεται και από τη διακόσμηση αυτού του σπιτιού, η οποία διατηρείται στο ακέραιο έως σήμερα. Συνήθιζε επίσης να κάνει καθημερινούς περιπάτους, αλλά δεν επεδίωκε την επαφή με το κοινό (ήταν εσωστρεφής) και τον ενδιέφερε η μελέτη των ανθρωπίνων αντιδράσεων και συμπεριφορών. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις αλλά και συχνή αλληλογραφία με αρκετές νεαρές κοπέλες, χωρίς ποτέ να αποδειχθεί κάποιο ίχνος απιστίας του σε αυτές. Έπινε σχεδόν σε καθημερινή βάση τη μπύρα του στο γνωστό στέκι της πόλης του Όσλο "Grand Cafe", του πολυτελούς ξενοδοχείου "Grand Hotel". Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από σοβαρά προβλήματα υγείας, αφού είχε υποστεί αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια και ήταν πια ανήμπορος να δημιουργήσει.

Χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας του
Τον Ίψεν χαρακτηρίζει η έντονη διάθεση να θίξει ευαίσθητα θέματα της εποχής του, όπως τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, το κόστος που συνεπάγεται η προσπάθεια διατήρησης του πλούτου και του κοινωνικού status, καθώς και ζητήματα ηθικής τάξης.

Έργα
Σε ηλικία μόλις 20 ετών έγραψε το πρώτο του δράμα Catilina ("Κατιλίνας", 1848). Ακολούθησε μία τεράστια δραματική παραγωγή:

Kj?mpehoien ("Ο λίθινος τάφος", 1850)
Norma (1851)
Sancthansnatten ("Η νύχτα του Αγίου Ιωάννη", 1853)
Fru Inger til Ostrat ("? λαίδη Ίνγκερ στο ?στροτ", 1855)
Gildet paa Solhoug ("Η γιορτή στο Σολχάουγκ", 1856)
Olaf Liljekrans ("Όλαφ Λίλιεκρανς", 1856)
Hoermoendene paa Helgelad ("Τα παλληκάρια του Χέλγκελαντ", 1858)
Kongs-Emnerne ("Οι μνηστήρες του θρόνου", 1862)
Kj?rlighedens Komedie ("Η κωμωδία του έρωτα", 1864)
Brand ("Μπραντ", 1866)
Peer Gynt ("Πέερ Γκιντ", 1867), με περίφημη μουσική επένδυση του Edvard Grieg (Έντβαρντ Γκρηγκ)
De unges Forbund ("Ο σύνδεσμος των νέων", 1869)
Kejser og Galil?er ("Ο αυτοκράτορας και ο Γαλιλαίος", 1873, έργο σε 10 πράξεις) που αναφέρεται στον Ιουλιανό τον παραβάτη και τη σύγκρουση παγανισμού και χριστιανισμού. ISBN 960-248-180-3
Samfundets Stotter ("Τα στηρίγματα της κοινωνίας", 1877)
Et Dukkehjem ("Το σπίτι της κούκλας", 1879)
Gengangere ("Βρυκόλακες", 1881) ISBN 960-248-230-3
En Folkefiende ("Ο εχθρός του λαού", 1882)
Vildanden ("Αγριόπαπια", 1884)
Rosmersholm ("Ρόσμερσχολμ", 1886)
Fruen fra Havet ("Η Κυρά της θάλασσας", 1888) ISBN 960-270-218-4
Hedda Gabler ("Έντα Γκάμπλερ", 1890)
Byrgmester Solness ("Αρχιμάστορας Σόλνες", 1892)
Lille Eyolf ("Ο μικρός Έγιολφ", 1894)
John Gabriel Borkman ("Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν", 1896)
Nar vi dode vagner ("Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί", 1899)
Ελληνικές μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
"Χέντα Γκάμπλερ" : Βασίλης Παπαγεωργίου ("Σαιξπηρικόν")
"Η γιορτή στο Σολχάουγκ" : Λέων Κουκούλας (";")
"Τα παλληκάρια του Χέλγκελαντ" : Φέλιξ Ντιτζόρτζιο ("Δωδώνη")
"Οι μνηστήρες του θρόνου" : Καίτη Κάστρο ("Δωδώνη")
"Πέερ Γκιντ" : Όμηρος Μπεκές ("Δωδώνη")
"Το σπίτι της κούκλας" : Λέων Κουκούλας ("Γκοβόστης")
"Βρυκόλακες" : Γ.Πολίτης ("Δωδώνη")
"Ο εχθρός του λαού" : Πέλος Κατσέλης ("Δωδώνη")
"Αγριόπαπια" : Βασίλης Δασκαλάκης ("Δωδώνη")
"Η Κυρά της θάλασσας" : Λέων Κουκούλας ("Γκοβόστης")
"Έντα Γκάμπλερ" : Λέων Κουκούλας ("Γκοβόστης")
"Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν" : Λέων Κουκούλας ("Γκοβόστης")
"Ο αρχιμάστορας Σόλνες": Θεοδόσης Παπαδημητρόπουλος ("Gutenberg")
"Ο μικρός Έγιολφ": Θεοδόσης Παπαδημητρόπουλος ("Gutenberg")
"Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν": Θεοδόσης Παπαδημητρόπουλος ("Gutenberg")
"Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί": Θεοδόσης Παπαδημητρόπουλος ("Gutenberg")