Άρθρα
Νεόφυτος Δούκας, Έλληνας κληρικός και λόγιος, με έντονη συγγραφική δραστηριότητα, από τις πιο σημαντικές μορφές του Νεολελληνικού Διαφωτισμού
Νεόφυτος Δούκας
Ο Νεόφυτος Δούκας, Έλληνας κληρικός και λόγιος, με έντονη συγγραφική δραστηριότητα. Από τις πιο σημαντικές μορφές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Η ζωή και το έργο του παρέμειναν μέχρι και τις μέρες μας άγνωστα στις λεπτομέρειές τους, κυρίως γιατί υιοθέτησε συντηρητικές απόψεις στο γλωσσικό ζήτημα. (1760- 20 Δεκεμβρίου 1845)
Γεννήθηκε στα Άνω Σουδενά, περιοχής Ζαγορίου Ηπείρου. Από 10 ετών έζησε μέσα σε μοναστηριακή κοινότητα, όπου αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και σε ηλικία μόλις 18 χρονών πρεσβύτερος.
Φοίτησε στα σχολεία των Ιωαννίνων και του Μετσόβου και αργότερα στην Αυθεντική Σχολή του Βουκουρεστίου, την οποία διεύθυνε ο λόγιος Λάμπρος Φωτιάδης από τα Ιωάννινα.
Εκεί παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα, μελέτησε την αρχαία ελληνική γραμματεία καθώς και πλήθος εκκλησιαστικών και θρησκευτικών κειμένων.
Το 1803 έγινε εφημέριος της ελληνικής κοινότητας Βιέννης, όπου εφημέρευε, δίδασκε και συνέγραφε επί 12 χρόνια.
Το 1815 επέστρεψε στο Βουκουρέστι και ανέλαβε την διεύθυνση του Λυκείου του Βουκουρεστίου, είχε προηγηθεί ο θάνατος του Λ. Φωτιάδη. Η διδακτική του δραστηριότητα του ήταν εξαιρετική. Μέσα σε έξι μήνες οι μαθητές αυξήθηκαν από 60 σε 400.
Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης εκτίμησε το έργο του και του απένειμε τον τίτλο του αρχιμανδρίτη. Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, διέτρεξε όλη την Τρανσυλβανία ως εθναπόστολος.
Με την δημιουργία του πρώτου Ελληνικού κράτους, ύστερα από πρόσκληση του Ιωάννη Καποδίστρια, ήρθε στην Ελλάδα και ανέλαβε την διεύθυνση του Ορφανοτροφείου της Αίγινας, στο οποίο είχε στείλει περίπου 11.000 βιβλία από το Βουκουρέστι.
Τέλος στην Αθήνα μαζί με το Γεώργιο Γεννάδιο συνέβαλε στην ίδρυση της Ριζαρείου Σχολής, στην οποία διορίστηκε διευθυντής, αλλά δεν πρόλαβε να ασκήσει τα καθήκοντά του. Πέθανε το 1845 σε ηλικία 85 χρονών.
Η σημαντική συγγραφική και διδακτική του δραστηριότητα παρέμειναν μέχρι και στις μέρες μας απαρατήρητες σε μεγάλο βαθμό, κυρίως επειδή υπήρξε οπαδός συντηρητικών αντιλήψεων στο γλωσσικό ζήτημα και πολέμιος όσων πρέσβευαν απόψεις την επικράτηση της δημοτικής στην εκπαίδευση.
Κατηγορήθηκε από άλλους σημαντικούς εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού για αυτές τις απόψεις, ο Αδαμάντιος Κοραής τον χαρακτήρισε, για αυτόν τον λόγο αντιφιλόσοφο.
Παρά το μεγάλο εκδοτικό (τις επιστολές του τις εκδίδει ο ίδιος για να χρησιμεύσουν ως πρότυπο επιστολογραφίας) και διαφωτιστικό του έργο και την ενδιαφέρουσα προσωπικότητά του, δεν μελετήθηκε ανάλογα ούτε και πήρε τη θέση που του αρμόζει στα γράμματά μας.
Το έργο του
Τα συγγράμματα του Νεόφυτου Δούκα αποτελούν ολόκληρη βιβλιοθήκη. Ξεπερνούν τους 70 τόμους.
Ενδεικτική βιβλιογραφία είναι η εξής:
Πρώτο έργο του ήταν η "Γραμματική Τερψιθέα" (1804),
δεκάτομη παράφραση του Θουκυδίδη με σημειώσεις (1805 - 1806),
Ευτρόπιος (2 τόμοι, 1807),
Αρριανός (1809),
Δίων Χρυσόστομος (1810),
Μάξιμος Τύριος (1810),
Απολλόδωρος (1811),
Οι δέκα αττικοί ρήτορες (10 τόμοι, 1812 - 13),
Αισχίνης ο Σωκρατικός (1814),
Φοίνιξ (1815),
Παραφράσεις και σχόλια στον Όμηρο, Ευριπίδη και Σοφοκλή (1834 - 1835),
Πίνδαρος (1842),
Αριστοφάνης (3 τόμοι, 1845).
Ζωρζής Δρομοκαΐτης, ήταν Έλληνας έμπορος και εθνικός ευεργέτης
Ζωρζής Δρομοκαΐτης
Ο Ζωρζής Δρομοκαΐτης, ήταν Έλληνας έμπορος και εθνικός ευεργέτης.
Η καταγωγή του ήταν από την Χίο. Γεννήθηκε εκεί στις αρχές του 19ου αιώνα πιθανότατα το 1805. (1805 Χίος - Χίος 20 Δεκεμβρίου 1880 Ιουλ.ημερολ.- 1 Ιανουαρίου 1881 Γρηγ. ημερολ.)
Δεκαετής αποδήμησε από την πατρίδα του το 1822 για να βρει δουλειά. Με αυστηρές οικονομίες κατάφερε να συγκεντρώσει ένα μικρό κεφάλαιο και ξεκίνησε εμπόριο στην Αίγυπτο, Συρία, και αργότερα στη Μαδαγασκάρη.
Εγκαταστάθηκε εκεί μαζί με την γυναίκα του Ταρσή το γένος Φραγκοπούλου.
Η γυναίκα του αρρώστησε βαριά, και το ανδρόγυνο επέστρεψε στην Χίο, όπου η γυναίκα του πέθανε. Ο Δρομοκαΐτης μετά τον θάνατο της γυναίκας του δεν ξαναπαντρεύτηκε, και αφού δεν είχε παιδιά αφοσιώθηκε εντελώς στο εμπόριο και στην αγαθοεργία.
Πέθανε στις 20 Δεκεμβρίου 1880.
Κληροδότησε γενναία ποσά, τριακόσιες χιλιάδες δραχμές στο γυμνάσιο της Χίου, είκοσι πέντε χιλιάδες στο Λωβοκομείο του νησιού, είκοσι πέντε χιλιάδες υπέρ της Φιλοπτώχου Αδελφότητος, εκατό χιλιάδες στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, σαράντα χιλιάδες στον Σύλλογο των Κυριών υπέρ της γυναικείας εκπαιδεύσεως, σαράντα χιλιάδες στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού.
Το μεγαλύτερο από τα έργα του, ήταν το Δρομοκαΐτειο θεραπευτήριο, για το οποίο διέθεσε πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες φράγκα, και το οποίο ανεγέρθη κοντά στο Δαφνί, λίγο έξω από την Αθήνα.
Ο Ζωρζής Δρομοκαΐτης γεννήθηκε στη συνοικία Εγκρεμός στον κάμπο της νήσου Χίου μεταξύ των ετών 1805 – 1810 και υπήρξε απόγονος της οικογένειας Δερμοκαΐτη, ενός από τους πλέον αξιόλογους βυζαντινούς οίκους που εμφανίστηκε στις αρχές του Ι’ αιώνα επί Ρωμανού (916 – 944 μ.Χ.).
Ενδεχομένως το οικογενειακό τους όνομα να οφείλεται στο σχετικό επάγγελμα της επεξεργασίας δερμάτων. Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία η οικογένεια των Δρομοκαΐτηδων προήρχετο από την Κωνσταντινούπολη και μέλη της υπήρξαν επιφανείς ιεράρχες, στρατιωτικοί, πολιτικοί, διοικητικοί αξιωματούχοι και πνευματικοί άντρες.
Κατά τα χρόνια της Άλωσης και πιθανώς προ του 1453, κάποιοι ή κάποιος εξ αυτών μετοίκησε στη Χίο. Τότε η οικογένεια εμφανίζεται για πρώτη φορά με το επίθετο Δρομοκαΐτη, το οποίο σταδιακά επικρατεί.
Κατά την περίφημη σφαγή της Χίου (30 Μαρτίου 1822) οι Τούρκοι απαγχόνισαν τον Ιάκωβο Δρομοκαΐτη, πατέρα του Ζωρζή, μαζί με άλλους προύχοντες Χιώτες, τον δε Ζωρζή τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη για να τον πουλήσουν ως δούλο. Φυσικά η οικογενειακή του περιουσία διηρπάγη και κατεστράφη υπό των επιδρομέων κατά την πανωλεθρία εκείνη της πατρίδος. Στην Κωνσταντινούπολη όμως για καλή του τύχη τον εντόπισε και τον αγόρασε ο θείος του Μιχαήλ Αγέλαστος ο οποίος και τον προστάτεψε κατά τα κρίσιμα εκείνα χρόνια της εφηβικής του ηλικίας.
"Η εμπορική του σταδιοδρομία"
Με την πάροδο των ετών και αφού στην αρχή δούλεψε ως παραγιός σε διάφορα καταστήματα, ο Ζωρζής κατόρθωσε να εξασκήσει με επιτυχία το εμπορικό επάγγελμα αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη. Όταν μάλιστα αποφάσισε να επεκτείνει την εμπορική του δραστηριότητα και να εγκατασταθεί στη Βηρυτό του Λιβάνου, αναδείχθηκε σε σημαίνον εμπορικό παράγοντα της Μέσης Ανατολής.
Στην Βηρυτό γνώρισε και νυμφεύτηκε την αδελφή του επίσης εξέχοντος εμπόρου Σταματίου Φραγκόπουλου, Ταρσή. Οι Φραγκόπουλοι ήταν παλαιό χιώτικο γένος που ήκμασαν στη Χίο έως τα τέλη του 19ου αιώνα. Στενά συνεταιρισμένος με τον Σταμάτη Φραγκόπουλο επεξέτεινε ακόμα περισσότερο τις εμπορικές του επιχειρήσεις στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στη Μασσαλία της Γαλλίας, στη Συρία καθώς και στη Μαδαγασκάρη.
Το 1859, έχοντας πλέον αποκτήσει πολύ μεγάλη περιουσία, εγκατέλειψε οριστικά τον ενεργό εμπορικό βίο και εγκαταστάθηκε στη Μασσαλία μέχρι το 1871.
Λόγω της σοβαρής και ανίατης ψυχασθένειας της συζύγου του, το ανδρόγυνο επέστρεψε στη γενέτειρά τους όπου η Ταρσή απεβίωσε.
Ο Ζωρζής μετά τον θάνατο της γυναίκας του δεν ξαναπαντρεύτηκε, και αφού δεν είχε παιδιά αφοσιώθηκε στην αγαθοεργία.
Κληροδότησε γενναία ποσά, τριακόσιες χιλιάδες δραχμές στο γυμνάσιο της Χίου, είκοσι πέντε χιλιάδες στο Λωβοκομείο του νησιού, είκοσι πέντε χιλιάδες υπέρ της Φιλόπτωχου Αδελφότητος, εκατό χιλιάδες στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, σαράντα χιλιάδες στον Σύλλογο των Κυριών υπέρ της γυναικείας εκπαιδεύσεως, σαράντα χιλιάδες στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού.
Όμως το μεγαλύτερο από τα έργα του, αυτό που αποθανάτισε το όνομά του ήταν το Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο το οποίο ανεγέρθη στην περιοχή Αγία Βαρβάρα Δαφνίου, λίγο έξω από την Αθήνα.
"Η σύσταση του Δρομοκαΐτειου Ιδρύματος"
Επιδεικνύοντας εξαιρετική ευαισθησία, κληροδότησε, διά κοινής με τη σύζυγό του διαθήκης, την οικογενειακή τους περιουσία σε διάφορα κοινωφελή και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Η μεγαλύτερή τους όμως προσφορά αποτελεί το κληροδότημα των 500.000 γαλλικών φράγκων για την ίδρυση και λειτουργία του φερώνυμου φρενοκομείου. Το Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο λειτουργεί από το 1888 και περιθάλπει δωρεάν άπορους φρενοβλαβείς. Ατυχώς όμως ο Ζωρζής δεν πρόφθασε να ιδεί πραγματοποιούμενο το έργο για το οποίο διέθεσε της μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του διότι τον πρόλαβε ο θάνατος την 20η Δεκεμβρίου 1880 στο σπίτι του στη Χίο.
Αξίζει να παρατεθεί ένα απόσπασμα από την επιστολή του Ζωρζή Δρομοκαΐτη με ημερομηνία 17/29 Νοεμβρίου 1879 «…Επιθυμώ διά των ολίγων χρημάτων, άτινα μοι έδωκεν ο Θεός, να κάμω κατά το παρόν δύο έργα, τα οποία υποθέτω χρήσιμα διά τους ομογενείς μου και αναγκαία εις την Πατρίδα ημών. Επιθυμώ να συστήσω εν ιδιωτικόν Φρενοκομείον εις τας Αθήνας και να προικίσω το Γυμνάσιον της πατρίδος μου Χίου με εν χρηματικό ποσόν, ίνα βοηθήσω εις την διατήρησίν του…».
Εκτελεστές της διαθήκης ορίστηκαν οι:
1) Μάρκος Ρενιέρης, Διοικητής της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος
2) Ιωάννης Χωρέμης
3) Εμμανουήλ Χαρίλαος, εμποροκτηματίας
4) Ιωάννης Βούρος, ιατρός
Οι εξουσιοδοτημένοι εκτελεστές της διαθήκης άρχισαν γρήγορα τις ενέργειες για τη σύσταση του νομικού προσώπου του Φιλανθρωπικού Ιδρύματος που έπρεπε να δημιουργηθεί για να ακολουθήσουν οι διαδικασίες ανεγέρσεως του φρενοκομείου.
Ο Ζωρζής Δρομοκαΐτης διέταξε να κατατεθούν 500.000 φράγκα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος εκ των οποίων οι 200.000 θα χρησιμοποιούνταν για την ανέγερση του φρενοκομείου, οι υπόλοιπες 300.000 θα παρέμεναν στην τράπεζα ώστε από τους τόκους αυτούς να διατηρείται το ίδρυμα.
Αφού ολοκληρώθηκαν όλες οι γραφειοκρατικές διαδικασίες, το Θεραπευτήριο άρχισε να χτίζεται τον Ιούλιο του 1884.
Στην αρχή χτίστηκαν 4 νοσηλευτικά κτίρια συνολικής δυνάμεως 110 κλινών.
Όμως από την μοναδικότητα και την καλή φήμη που απέκτησε στην πορεία το Δρομοκαΐτειο, παρακινήθηκαν κι άλλοι εύποροι φιλάνθρωποι οι οποίοι διέθεσαν σημαντικά ποσά που επέκτειναν το αρχικό νοσοκομείο.
Ο Ανδρέας και η Ιφιγένεια Συγγρού, ο Κωνσταντίνος Σεβαστόπουλος, ο Πανταλέων Θεολόγος, η Βιργινία Σκυλίτση, η Έλενα Βενιζέλου, ο Σοφοκλής Δάφτσιος, ο Χαράλαμπος Σπηλιόπουλος, ο Αλέξανδρος Πάλλης και πολλοί άλλοι ευεργέτες ενίσχυσαν το αρχικό ποσό της δωρεάς και έτσι χτίστηκαν κι άλλα νοσηλευτικά κτίρια, που φέρουν κατά κανόνα τα ονόματα των δωρητών τους.
Τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Δρομοκαΐτη στον περίβολο του θεραπευτηρίου έγιναν την 1η Ιουλίου 1959. Η προτομή του αείμνηστου ιδρυτή είναι έργο του γλύπτη Νίκου Σοφιαλάκη, φτιαγμένη ολόκληρη από πεντελικό μάρμαρο.
Το όνομα του Δρομοκαΐτειου είναι συνώνυμο με την ελληνική ψυχιατρική καθώς αποτέλεσε το πρώτο σύγχρονο ψυχιατρείο της Ελλάδας. Η σημασία και η χρησιμότητά του για τη χώρα υπήρξε τεράστια, καθότι δεν υπήρχε μέχρι τότε άλλο ψυχιατρείο εκτός από το παλαιωμένο και ακατάλληλο ψυχιατρείο Κέρκυρας το οποίο είχαν ιδρύσει οι Άγγλοι το 1838 δια της μετατροπής ενός στρατώνος εις φρενοκομείο.
Πηγή: politischios.gr, Reporter.gr
Τασσώ Καββαδία, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, ενώ εργάστηκε ως ραδιοφωνική παραγωγός, δημοσιογράφος και μεταφράστρια λογοτεχνικών και άλλων έργων
Τασσώ Καββαδία
Η Τασσώ Καββαδία, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, ενώ εργάστηκε ως ραδιοφωνική παραγωγός, δημοσιογράφος και μεταφράστρια λογοτεχνικών και άλλων έργων. (Πάτρα 10 Ιανουαρίου 1921 - 18 Δεκεμβρίου 2010)
Γεννήθηκε στην Πάτρα όπου έζησε τα παιδικά και νεανικά της χρόνια. Όταν θέλησε να σπουδάσει, ο πατέρας της, της το απαγόρευσε.
Μάλιστα την πάντρεψε, το 1942, σε ηλικία 21 ετών με έναν βιομήχανο, τον Αντώνη Σαλαπάτα και αποκτά τα τρία της παιδιά, τον Γιώργο τον Βασίλη και την Ευγενία. Ωστόσο, εφτά χρόνια αργότερα η νεαρή Τασσώ παίρνει τη δύσκολη -και κόντρα σε όλους- απόφαση να χωρίσει και να κυνηγήσει το όνειρό της! Είχε κάνει το θέλημα των γονιών της, ήταν τώρα ώρα να ακολουθήσει τη δική της επιθυμία.
Η ίδια είχε πει:«Εκείνα τα χρόνια με τον πρώτο σύζυγό μου ήταν πολύ δημιουργικά για μένα. Σπούδασα πιάνο, έμαθα τη γραφή των τυφλών και έγραφα βιβλία γι’ αυτούς, ήμουν νοσοκόμα και ανήκα στο τμήμα ψυχαγωγίας του Ερυθρού Σταυρού -γιατί τότε ήταν ο πόλεμος του ’40- κι ένα σωρό άλλα πράγματα, παράλληλα με τις υποχρεώσεις μου ως μητέρα. Εξέπεμπα όμως σε άλλο μήκος κύματος από εκείνον και διαλύσαμε τον γάμο μας».
Η Τασσώ φεύγει στο Παρίσι όπου σπουδάζει διακόσμηση. Ο Τσαρούχης είναι αυτός που την παροτρύνει να κάνει μαθήματα υποκριτικής στο Θέατρο Τέχνης με τον Κάρολο Κουν, ο οποίος επίσης συνεργαζόταν με τη Σχολή Σταυράκου.
Στη μεγάλη αγκαλιά του Καρόλου Κουν η Καββαδία θα βρει την κλίση της, αν και η εποχή είναι δύσκολη για την ίδια είχε πει: «Όταν πήγα στη Σχολή του Κουν, ήμουν είκοσι επτά χρόνων και τους είπα ότι είμαι μεγάλη, αλλά μου απάντησαν ότι δεν υπάρχει ηλικία στην τέχνη. Κοντά στον Κουν έμεινα επτά χρόνια, τρία στη Σχολή και τέσσερα στο Θέατρο Τέχνης της Σταδίου, που τότε στήθηκε. Έπαιξα πολλούς και διαφορετικούς ρόλους με μοναδική πληρωμή ένα φλιτζάνι καφέ και ένα πακέτο τσιγάρα»!
Το 1965 παντρεύτηκε με τον δημοσιογράφο Βασίλη Καζαντζή, αν και ο πρόωρος θάνατός του θα την αναγκάσει να περάσει τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής της μόνη. Κάτι όμως που δεν την ενοχλούσε, γιατί όπως δήλωνε: «Έχω ζήσει μια γεμάτη ζωή και ξέρω πως ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει μόνος του».
Από το 1954 έως το 1967 εργάστηκε στο ραδιόφωνο ως δημιουργός και εκτελέστρια.
Από το 1955 ως το 1969 εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά ως συντάκτρια του ελεύθερου και καλλιτεχνικού ρεπορτάζ. Επίσης ασχολήθηκε με λογοτεχνικές και άλλες μεταφράσεις.
Επαγγελματική πορεία
Η κινηματογραφική τυποποίηση της Καββαδία ήδη από τον πρώτο της ρόλο δεν άρεσε βέβαια καθόλου στον μεγάλο δάσκαλό της Κάρολο Κουν, που ένιωθε ότι το ποιοτικό ύφος της σχολής του δεν συμβάδιζε με το εμπορικό σινεμά. «Καυγαδίζαμε συνέχεια και θυμάμαι πόσο μαρτύρησα μαζί του όταν έμαθε ότι θα παίξω στη δεύτερη ταινία μου, τη “Στέλλα”».
Η Τασσώ συνεργάστηκε κατόπιν με τη Φίνος Φιλμ. Δίπλα στον γεννήτορα του ελληνικού σινεμά Φίνο θα γνωρίσει δόξα και φήμη ως η απόλυτη στρίγγλα της μεγάλης οθόνης. Η καριέρα της στη Φίνος θα ξεκινήσει το 1960 με την ταινία «Το Κλωτσοσκούφι», όπου ερμήνευσε τη στριμμένη αδελφή του Αλέκου Αλεξανδράκη, και θα απογειωθεί με τις ερμηνείες της στη «Μια τρελή τρελή σαραντάρα», όπου υποδύεται τη σοβαρή αδελφή της Ρένας Βλαχοπούλου, και στην «Αμαρτία της ομορφιάς», όπου μας χαρίζει ρεσιτάλ ερμηνείας ως αυταρχική μάνα.
Το 1971 ο Γιάννης Δαλιανίδης και ο Φίνος αποφασίζουν να γυρίσουν μια ταινία εμπνευσμένη από την μόδα της εποχής που ήταν τα καλλιστεία, αλλά και από τον «μύθο» των Ελλήνων εφοπλιστών που ήταν στη μεγάλη τους ακμή. Τίτλος της «Η αμαρτία της ομορφιάς». Ήταν η χρονιά που ο Φίνος ανακάλυψε μια νέα ηθοποιό, την Μπέτυ Λιβανού, στην οποία εμπιστεύθηκε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μαζί της στην ταινία ο Νίκος Γαλανός, που ήταν ο ζεν πρεμιέ της εποχής. Όπως λένε τα στοιχεία της Finos Film, η Τασσώ Καββαδία, αν και είχε αποφασίσει να μην ξαναπαίξει το ρόλο της κακιάς που συνήθιζε να ερμηνεύει μέχρι τότε, δέχτηκε να γίνει κακιά πεθερά εισπράττοντας την τριπλάσια αμοιβή από αυτή που συνήθως έπαιρνε.
Το μοναδικό της ταλέντο αλλά και η αρχοντική της παρουσία ήταν κομμένα και ραμμένα για τον ρόλο της ψηλομύτας και εκδικητικής, σε μια ευτυχή παντρειά κατά την οποία το ελληνικό σινεμά βρήκε τη μεγάλη του καρατερίστα. Η κινηματογραφική ακμή της Καββαδία κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια και η ίδια συμμετείχε σε 70 κοντά ταινίες, υποδυόμενη αρχοντικές και κακές γυναίκες. Η ίδια είχε πει:«Στην πρώτη μου ταινία έπαιξα μια άρρωστη γυναίκα που έχει χάσει το παιδί της και επειδή ζηλεύει τον άντρα της του κάνει τη ζωή πατίνι. Τους άρεσα πως έπαιζα αυτόν τον ρόλο και από τότε άρχισαν να μου προτείνουν ανάλογες ηρωίδες.
Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που έκανε τους σκηνοθέτες να μου προτείνουν να παίζω όλες τις στρίγκλες είχε πει. Ο Κακογιάννης μου είπε κάποτε ότι έχω κάτι στο βλέμμα μου που καρφώνει τον άλλον. Δεν θα ξεχάσω στα γυρίσματα της ‘‘Στέλλας’’ που η Μελίνα αναρωτιόταν πώς θα μου δώσει εκείνο το χαστούκι. ‘‘Μη σε νοιάζει’’, της απάντησε ο Κακογιάννης, ‘‘την ώρα που θα παίζετε, η Τασσώ θα σε κοιτάζει με τέτοιο βλέμμα που θα σε κάνει να της δώσεις τέσσερα χαστούκια’’. Ένα άλλο γεγονός που με έκανε να παίζω τελικά την κακιά του σινεμά ήταν ότι δεν με ένοιαζε να παίζω την άσχημη. Στην προσωπική μου ζωή είμαι εντελώς διαφορετική και οι νύφες μου λένε ότι είμαι καλή πεθερά».
Κακιά πεθερά, κακιά αδελφή, κακιά γειτόνισσα
Η Τασσώ Καββαδία με τις ερμηνείες της, σχεδόν πάντα έκανε τη ζωή δύσκολη στις συμπρωταγωνίστριές της. Ανάλογα με το σενάριο, ήταν αυστηρή, μοχθηρή, εκδικητική, ιντριγκαδόρα, ψηλομύτα ή απλώς κακιά. Το αυστηρό βλέμμα, η κοφτή φωνή, τα σουφρωμένα χείλη συνέθεταν την τέλεια εικόνα της κακιάς.
Ο κόσμος είχε ταυτίσει τόσο πολύ την ηθοποιό με τον ρόλο της, που πολλές φορές η ίδια νόμιζε ότι θα της επιτεθούν. «Ένιωθες πως θα με σκίσουν, αν με δουν μπροστά τους», είχε πει σε συνέντευξή της ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι αντιδράσεις του κόσμου τρόμαζαν τον σύζυγό της.
Παρόλο που είχε ταυτιστεί με την κακία και πολύς κόσμος τη μισούσε, η Καββαδία αναγνώριζε ότι ο ρόλος αυτός την έκανε γνωστή και της άνοιγε πόρτες στον κινηματογράφο. Αγαπούσε τον χαρακτήρα που ερμήνευε κι ας μην έμοιαζε με τον πραγματικό της.
Ωστόσο όσοι τη γνωρίζουν από κοντά μιλούν για έναν πολύ συμπαθή άνθρωπο. «Να χαμογελάτε! Κάθε μέρα κάτι άλλο θα φέρει, και μην τσιγκουνεύεστε την καλοσύνη» έλεγε η ίδια. Δηλωτικό του χαρακτήρα της είναι το γεγονός ότι την περίοδο της Κατοχής γίνεται Αδελφή του Ελέους δουλεύοντας για τον Ερυθρό Σταυρό.
Στη ζωή της δεν ήταν ποτέ κακιά – Πολλές φορές γινόταν αυστηρή, αλλά μόνο με το βλέμμα και όχι με τα λόγια
Με τον αυστηρό τρόπο και την υποκριτική μανιέρα τρόμαζε και τα εγγόνια της, όταν ήταν μικρά και έκαναν αταξίες. Ποτέ δεν ερχόταν σε ρήξη με τους συναδέλφους και τους προϊσταμένους της. Έφερνε εις πέρας όλες τις αρμοδιότητές της, χωρίς εντάσεις και ίντριγκες. Μόνο όταν ακουγόταν το «3,2,1 πάμε» και χτυπούσε η κλακέτα, η Τασσώ μεταμορφωνόταν. Από καλή κόρη, μητέρα, σύζυγος και συνεργάτης, γινόταν κακιά και αδίστακτη γυναίκα. «Η Αμαρτία της Ομορφιάς», ελληνική δραματική ταινία από το 1972. Εκεί ακούγεται μια από τις πιο δυνατές ατάκες: η ομίχλη του Λονδίνου. Και η έκρηξη ενάντια στη Μπέτυ Λιβανού.
Στο θέατρο, πάντως, έπαιξε ρόλους που κάλυπταν όλο το ρεπερτόριο, με μοναδική εξαίρεση την αρχαία τραγωδία. «Δεν έπαιξα αρχαία τραγωδία, γιατί τη σέβομαι πάρα πολύ, είναι κάτι μουσειακό για μένα. Ποτέ δεν μου έγινε πρόταση. Δεν μου αρέσει το μουσειακό θέατρο, μου αρέσει το καθημερινό θέατρο» είχε δηλώσει. Η πρώτη της θεατρική εμφάνιση έγινε το 1954 στο Θέατρο Τέχνης με τη «Μικρή μας πόλη» του Θόρντον Ουάιλντερ.
Χαρακτηρίζεται συνήθως ως η «κακιά» του ελληνικού κινηματογράφου καθώς λόγω του βλοσυρού παρουσιαστικού της ερμήνευε «αυστηρούς» ρόλους όπως της κακιάς πεθεράς, μάνας, αδερφής κ.ά.
Στο θέατρο έπαιξε ρόλους που κάλυπταν σχεδόν όλη την γκάμα του ρεπερτορίου εκτός από αρχαία τραγωδία.
Η εγγονή της Τασσώς Καββαδία σχεδιάζει ρούχα!
Η όμορφη νεαρή αν και σκέφτηκε να ασχοληθεί με την υποκριτική κατέληξε να σχεδιάζει ρούχα. Και έτσι, όμως, κατέληξε να ακολουθεί τα χνάρια της γιαγιάς της. Πώς; Η γνωστή ηθοποιός, όπως αποκαλύπτει τώρα η νεαρή εγγονή της είχε σπουδάσει σχέδιο μόδας στη Γαλλία, ωστόσο, την «κέρδισε» το σανίδι και η ηθοποιία και έτσι το όνειρο της ραπτικής έμεινε στο συρτάρι. Ώσπου το έβγαλε από αυτό η εγγονή της.
Η Τασσώ Καββαδία πέθανε πλήρης ημερών στα 91 της χρόνια το Σάββατο 18 Δεκεμβρίου του 2010
Τα τελευταία χρόνια τα πέρασε κλινήρης στο σπίτι της στο Φάληρο, καθώς την ταλαιπωρούσαν πολλά προβλήματα υγείας. Η γλυκύτατη κακιά του μεγάλου πανιού ήταν πάντα μια μεγάλη αγωνίστρια της ζωής και έφυγε από τον κόσμο στις 18 Δεκεμβρίου 2010. «Δεν πιστεύω ότι τελειώνει η ζωή όταν γεράσεις. Δεν πρέπει να εγκαταλείπεις. Πιστεύω ότι πρέπει να κάνεις όνειρα για το αύριο».
Στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας παίχτηκε η τελευταία «πράξη» για την αξέχαστη Τασσώ Καββαδία, μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες ηθοποιούς που σημάδεψε με τις ερμηνείες της τον ελληνικό κινηματογράφο.
Φίλοι και συγγενείς είχαν συνοδεύσει την Τασσώ Καββαδία στην τελευταία της κατοικία, απευθύνοντας το ύστατο χαίρε στην πιο ευγενική και καλοσυνάτη «κακιά» της μεγάλης οθόνης. Ανάμεσά τους ο Κώστας Πρέκας και ο Τρύφωνας Καρατζάς.
Ζώης Καπλάνης, ήταν Έλληνας επιχειρηματίας και εθνικός ευεργέτης από την Ήπειρο
Ζώης Καπλάνης
Ο Ζώης Καπλάνης, ήταν Έλληνας επιχειρηματίας και εθνικός ευεργέτης από την Ήπειρο. (Γραμμένο Ιωαννίνων 1736 - Μόσχα 20 Δεκεμβρίου 1806)
Γεννήθηκε στο χωριό Γραμμένο των Ιωαννίνων το 1736. Ο πατέρας του λεγόταν Κωνσταντίνος, από το Γραμμένο. Η μητέρα του ήταν από το χωριό Τζιουντίλα. Από μικρός έχασε την μητέρα του και όπως λέγεται υπόφερε τόσο, που οι συγχωριανοί του τον έλεγαν «Πικροζώη».
Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε, και μετά από λίγα χρόνια απεβίωσε αφήνοντας τον Ζώη εντελώς ορφανό. Χωρίς αδέρφια, και με καμία περιουσία ο Ζώης σε μικρή ηλικία, ανέλαβε την υποχρέωση να θρέφει την μητριά του.
Νοίκιαζε γαϊδουράκι και πήγαινε στο κοντινό δάσος, το λεγόμενο «Μεγαλόγγο» για να κόβει ξύλα, τα οποία μετέφερε στα Γιάννενα και τα πουλούσε. Μια μέρα η μητριά του τον έδιωξε βάναυσα από το σπίτι, και έτσι ο Ζώης εγκατέλειψε το Γραμμένο και πήγε στα Γιάννενα για να βρει καλύτερη μοίρα.
Εκεί τέθηκε υπό την προστασία του πλούσιου Κονιτσιώτη γουνεμπόρου και επίσης ευεργέτη Παναγιώτη Χατζηνίκου.
Με την πάροδο των ετών ο Χατζηνίκου αντιλαμβανόμενος την αξία και την φιλομάθεια του Καπλάνη, ο οποίος στο μεταξύ είχε μάθει μόνος του γραφή και ανάγνωση, τον απάλλαξε από τις χειρωνακτικές εργασίες και τον προσέλαβε ως υπάλληλο του ενώ μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα τον έχρισε γραμματικό του και στη συνέχεια συνέταιρό του.
Υπό την νέα του ιδιότητα, ο Καπλάνης συνέβαλε στην ανάπτυξη της επιχείρησης που είχε ως έδρα το Βουκουρέστι (τόπος διαμονής του Χατζηνίκου) ενώ από το 1771 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μόσχα.
Εκεί κατάφερε να αποκτήσει βαθμιαία μεγάλη περιουσία ζώντας ταυτόχρονα μια λιτή και θεοσεβή ζωή.
Πολλά από τα πλούτη του, ο Καπλάνης τα διέθετε για εθνοφελής σκοπούς:
Ίδρυσε το 1797 την Καπλάνειο Σχολή στα Ιωάννινα την οποία προίκησε με αξιόλογη βιβλιοθήκη, εργαλεία Φυσικής κλπ, ενώ μέσω της διαθήκης του δώρισε σημαντικά χρηματικά ποσά στις σχολές της Πάτμου και του Αγίου Όρους καθώς και κληροδότημα για το νοσοκομείο των Ιωαννίνων και για άλλους φιλανθρωπικούς σκοπούς αλλά και στο Βασιλικό Ορφανοτροφείο της Μόσχας με τον όρο να στέλνονται οι τόκοι στους επιτρόπους των εκκλησιών των Ιωαννίνων με σκοπό την ενίσχυση των φτωχών κατοίκων του Γραμμένου και της Ζοντίλας (τόπος καταγωγής της μητέρας του).
Απεβίωσε στις 20 Δεκεμβρίου του 1806 σε ηλικία 70 ετών στη Μόσχα.
Βασίλι Γκριγκόριεβιτς Ζάιτσεφ, ήταν Σοβιετικός σκοπευτής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Βασίλι Ζάιτσεφ
Ο Βασίλι Γκριγκόριεβιτς Ζάιτσεφ, ήταν Σοβιετικός σκοπευτής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. (23 Μαρτίου 1915 - 15 Δεκεμβρίου 1991)
Μέχρι τις 10 Νοεμβρίου 1942 σκότωσε 32 στρατιώτες των δυνάμεων του Άξονα, με τυπικό τουφέκι. Μεταξύ 10 Νοεμβρίου 1942 και 17 Δεκεμβρίου 1942, κατά τη διάρκεια της Μάχης του Στάλινγκραντ, σκότωσε 225 στρατιώτες του εχθρού συμπεριλαμβανομένων 11 σκοπευτών.
Ο Ζάιτσεφ έγινε διάσημος κατά τη διάρκεια του πολέμου και αργότερα του απονεμήθηκε ο τίτλος του ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης.
Η ζωή και η στρατιωτική του σταδιοδρομία αποτέλεσαν αντικείμενο πολλών βιβλίων και ταινιών: τα κατορθώματά του περιγράφονται λεπτομερώς στο βιβλίο του Γουίλιαμ Κρεγκ Εχθρός προ των πυλών:
Η μάχη για το Στάλινγκραντ που δημοσιεύθηκε το 1973. Απεικονίστηκε από τον Τζουντ Λο στην ταινία Εχθρός προ των Πυλών (2001).
Ο χαρακτήρας του Ζάιτσεφ εμφανίζεται επίσης στο ιστορικό μυθιστόρημα του Ντείβιντ Λ.Ρόμπινς το 1991, Πόλεμος των αρουραίων.
Ο Ζάιτσεφ γεννήθηκε στο Γιελενίνσκογιε, στο Κυβερνείο του Όρενμπουργκ, σε μια αγροτική οικογένεια ρωσικής εθνότητας. Μεγάλωσε στην περιοχή των Ουράλιων Ορέων, όπου έμαθε σκοποβολή κυνηγώντας ελάφια και λύκους μαζί με τον παππού και τον μεγαλύτερο αδερφό του. Έφερε στο σπίτι το πρώτο του τρόπαιο σε ηλικία 12 ετών. Αυτό το τρόπαιο ήταν ένας λύκος που πυροβόλησε με μία σφαίρα από το πρώτο του τουφέκι, ένα μεγάλο τουφέκι τύπου Μπερντάν, το οποίο τότε ήταν μετά βίας ικανός να κουβαλήσει στην πλάτη του λόγω του βάρους του τουφεκίου.
Ολοκλήρωσε επτά τάξεις του γυμνασίου. Το 1930 αποφοίτησε από ένα κολέγιο κατασκευών στην πόλη Μαγκνιτογκόρσκ, όπου έλαβε την ειδικότητα του εφαρμοστή. Αποφοίτησε από μαθήματα λογιστικής.
Από το 1937 άρχισε να υπηρετεί στο Στόλο του Ειρηνικού, όπου στρατολογήθηκε ως υπάλληλος του τμήματος πυροβολικού. Αφού σπούδασε στη Στρατιωτική Οικονομική Σχολή, διορίστηκε επικεφαλής της χρηματοοικονομικής μονάδας στο Στόλο του Ειρηνικού, στον Κόλπο Πρεομπραζένιε. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του εκεί ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Ο Ζάιτσεφ υπηρέτησε στο Σοβιετικό Ναυτικό ως υπάλληλος στο Βλαδιβοστόκ. Όταν η Ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, ο Ζάιτσεφ, παρομοίως με πολλούς από τους συντρόφους του, προσφέρθηκε να μεταφερθεί στην πρώτη γραμμή. Ήταν επικεφαλής αξιωματικός στο Πολεμικό Ναυτικό και έλαβε τον βαθμό ανώτερου ανθυπασπιστή κατά τη μεταφορά του στο στρατό.
Είχε υποβάλλει πέντε φορές αίτημα να τον στείλουν στο μέτωπο και τελικά, ο διοικητής δέχτηκε το αίτημά του.
Εντάχθηκε στο 1047ο σύνταγμα τουφεκιοφόρων της 284ης μεραρχίας τουφεκιοφόρων «Τομσκ», το οποίο έγινε μέρος της 62ης στρατιάς στο Στάλινγκραντ στις 17 Σεπτεμβρίου 1942.
Η ακρίβεια του Ζάιτσεφ στις βολές με τα τουφέκια ,τον οδήγησε να γίνει ελεύθερος σκοπευτής αφού συνδύαζε όλες τις ιδιότητες που συνυπάρχουν σε έναν ελεύθερο σκοπευτή. Ήξερε πώς να επιλέξει τις καλύτερες θέσεις και να τις καλύψει. Συνήθως κρυβόταν από στρατιώτες του εχθρού σε θέσεις όπου δεν μπορούσαν καν να τις φανταστούν. Ήδη από τις πρώτες μάχες με τον εχθρό, ο Ζάιτσεφ έδειξε ότι ήταν εξαιρετικός σκοπευτής. Από απόσταση 800 μέτρων από ένα παράθυρο, πυροβόλησε με ένα συνηθισμένο τουφέκι και σκότωσε τρεις στρατιώτες του εχθρού.
Κατά την περίοδο από τις 10 Νοεμβρίου έως τις 17 Δεκεμβρίου 1942, στις μάχες για το Στάλινγκραντ, σκότωσε 225 εχθρικούς στρατιώτες και αξιωματικούς, συμπεριλαμβανομένων 11 ελεύθερων σκοπευτών. Ο Ζάιτσεφ στα απομνημονεύματά του αναφέρει την μονομαχία του με έναν Στρατηγό Κένιγκ (σύμφωνα με τον Άλαν Κλαρκ -ήταν ο επικεφαλής της σχολής ελεύθερων σκοπευτών στο Τσόσεν,ο SS Standartenfuehrer (Συνταγματάρχης )Χάιντς Τόρβαλντ), ο οποίος είχε σταλθεί στο Στάλινγκραντ με ειδική αποστολή να καταπολεμήσει τους σοβιετικούς σκοπευτές. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Ζάιτσεφ στρατολόγησε και εκπαίδευσε άλλους σκοπευτές για να γίνουν ελεύθεροι σκοπευτές στο Στάλινγκραντ.
Ο Ζάιτσεφ πολέμησε στη μάχη του Στάλινγκραντ μέχρι τον Ιανουάριο του 1943 όταν μια έκρηξη νάρκης τον τραυμάτισε στα μάτια. Μεταφέρθηκε με αεροπλάνο στη Μόσχα και μόνο στις 10 Φεβρουαρίου 1943, μετά από αρκετές εγχειρήσεις, που εκτελέστηκαν εκεί από τον καθηγητή Βλαντιμίρ Φιλάτοφ, η όραση του αποκαταστάθηκε.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1943 τού απονεμήθηκε ο τίτλος του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης.
Επέστρεψε στο μέτωπο με το βαθμό του λοχαγού και συμμετείχε στην απελευθέρωση του Ντονμπάς, στη μάχη για το Δνείπερο, πολέμησε κοντά στην Οδησσό, στο Δνείστερο, στο Κίεβο και τελείωσε τον πόλεμο συμμετέχοντας στη Μάχη στα Υψώματα Ζέελοβ στη Γερμανία.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Ζάιτσεφ έγραψε δύο εγχειρίδια για ελεύθερους σκοπευτές όπου ανέλυσε επίσης την τεχνική των «έξι».
Μεταπολεμικά χρόνια
Μετά τον πόλεμο, ο Ζάιτσεφ εγκαταστάθηκε στο Κίεβο, όπου σπούδασε σε πανεπιστήμιο κλωστοϋφαντουργίας πριν αρχίσει να εργάζεται ως μηχανικός. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, έπεσε θύμα της μεταπολεμικής παράνοιας «κατασκοπείας», καθώς κρατήθηκε σε προδικαστικό κέντρο κράτησης το 1951 με 1953. Τελικά έγινε διευθυντής ενός εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας στο Κίεβο και παρέμεινε σε αυτήν την πόλη μέχρι που πέθανε στις 15 Δεκεμβρίου 1991 σε ηλικία 76 ετών, έντεκα ημέρες πριν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Αρχικά θάφτηκε στο Κίεβο παρά το τελευταίο αίτημά του να ταφεί στο Βόλγκογκραντ.
Εορτασμός 2006
Στις 31 Ιανουαρίου 2006, ο Βασίλι Ζάιτσεφ επαναενταφιάστηκε με πλήρη στρατιωτική τιμή στο μνημείο του Στάλινγκραντ στο λόφο Μαμάγιεφ στο Βόλγκογκραντ. Η τελευταία επιθυμία του Ζάιτσεφ ήταν να ταφεί στο μνημείο των υπερασπιστών του Στάλινγκραντ. Το φέρετρο του μεταφέρθηκε δίπλα σε ένα μνημείο όπου γράφτηκε το περίφημο απόσπασμα του: «Για εμάς δεν υπήρχε γη πέρα από το Βόλγα».
Στη λαϊκή κουλτούρα
Ταινία, Εχθρός προ των Πυλών
Η ταινία Εχθρός προ των πυλών (2001) με πρωταγωνιστή τον Τζουντ Λο στον ρόλο του Ζάιτσεφ, βασίστηκε σε μέρος του βιβλίου του Γουίλιαμ Κρεγκ Εχθρός προ των πυλών: Η μάχη για το Στάλινγκραντ που δημοσιεύθηκε το 1973, στο οποίο περιλαμβάνεται μια «μονομαχία ελεύθερων σκοπευτών» μεταξύ του Ζάιτσεφ και ενός ελεύθερου σκοπευτή της Βέρμαχτ, του Ταγματάρχη Έρβιν Κένιγκ.
Στα δικά του απομνημονεύματα ο Ζάιτσεφ γράφει ότι το περιστατικό αυτό συνέβη σε διάρκεια τριών ημερών μονομαχίας και ότι ο σκοπευτής που σκότωσε ήταν ο επικεφαλής μιας σχολής ελεύθερων σκοπευτών κοντά στο Βερολίνο.
Ωστόσο, ο ιστορικός Άντονι Μπίβορ δηλώνει ότι τα ρωσικά αρχεία του Υπουργείου Άμυνας έρχονται σε αντίθεση με αυτό και η μονομαχία είχε δημιουργηθεί ως σοβιετική προπαγάνδα.
Λογοτεχνία
Το ιστορικό μυθιστόρημα του Ντείβιντ Λ.Ρόμπινς, Πόλεμος των αρουραίων (1991) περιλαμβάνει τη μονομαχία ελεύθερων σκοπευτών στο Στάλινγκραντ μεταξύ του Ζάιτσεφ κι ενός Γερμανού αντιπάλου, του συνταγματάρχη Χάιντς Τόρβαλντ, ο οποίος αναγνωρίστηκε ως πραγματικός μαχητής στην εισαγωγή του βιβλίου από τον συγγραφέα.
Ο Ραμόν Ροσάνας έγραψε ένα κόμικ για τη σύγκρουση μεταξύ Ζάιτσεφ και Κένιγκ.
Περισσότερα Άρθρα...
- Μέντης Μποσταντζόγλου, γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Μποστ, ήταν Έλληνας σκιτσογράφος και γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος
- Νίκος Σταυρίδης, ήταν από τους σπουδαιότερους Έλληνες κωμικούς ηθοποιούς του κινηματογράφου και του θεάτρου
- Ναπολέων Ζέρβας, ήταν Έλληνας Στρατιωτικός, Κινηματίας, Ιδρυτής του ΕΔΕΣ και Πολιτικός
- Μένης Κουμανταρέας, ήταν από τους σπουδαιότερους έλληνες πεζογράφους, γνωστός στο ευρύ κοινό από το μυθιστόρημά του "Η φανέλα με το 9", που μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Παντελής Βούλγαρης το 1988