Άρθρα
Κόμπι Μπιν Μπράιαντ, ήταν Αμερικανός διεθνής καλαθοσφαιριστής και θεωρείται από τους κορυφαίους στην ιστορία του αθλήματος
Κόμπι Μπράιαντ
Ο Κόμπι Μπιν Μπράιαντ, ήταν Αμερικανός διεθνής καλαθοσφαιριστής. (Kobe Bean Bryant), (Φιλαδέλφεια 23 Αυγούστου 1978 - 26 Ιανουαρίου 2020, Καλαμπάσας)
Αγωνιζόταν στη θέση του σούτινγκ γκαρντ για την ομάδα των Λος Άντζελες Λέικερς του ΝΒΑ και θεωρείται από τους κορυφαίους στην ιστορία του αθλήματος.
Είχε ύψος 1,98 μέτρα και βάρος 98 κιλά. Αγωνίστηκε όλα τα χρόνια της καριέρας του (20) στους Λος Άντζελες Λέικερς και φορούσε τους αριθμούς 8 και 24 (και οι 2 αποσύρθηκαν προς τιμήν του το 2017 από την ομάδα των Λέικερς).
Είχε ρεκόρ καριέρας 81 πόντους (το δεύτερο καλύτερο στην ιστορία του NBA) που σημείωσε τον Ιανουάριο του 2006 κόντρα στους Τορόντο Ράπτορς, ενώ το 2016 στο τελευταίο του παιχνίδι σε ηλικία 38 ετών και 234 ημερών σημείωσε 60 πόντους, απόδοση που αποτελεί ρεκόρ πόντων σε τελευταίο αγώνα καριέρας στο ΝΒΑ. Με αυτό επίσης έγινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία παίκτης που κατάφερε να πετύχει 60 πόντους.
Ο Μπράιαντ είναι 4ος σκόρερ στην ιστορία του NBA με 33.643 πόντους συνολικά έχοντας ακόμα 7.047 ριμπάουντ και 6.306 ασίστ.
Κατέκτησε 5 πρωταθλήματα, ένα βραβείο MVP της κανονικής περιόδου (2008), 2 βραβεία MVP των τελικών του NBA (το 2009 και το 2010) και 4 βραβεία MVP σε All-Star Game (2002, 2007, 2009, 2011).
Γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνια. Εισήλθε στο ΝΒΑ απευθείας από το Λύκειο (ονόματι Lower Merion High School), και επιλέχθηκε στο νούμερο 13 του NBA Draft του 1996 από τους Σάρλοτ Χόρνετς.
Έπαιξε για τους Λέικερς σε ολόκληρη την καριέρα του, κερδίζοντας πέντε πρωταθλήματα ΝΒΑ. Ο Μπράιαντ έχει επιλεχθεί 16 φορές All-Time Game και 12 φορές στην καλύτερη αμυντική πεντάδα.
Έχει βγει πρώτος σκόρερ της αγωνιστικής περιόδου δύο φορές (το 2005-06 και 2006-07) και είναι τρίτος σκόρερ της στην ιστορία του NBA προσπερνώντας τον Μάικλ Τζόρνταν τον Δεκέμβριο του 2014, αφήνοντας τον Τζόρνταν στην τέταρτη θέση.
Μετά την έναρξη της 20ής σεζόν του με τους Λέικερς το 2015-16, το οποίο αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο ρεκόρ NBA για τις περισσότερες σεζόν με την ίδια ομάδα (καταρρίφθηκε αργότερα από τον Ντιρκ Νοβίτσκι με 21 σεζόν στους Ντάλας Μάβερικς ), ο Μπράιαντ ανακοίνωσε ότι θα αποσυρθεί στο τέλος της.
Το 1996, μαζί με τον Κόμπι Μπράιαντ, στους Λέικερς υπέγραψε και ο Σακίλ Ο'Νιλ. Ο Μπράιαντ και ο τότε συμπαίκτης του Σακίλ Ο'Νιλ οδήγησαν τους Λέικερς σε τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα ΝΒΑ από το 2000 έως το 2002.
Μετά την αναχώρηση του Ο' Νιλ, την περίοδο 2003-04, ο Μπράιαντ έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος της ομάδας.
Αποτέλεσε τον παίκτη που σημείωσε τους περισσότερους πόντους στο πρωτάθλημα κατά της περιόδους 2005–06 και 2006–07. Στις 22/1/2006 έκανε προσωπικό ρεκόρ πόντων, σκοράροντας 81 κατά των Τορόντο Ράπτορς, τη δεύτερη μεγαλύτερη επίδοση στο σκοράρισμα στην ιστορία του ΝΒΑ, μετά τους 100 πόντους που σημείωσε ο Ουίλτ Τσάμπερλεϊν στις 2 Μαρτίου του 1962 με τους Φιλαδέλφεια Γουόριορς ενάντια στους Νιου Γιορκ Νικς.
Τη σεζόν 2008-09 κατέκτησε για τέταρτη φορά το πρωτάθλημα νικώντας στους Τελικούς τους Ορλάντο Μάτζικ, του Ντουάιτ Χάουαρντ, παίρνοντας μάλιστα για πρώτη φορά και το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη των Τελικών.
Τη σεζόν 2009-2010 οδήγησε ξανά τους Λέικερς στην κατάκτηση του τίτλου κερδίζοντας το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη των Τελικών για δεύτερη φορά στην καριέρα του απέναντι στην τριάδα Γκαρνέτ, Πιρς, Άλλεν, από τους οποίους είχε ηττηθεί στους Τελικούς πριν δύο χρόνια στην σεζόν 2007-2008.
Ο Μπράιαντ έλαβε το Βραβείο Πολυτιμότερου Παίκτη (MVP) κατά την αγωνιστική περίοδο ΝΒΑ 2007–2008, αφού οδήγησε την ομάδα του στους τελικούς της διοργάνωσης.
Είναι ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία των Λος Άντζελες Λέικερς και ο πρώτος παίκτης στο NBA που έχει 30.000+ πόντους και 6.000+ ασίστ.
Το 1997 κατέκτησε τον Διαγωνισμό Καρφωμάτων στο NBA (Slam Dunk Contest).
Επίσης έχει 4 βραβεία MVP (πολυτιμότερου παίκτη) του All-Star Game, ισοφαρίζοντας έτσι το ρεκόρ με τα περισσότερα στην ιστορία του NBA. Δύο μεγάλα αθλητικά κανάλια στην Αμερική, το Sporting News και το TNT ονόμασαν τον Μπράιαντ τον καλύτερο παίκτη της δεκαετίας του 2000.
Το 2008 και το 2012 κατέκτησε χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου και του Λονδίνου αντίστοιχα ως μέλος της Εθνικής Ομάδας των Η.Π.Α.
Στατιστικά Καριέρας
Κανονική Διάρκεια
Πλέι-οφ
Η απόσυρση
Στις 29 Νοεμβρίου 2015 ανακοίνωσε ότι θα αποσυρθεί από την ενεργό δράση στο τέλος της σεζόν με μία συγκινητική επιστολή στο theplayerstribune.com.
Συγκεκριμένα έγραφε: "Αγαπημένο μου μπάσκετ"
Από τη στιγμή που φόρεσα τις κάλτσες του πατέρα μου και ξεκίνησα νοητά να εκτελώ νικητήρια σουτ στο θρυλικό Western Forum, ήξερα πως ένα πράγμα ήταν αληθινό. Σε ερωτεύθηκα. Σε αγάπησα τόσο, που σου έδωσα τα πάντα. Το μυαλό και το κορμί μου, το πνεύμα και την ψυχή μου. Ήμουν ένα εξάχρονο παιδί που σε αγάπησε έντονα. Δεν είδα ποτέ το τέλος του τούνελ. Είδα μόνο τον εαυτό μου να βγαίνει τρέχοντας από αυτό. Έτρεξα πάνω κάτω σε κάθε παρκέ για να κυνηγήσω κάθε μπαλιά. Μου ζήτησες να παλέψω και σου έδωσα την καρδιά μου γιατί μου προσέφερες πολλά περισσότερα.
Έπαιξα με ιδρώτα και με πόνο, όχι μόνο επειδή η πρόκληση με καλούσε, αλλά κι επειδή ΕΣΥ με φώναζες. Εκανα τα πάντα για ΕΣΕΝΑ, γιατί έτσι πρέπει να κάνεις όταν κάποιος σε κάνει να αισθάνεσαι τόσο ζωντανός, όσο εσύ με άφησες να νιώσω. Έδωσες σε ένα εξάχρονο παιδί το Laker Dream και για πάντα θα σε αγαπώ. Όμως, δεν μπορώ να σε αγαπώ τόσο αρρωστημένα για πολύ ακόμα. Αυτή τη χρονιά, είναι ό,τι μου έχει απομείνει για να σου δώσω. Η καρδιά μου μπορεί να αντέξει το σφυροκόπημα, το μυαλό μου θα το διαχειριστεί, όμως το σώμα μου ξέρει πως ήρθε η στιγμή να πω αντίο.
Και είμαι εντάξει. Είμαι έτοιμος να σε αφήσω να φύγεις. Θέλω να το γνωρίζεις τώρα, ώστε και οι δυο να αδράξουμε κάθε στιγμή που μας απόμεινε. Τα καλά και τα άσχημα. Δώσαμε ο ένας στον άλλο όσα είχαμε.
Γνωρίζουμε και οι δυο, πως ό,τι κι αν κάνω μετά, θα είμαι πάντα αυτό το παιδί με τις γυρισμένες κάλτσες, τον κάδο με τα σκουπίδια στη γωνία και τα πέντε δευτερόλεπτα. Η μπάλα είναι στα χέρια μου. 5... 4... 3... 2... 1
Πάντα θα σε αγαπώ,
Kobe».
Στο τελευταίο του παιχνίδι ο Μπράιαντ πέτυχε 60 πόντους, στη νίκη των Λέικερς επί των Γιούτα Τζαζ.
Προσωπική ζωή
Ο Μπράιαντ ήταν παντρεμένος (από το 2001) με την Vanessa Laine με την οποία και είχαν αποκτήσει 4 παιδιά.
Το 2003 κατηγορήθηκε για σεξουαλική επίθεση από την υπάλληλο ενός ξενοδοχείου στο Κολοράντο. Αν και ο Μπράιαντ παραδέχτηκε πως συνευρέθηκε με την ενάγουσα αρνήθηκε πως επρόκειτο για επίθεση. Το Σεπτέμβριο του 2004 οι κατήγοροι απέσυραν την υπόθεση.
Το 2018 ο Μπράιαντ κέρδισε το Academy Award for Best Animated Short Film για την ταινία του Dear Basketball.
Μιχάλης Ροζάκης, ήταν Έλληνας βιρτουόζος πιανίστας, συνθέτης, μαέστρος, τραγουδιστής και καθηγητής μουσικής
Μιχάλης Ροζάκης
Ο Μιχάλης (Μάικ) Ροζάκης ήταν Έλληνας βιρτουόζος πιανίστας, συνθέτης, μαέστρος, τραγουδιστής και καθηγητής μουσικής. (1946 - 23 Ιανουαρίου 2009)
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1946. Ξεκίνησε τη μουσική του πορεία στην Ελβετία, σε ηλικία 17 χρονών, σε ένα συγκρότημα που ονομαζώταν Potflair. Στη συνέχεια, επέστρεψε στην Αθήνα και διετέλεσε τραγουδιστής και μπασίστας των Charms, των Juniors και των Playboys, δημιουργώντας ροκ επιτυχίες της εποχής.
Έπειτα αποφάσισε να ακολουθήσει σόλο καριέρα γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία με τους δίσκους του 45 στροφών: Έτσι είναι η ζωή»/Όταν έφυγες, Μίννι-σκερτ»/Είναι αργά,Μια μέρα θαρθείς»/Προσευχή, Σαν τραγουδώ/Γυάλινος πύργος, Εγωισμός/Δάκρυα στα μάτια, Προβλήματα/Ποιος μπορεί να ξέρει (1974) καθώς και τους LP δίσκους του: Μάικ Ροζάκης και οι Playboys» (1971) και «Μ. Ροζάκης» (1975, ανατυπώθηκε το ίδιο έτος).
Έχοντας σπουδάσει στο Εθνικό Ωδείο (πτυχίο φούγκας το 1977 από τον Μ. Βούρτση) και στην Ελβετία εξελίχθηκε σε σπουδαίο ενορχηστρωτή. Για 4 χρόνια υπήρξε διευθυντής μουσικών προγραμμάτων της ΕΡΤ και διευθυντής της Ορχήστρας Ποικίλης Μουσικής.
Επιπροσθέτως, υπήρξε καθηγητής θεωρητικών του Εθνικού Ωδείου (ωδικής και αρμονίας από το 1987, αντίστιξης από το 1985, φούγκας από το 1988 και σύνθεσης από το 1990).
Επίσης, από το 1995, ανέλαβε το τμήμα προετοιμασίας μουσικών σπουδών ΑΕΙ και από το 1996, την τάξη ενορχήστρωσης για τη θεατρική και την κινηματογραφική μουσική.
Το 1996 έγινε η πρώτη εκτέλεση του Κοντσέρτου του για πιάνο στο Εθνικό Ωδείο. Έχουν εκτελεστεί και άλλα έργα του όπως: Φαντασία για τούμπα και ξύλινα, Μεταμορφώσεις για 9 πνευστά, Ικεσία, 14 πικρές πραγματικότητες (καντάτα για 3 φωνές, χορωδία και ορχήστρα, που κυκλοφόρησε σε δίσκους και εκτελέστηκε στην Αθήνα: Φεστιβάλ Έκφραση, και στην Κύπρο, Λευκωσία και Λεμεσό), Forma E5.
Το 1979 σε συνεργασία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στην «Καμπίρια», ανέλαβε τη μουσική προσαρμογή των τραγουδιών σε στίχους του Παύλου Μάτεση.
Το 1992 ανέλαβε τη διδασκαλία ορχήστρας και την ενορχήστρωση της ροκ όπερας "Δαίμονες" σε συνεργασία με τον Νίκο Καρβέλα, τον Σταύρο Σιδερά και την Άννα Βίσση.
Συμμετείχε ως ενορχηστρωτής στο διαγωνισμό της Eurovision με την Ελλάδα και την Κύπρο, καθώς και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Πέθανε στην Αθήνα το 2009.
Ζαν Μορό, ήταν σημαντική Γαλλίδα ηθοποιός στο θέατρο και τον κινηματογράφο, σκηνοθέτρια και σεναριογράφος
Ζαν Μορό
Η Ζαν Μορό, ήταν σημαντική Γαλλίδα ηθοποιός στο θέατρο και τον κινηματογράφο, σκηνοθέτρια και σεναριογράφος. (Ζαν Μορώ) (γαλλικά: Jeanne Moreau, 23 Ιανουαρίου 1928 - 31 Ιουλίου 2017)
Γεννήθηκε στο Παρίσι από Γάλλο πατέρα και Αγγλίδα μητέρα. Ξεκίνησε την καριέρα της το 1947 στο θέατρο, έγινε βασικό στέλεχος της Κομεντί Φρανσαίζ την περίοδο 1947-1951 (τότε ήταν το νεότερο σε ηλικία μέλος αυτού του οργανισμού), στη συνέχεια συνεργάστηκε με το Theatre National Populaire και κατόπιν έκανε προσωπικούς θιάσους.
Ερμήνευσε πρωταγωνιστικούς ρόλους σε έργα των Σαίξπηρ, Μολιέρου, Μαριβώ, Ζωρζ Φεντώ, Ιβάν Τουργκένιεφ, Αντρέ Ζιντ, Ζαν Κοκτώ, Τζωρτζ Μπέρναρ Σω, Τένεσι Γουίλιαμς, Πέτερ Χάντκε, Χάινερ Μύλερ και συνεργάστηκε με μεγάλους σκηνοθέτες όπως ο Πήτερ Μπρουκ, ο Κλωντ Ρεζύ, ο Αντουάν Βιτέζ και ο Κλάους Μίκαελ Γκρύμπερ).
Θέατρο
Στις μεγάλες θεατρικές επιτυχίες της συγκαταλέγονται ο ρόλος της Βέρα στο έργο του Ιβάν Τουργκένιεφ Ένας μήνας στην εξοχή (1947, σε ηλικία μόλις 19 ετών), ο ρόλος της Ελίζα Ντούλιτλ στο έργο του Τζωρτζ Μπέρναρ Σω Πυγμαλίων (1954), ο ρόλος της Μάγκι στο έργο του Τένεσι Γουίλιαμς Η λυσσασμένη γάτα (1957), ο ρόλος της Λούλου στο έργο του Φρανκ Βέντεκιντ Λούλου (1976), ο ρόλος της Τσερλίν στο έργο του Χέρμαν Μπροχ Η διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίν (1986-1988), για το οποίο τιμήθηκε με βραβείο Μολιέρ Α' γυναικείου ρόλου το 1988, και ο ρόλος της Σελεστίνας στο έργο του Φερνάρντο Ντε Ρόχας Η Σελεστίνα (1989).
Κινηματογράφος
Το 1949 έκανε το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο στο φιλμ Dernier amour. Πρωταγωνίστησε τόσο σε ταινίες του παραδοσιακού εμπορικού κυκλώματος, όσο και σε ταινίες του Νέου Γαλλικού Κύματος και συνεργάστηκε με σκηνοθέτες όπως ο Φρανσουά Τρυφώ, ο Λουί Μαλ, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και ο Ζαν Ρενουάρ. Πρωταγωνίστησε σε πολύ σημαντικές δημιουργίες του γαλλικού σινεμά, όπως οι ταινίες του Τρυφώ Ζυλ και Τζιμ (1962, στον θρυλικό ρόλο της Κατρίν, της νεαρής χαρισματικής γυναίκας που εμπλέκεται σε ένα επικίνδυνο ερωτικό τρίγωνο με δύο επιστήθιους φίλους) και Η νύφη φορούσε μαύρα (1967, στον ρόλο της Ζυλί Κολέρ, μιας νεαρής γυναίκας που αποφασίζει να εκδικηθεί τους πέντε άντρες που ευθύνονται για τη δολοφονία του συζύγου της), οι ταινίες του Μαλ Ασανσέρ για δολοφόνους (1958, στον ρόλο της Φλοράνς Καραλά, μιας γοητευτικής άπιστης συζύγου που περιπλανιέται στο νυχτερινό Παρίσι, περιμένοντας μάταια τον εραστή της που έχει παγιδευτεί σε ένα ασανσέρ), Οι εραστές (1958, στον ρόλο της Ζαν Τουρνιέ, μιας νεαρής γυναίκας που εγκαταλείπει τον σύζυγό της και τη μικρή της κόρη για έναν φοιτητή που μόλις έχει γνωρίσει) και Βίβα Μαρία (1965, όπου η Ζαν Μορό και η Μπριζίτ Μπαρντό υποδύονται δύο χορεύτριες του μιούζικ-χωλ, που εμπλέκονται σε μια επανάσταση στο Μεξικό στις αρχές του εικοστού αιώνα), η ταινία του Ζακ Ντεμύ Το λιμάνι των αγγέλων (1963, στον ρόλο της Τζάκι, μιας μοιραίας γυναίκας παθιασμένης με τον τζόγο), η ταινία του Ροζέ Βαντίμ Επικίνδυνες σχέσεις (1959, στον ρόλο της σατανικής Ζυλιέτ Ντε Μερτέιγ), η ταινία του Φιλίπ Ντε Μπροκά Παράνομη ευτυχία (1972, στον ρόλο της Λουίζ, μιας 40άρας δασκάλας που ερωτεύεται έναν πολύ νεότερό της άντρα) και η ταινία του Μπερτράν Μπλιέ Ο χορός των διεφθαρμένων (1974, στον ρόλο της Ζαν, μιας γυναίκας που βγαίνει από τη φυλακή και έχει μια ερωτική περιπέτεια με δύο νεότερούς της άντρες).
Εκτός συνόρων
Εκτός από ταινίες Γάλλων σκηνοθετών, η Μορό πρωταγωνίστησε σε έργα του Λουίς Μπουνιουέλ, (Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας, 1964, στον ρόλο της Σελεστίν, μιας φιλόδοξης καμαριέρας που προσπαθεί να ανέλθει κοινωνικά στην επαρχιακή Γαλλία του Μεσοπολέμου), του Μικελάντζελο Αντονιόνι (Η νύχτα, 1961, στον ρόλο της Λίντια, της αποξενωμένης συζύγου ενός διάσημου συγγραφέα), του Όρσον Γουέλς (Η δίκη, 1962, Οι καμπάνες του μεσονυκτίου, 1966, Αθάνατη ιστορία, 1968, στον ρόλο της Βιρζινί, μιας πόρνης που δέχεται να συμμετάσχει στην αναπαράσταση ενός θρύλου), του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (Ο καβγατζής, 1982, στον ρόλο της Μαντάμ Λυζιάν, μοναδικής γυναικείας παρουσίας σε ένα ανδροκρατούμενο σύμπαν), του Θόδωρου Αγγελόπουλου (Το μετέωρο βήμα του πελαργού, 1991, στον ρόλο της Γαλλίδας συζύγου ενός εξαφανισμένου Έλληνα πολιτικού), του Τόνι Ρίτσαρντσον (Φλογισμένη σάρκα, 1966, στον ρόλο μιας δαιμονικής δασκάλας, Ο ναύτης του Γιβραλτάρ, 1967, στον ρόλο της Άννα, μιας γοητευτικής Γαλλίδας που αναζητεί τον νεανικό της έρωτα), του Πήτερ Μπρουκ (Έξι μέρες, επτά νύχτες, 1960, στον ρόλο της Αν Ντεμπαρέντ, μιας παντρεμένης αστής που ερωτεύεται έναν εργάτη), του Ηλία Καζάν (Ο τελευταίος των μεγιστάνων, 1976, στον ρόλο μιας Γαλλίδας σταρ στο Χόλυγουντ της δεκαετίας του 1930), του Τζόζεφ Λόουζι (Εύα, 1962, στον εμβληματικό ρόλο της Εύα, μιας πόρνης πολυτελείας που ταπεινώνει έναν νεαρό συγγραφέα σε μια Βενετία που αργοπεθαίνει, Μίστερ Κλάιν, 1976, Η πέστροφα, 1982), του Μάρτιν Ριτ (Η Γιοβάνκα και οι άλλες, 1960), του Βιμ Βέντερς (Μέχρι το τέλος του κόσμου, 1991) και του Μανουέλ ντε Ολιβέιρα (Ο Γκέμπο και η σκιά του, 2012). Έπαιξε, επίσης, σε αρκετές χολυγουντιανές παραγωγές, όπως Οι νικητές (1963) του Καρλ Φόρμαν, Η κίτρινη Ρολς-Ρόυς (1964) του Άντονι Άσκουιθ, Το τραίνο (1964) του Τζον Φρανκενχάιμερ, Η Μεγάλη Αικατερίνη (1968) του Γκόρντον Φλέμινγκ και Μόντυ Γουώλς (1970) του Γουίλιαμ Φρέικερ.
Ερμήνευσε συχνά ρόλους απελευθερωμένης μοιραίας γυναίκας, με έντονο πάθος και δυναμισμό, και συμπρωταγωνίστησε με διάσημους ηθοποιούς όπως ο Ζαν Γκαμπέν, ο Ζεράρ Φιλίπ, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ο Πήτερ Ο' Τουλ, ο Μπαρτ Λάνκαστερ, ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό, ο Αλαίν Ντελόν, ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, ο Λι Μάρβιν, ο Μισέλ Πικολί, ο Μαξ Φον Σίντοφ, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο και ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Επιπρόσθετα, σκηνοθέτησε η ίδια δύο ταινίες (Φως, 1976 και L'adolescente, 1979) και ασχολήθηκε και με το τραγούδι.
Βραβεία
Έχει λάβει το βραβείο καλύτερης ηθοποιού στο φεστιβάλ των Καννών (από κοινού με τη Μελίνα Μερκούρη) για το Μοντεράτο Καντάμπιλε, το BAFTA καλύτερης ξένης ηθοποιού για το Βίβα Μαρία και το Σεζάρ Α' γυναικείου ρόλου για το La vieille qui marchait dans la mer. Για τη συνολική της προσφορά, έχει λάβει τον Τιμητικό Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ Βενετίας, το Τιμητικό BAFTA της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, την Τιμητική Χρυσή Άρκτο του Φεστιβάλ Βερολίνου και το Τιμητικό Σεζάρ.
Διετέλεσε Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Καννών δύο φορές, το 1975 και το 1995, και Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Βερολίνου το 1983.
Προσωπική ζωή
Παντρεύτηκε δύο φορές: με τον Γάλλο σκηνοθέτη και ηθοποιό Ζαν-Λουί Ρισάρ (1949-1956), με τον οποίο απέκτησαν έναν γιο, τον Ζερόμ, και με τον Αμερικανό σκηνοθέτη Γουίλιαμ Φρήντκιν (1977-1979).
Πέθανε στις 31 Ιουλίου 2017 στο Παρίσι.
Χέλμουτ Νιούτον, ήταν Γερμανός φωτογράφος, που ασχολήθηκε κυρίως με τη φωτογραφία μόδας και τη γυμνή φωτογράφηση
Χέλμουτ Νιούτον
Ο Χέλμουτ Νιούτον, ήταν Γερμανός φωτογράφος, που ασχολήθηκε κυρίως με τη φωτογραφία μόδας και τη γυμνή φωτογράφηση. Από το 1974 οι φωτογραφίες του πρωτοστατούν σε γνωστά περιοδικά μόδας, ενώ συνεργάστηκε επίσης και με ανδρικά περιοδικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Χέλμουτ Νιούτον έπασχε από αχρωματοψία. (Helmut Newton, 31 Οκτωβρίου 1920 - 23 Ιανουαρίου 2004)
Ο Νιούτον γεννήθηκε το 1920 στο Βερολίνο και ήταν εβραϊκής καταγωγής. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Neustädter. Στα 12 του αποκτά την πρώτη του φωτογραφική μηχανή.
Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης επιχείρησης με κουμπιά και αγκράφες, η Αμερικανίδα μητέρα του, μόνιμα κοντά στον Νιούτον, διατηρούσε τον στοργικό και υπερπροστατευτικό της ρόλο.
Ο Νιούτον εγγράφεται στο αμερικάνικο σχολείο του Βερολίνου, αλλά η φοίτησή του δεν θα ολοκληρωθεί. Η έκδηλη τεμπελιά του για τα μαθήματα και η υπέρμετρη λατρεία του για την κολύμβηση, τα κορίτσια και τη φωτογραφία θα αναγκάσουν τον διευθυντή του σχολείου να τον αποβάλει.
Το 1936 προσεγγίζει την Έλσα Σίμον (Ιβα), διάσημη φωτογράφο, και μαθητεύει δίπλα της έως το 1938. Εκείνη τη χρονιά η τελευταία δολοφονείται από τους ναζιστές. Την ίδια χρονιά η οικογένεια Νιούτον αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Γερμανία αφήνοντας όμως πίσω τον Χέλμουτ ο οποίος, μη έχοντας ολοκληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του, καθυστερεί ένα μήνα τη αποχώρησή του περιμένοντας την έκδοση του διαβατηρίου του.
Το ταξίδι του μέσα στο Conte Rosso μαζί με εκατοντάδες άλλους φυγάδες θα εξελιχθεί γι’ αυτόν μία αναπάντεχη εμπειρία. Όπως είχε δηλώσει:
Αυτό το πλοίο ήταν για εμάς παράδεισος. Κάθε απόγευμα χορεύαμε, πίναμε, ικανοποιούσαμε τα σεξουαλικά μας απωθημένα. Προσέγγιζα πάντα τις μεγαλύτερες γυναίκες. Με γοήτευαν η λάμψη τους, η εξυπνάδα τους και η σεξουαλικότητα που εξέπεμπαν.
Ο Νιούτον δεν ολοκληρώνει το ταξίδι του μέχρι τη Χιλή, όπου περιμένουν οι δικοί του, αλλά αποβιβάζεται στη Σιγκαπούρη. Θα εργαστεί ως ρεπόρτερ στη «Singapore Straits Times» και ως φωτογράφος πορτρέτων.
Μετά τον διωγμό των βρετανικών αρχών το 1940 θα βρεθεί στην Αυστραλία για να δουλέψει ως γεωργός. Κατατάσσεται στον αυστραλιανό στρατό και το 1946 πολιτογραφείται Αυστραλός και το Neustaedter θα μετατραπεί σε Νιούτον. Την ίδια χρονιά δημιουργεί το προσωπικό του στούντιο στο κοσμικό Φλίντερ Λέιν της Μελβούρνης.
Το 1948 νυμφεύεται την ηθοποιό και μοντέλο Τζουν Μπράουν, γνωστή ως Τζουν Μπρουνέλ. Η ίδια θα αποδειχθεί αξιόλογη φωτογράφος που θα δράσει κάτω από το ψευδώνυμο Άλις Σπρινγκς. Η σχέση τους διατήρησε το στοιχείο της διακριτικότητας, όσα χρόνια και αν πέρασαν.
Το 1953 πραγματοποιεί την πρώτη του έκθεση μαζί με τον Αυστραλό φωτογράφο Βόλφγκανγκ Σίβερς (Wolfgang Sievers). Λίγα χρόνια αργότερα θα συνεργαστεί με τον Χένρι Τάλμποτ (Henry Talbot), επίσης διωκόμενο Εβραίο, και το στούντιο θα μετονομαστεί σε «Χέλμουτ Νιούτον & Χένρι Τάλμποτ».
Η επαγγελματική και φιλική τους σχέση θα συνεχιστεί και μετά το 1957, όταν ο Νιούτον θα φύγει για το Λονδίνο με ετήσιο συμβόλαιο στην αγγλική «Vogue». Προτού ολοκληρωθεί ο χρόνος πηγαίνει στο Παρίσι όπου θα δουλέψει για γαλλικά και γερμανικά περιοδικά.
Σύντομα θα επιστρέψει στην Αυστραλία με ένα συμβόλαιο στην αυστραλιανή «Vogue» και μετά πάλι πίσω στο Παρίσι (1961) όπου θα συνεχίσει τη δουλειά του ως φωτογράφος μόδας.
Το 1976 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «White Women». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του περιορίζει τις μετακινήσεις του ανάμεσα στο Μόντε Κάρλο και το Λος Άντζελες.
Στις 23 Ιανουαρίου 2004, καθώς οδηγούσε πιθανολογείται ότι υπέστη καρδιακή προσβολή, με αποτέλεσμα η Κάντιλακ που οδηγούσε να πέσει πάνω στον τοίχο του διάσημου «Chateau Marmont», το ξενοδοχείο στη οδό Σάνσετ Μπούλεβαρντ (Sunset Boulevard) του Λος Άντζελες, όπου κατοικούσε για πολλά χρόνια. Η τέφρα του τοποθετήθηκε δίπλα σε αυτήν της Μαρλέν Ντίτριχ στο Βερολίνο.
Καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά
Ο Χέλμουτ Νιούτον θεωρήθηκε από πολλούς κάτι παραπάνω από φωτογράφος μόδας. Το οικογενειακό του μοντέλο και ο τρόπος ζωής του επηρέασαν με υπόγειο τρόπο την τεχνική και τη θεματογραφία του.
Στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του οι γυναίκες καταφέρνουν ακόμα και μέσα από τη γύμνια τους να εκπέμψουν απίστευτη δυναμικότητα. Ζουν, κοιμούνται, αναπνέουν με άψογο μακιγιάζ, βαριά κοσμήματα, προκλητικά τακούνια στιλέτο. «Στο λεξιλόγιό μου η λέξη “τέχνη” είναι μια πρόστυχη, βρώμικη λέξη» έχει δηλώσει. Στην τέχνη του ο Νιούτον καταργεί την πραγματικότητα και εξυψώνει τον πόθο, χρησιμοποιεί το στοιχείο της βίας, του σαδομαζοχισμού.
Πίσω από κάθε του λήψη υποβόσκει και μία μικρή ιστορία, συνήθως αμφιλεγόμενη, βίαιη, σεξουαλικά φορτισμένη.
Ο ερχομός του κινήματος του υπερρεαλισμού θα προσφέρει σε κάποιους το πάτημα να αποδεχτούν την εκκεντρικότητά του Νιούτον. Είναι αλήθεια ότι ο ίδιος έπασχε από αχρωματοψία. Το γεγονός αυτό τον ώθησε στην προτίμηση έντονων χρωματικών αντιθέσεων και στην εκτύπωση ζωηρών χρωμάτων στις μεταγενέστερες έγχρωμες φωτογραφίες του.
Παρά το χαρακτηρισμό του καλλιτεχνικού έργου του Χέλμουτ Νιούτον ως πορνογραφικό από κάποιους κριτικούς, η ποιότητα και η συνεισφορά του στην φωτογραφική τέχνη θεωρούνται πραγματικότητα.
Αδαμάντιος Διαμαντής, ήταν Κύπριος ζωγράφος, από τους σημαντικότερους Κύπριους καλλιτέχνες, θεωρείται ο πατέρας της Κυπριακής τέχνης
Αδαμάντιος Διαμαντής
Ο Αδαμάντιος Διαμαντής ήταν Κύπριος ζωγράφος. Από τους σημαντικότερους Κύπριους καλλιτέχνες, θεωρείται ο πατέρας της Κυπριακής τέχνης. Έργα του σήμερα υπάρχουν σε ιδιωτικές συλλογές αλλά και στην Εθνική Πινακοθήκη της Λευκωσίας. (Λευκωσία, 23 Ιανουαρίου 1900 - Λευκωσία, 28 Απριλίου 1994)
Σπούδασε ζωγραφική στο Λονδίνο και ακολούθως έγινε καθηγητής τέχνης στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας από το 1926 έως το 1962.
Ήταν μέλος της εταιρίας Κυπριακών σπουδών, συλλέκτης έργων λαϊκής τέχνης και ιδρυτής του μουσείου λαϊκής τέχνης Κύπρου του οποίου ήταν και πρώτος διευθυντής.
Τον συνέδεσε μεγάλη φιλία με τον Γιώργο Σεφέρη, o Γιώργος Σεφέρης του είχε αφιερώσει το ποίημα Λεπτομέρειες στην Κύπρο.
Βραβεύτηκε το 1923 με το Α΄ βραβείο σχεδίου από το Royal College of Art του Λονδίνο. Το 1976 από την Ακαδημία Αθηνών για τις υπηρεσίες του σαν καθηγητής τέχνης αλλά και τη γενική του προσφορά.
Επίσης τιμήθηκε το 1989 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά και το 1993 με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.
Τα έργα του
Τα έργα του ήταν εμπνευσμένα κυρίως από τη φύση, σημαντικότερο έργο του θεωρείται ο πίνακας Ο κόσμος της Κύπρου, με διαστάσεις 17,50 μέτρα μήκος και 1,75 μέτρα ύψος, που το ζωγράφισε ανάμεσα στα 1967 - 1972.
Σε κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΓΩΝ (12 Ιουνίου 1975) με τίτλο, Αδαμ. Διαμαντή: Ο κόσμος της Κύπρου,ο Γ.Χατζηκωστής παρουσιάζει το βιβλίο του ζωγράφου με τίτλο Ο κόσμος της Κύπρου-Αφήγηση (12 Ιουνίου 1975), καταλήγοντας με το χαρακτηρισμό για το "δίκλωνο έργο του Διαμαντή".
Μετά το θάνατό του, ο γιος του δώρισε τη βιβλιοθήκη του, που περιλάμβανε 1.200 βιβλία, στο πανεπιστημίου Κύπρου.
Ενδεικτική εργογραφία
Οι Φυτεύτριες, (1932/33)
Ο κόσμος της Κύπρου (1967-1972)
Οι Λεύκες της Λαπήθου
Στο Πανηγύρι της Παναγιάς του Άρακα
Οι Αμαξάρηδες της Ασμάλτι
Κορίτσια της Πάφου
Αγωνίες
Περισσότερα Άρθρα...
- Εντουάρ Μανέ, ήταν Γάλλος ζωγράφος, θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της μοντέρνας τέχνης ενώ συνδέθηκε έντονα και με το κίνημα του ιμπρεσιονισμού
- Δόρα Στράτου, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός, χορογράφος και θιασάρχης και ιδρύτρια του ομώνυμου συγκροτήματος Ελληνικών Χορών
- Μάριος Πλωρίτης, ήταν Έλληνας δημοσιογράφος-επιφυλλιδογράφος, κριτικός, μεταφραστής, λογοτέχνης, και θεατρικός σκηνοθέτης
- Χρόνης Εξαρχάκος, ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου